Υπόθεση NAVA: Επιβολή χρηματικών ποινών συνολικού ύψους 14.400 ευρώ
Έκλεισε η πολύκροτη υπόθεση NAVA
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου που συνεδρίασε σήμερα στη Λάρνακα επέβαλε χρηματικές ποινές στους ιδιοκτήτες κέντρου αναψυχής στην Αγία Νάπα, για το τριήμερο του Κατακλυσμού, 5-7 Ιουνίου 2020, κατά το οποίο, όπως αποφάνθηκε, είχαν επιδείξει επαναλαμβανόμενη κατάφωρη αμέλεια και παρακοή των Διαταγμάτων περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου.
Το Δικαστήριο έκρινε τους δύο ιδιοκτήτες του κέντρου αναψυχής ηλικίας 36 και 39 ετών και την εταιρεία, ένοχους για συνολικά εννέα κατηγορίες που αφορούν τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο. Στον πρώτο κατηγορούμενο επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο, συνολικού ύψους 2.400 ευρώ, στον δεύτερο κατηγορούμενο συνολικό πρόστιμο 4.800 ευρώ και στην εταιρεία 7.200 ευρώ.
Οι κατηγορούμενοι, ενώ αρχικά είχαν παραδεχθεί τις τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν τη λειτουργία του κέντρου αναψυχής χωρίς άδεια λειτουργίας από το Υφυπουργείο Τουρισμού, τελικά δήλωσαν μη παραδοχή. Ακόμα οι κατηγορούμενοι δήλωσαν μη παραδοχή στις πέντε κατηγορίες που αφορούν παραβίαση των διαταγμάτων του Υπουργού Υγείας και αφορούν τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο.
Οι ιδιοκτήτες του υποστατικού καταγγέλθηκαν από την Αστυνομία το τριήμερο του Κατακλυσμού πέντε φορές, ενώ παρά τις προειδοποιήσεις των μελών της Δύναμης, κατηγορούνται ότι συνέχισαν να δείχνουν επαναλαμβανόμενη κατάφωρη αμέλεια και παρακοή των Διαταγμάτων περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου.
Στην σημερινή απόφαση του το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα αδικήματα που αφορούν την παραβίαση των μέτρων που λήφθηκαν για παρεμπόδιση της εξάπλωσης της ασθένειας του κορωνοϊού και σημείωσε πως όλα τα αδικήματα που παραβιάζουν νόμους που αφορούν τη δημόσια υγεία είναι πολύ σοβαρά.
Ακόμα προστίθεται ότι «το γεγονός πως μετά την πρώτη καταγγελία οι κατηγορούμενοι συνέχισαν να τηρούν την ίδια στάση και να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως τους επισημάνθηκε ότι συνιστά αδίκημα, δεν μπορεί παρά να επισημανθεί ως ενδεικτικό στοιχείο της αδιαφορίας τους και να χαρακτηρίσει την όλη συμπεριφορά τους ως απαράδεκτη».
Σημειώνεται επίσης πως «στην προκειμένη περίπτωση υπό τις δοσμένες ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις καθίστανται ιδιαιτέρως σοβαρά γι’ αυτό και η απάντηση των Δικαστηρίων σε τέτοιες συμπεριφορές για ευνόητους λόγους επιβάλλεται να είναι άμεση, δυνατή και κρυστάλλινη. Τούτο μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών».
Στην απόφασή του το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης των κατηγορουμένων, «περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της υπόθεσης για εξισορρόπηση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη».
Σημειώνεται ακόμα «το γεγονός ότι οι θαμώνες του υποστατικού οι οποίοι παραβίαζαν τα Διατάγματα μη τηρώντας τις αποστάσεις, ούτε έχουν διωχθεί ούτε και εκδόθηκε σε αυτούς εξώδικο πρόστιμο. Λήφθηκε υπόψη ότι λίγες μέρες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων προστέθηκε στον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο το άρθρο 7α για επιβολή εξώδικου προστίμου».
Για τους δύο κατηγορούμενους ηλικίας 36 και 39 ετών το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό τους μητρώο, τη συμμόρφωση τους με τις κατηγορίες που αφορούν την έκδοση άδειας λειτουργίας και τις προσωπικές τους περιστάσεις όπως αυτές αναφέρονται στις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας.
Ακόμα το Δικαστήριο σημείωσε πως «δεν έχει διαφύγει η εισήγηση περί τιμωρίας των κατηγορουμένων ως εκ της δημόσιας κατακραυγής και στοχοποίησης τους».
Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρμόζουσες ποινές για όλους τους κατηγορούμενους είναι οι χρηματικές.
Ωστόσο, ανέφερε ότι «η διαφοροποίηση των ποινών μεταξύ των δύο κατηγορουμένων έγκειται στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ένα ήταν μεν ο υπεύθυνος του υποστατικού αλλά απλά υπάλληλος της κατηγορουμένης τρία, δηλαδή της εταιρείας, ενώ ο κατηγορούμενος δύο είναι μοναδικός διευθυντής και γραμματέας της κατηγορουμένης τρία – διαχειρίστριας εταιρείας του υποστατικού άρα ο ιθύνων νους και ή το πρόσωπο που λαμβάνει όλες τις αποφάσεις που έχουν σχέση με την κατηγορούμενη εταιρεία και τη λειτουργία της. Επίσης, λήφθηκε σοβαρά υπόψη η αλλαγή που επήλθε πρόσφατα στις συνθήκες του πρώτου κατηγορουμένου, τόσο με την απόκτηση νέου μέλους της οικογένειάς του όσο και με τη μείωση των απολαβών του».
Έτσι στον πρώτο κατηγορούμενο ηλικίας 36 ετών, το Δικαστήριο επέβαλε χρηματικό πρόστιμο ύψους 100 ευρώ σε κάθε μία από τα τέσσερις κατηγορίες που αφορούν την άδεια λειτουργίας του υποστατικού και χρηματικό πρόστιμο 400 ευρώ σε κάθε μία από τις πέντε κατηγορίες που αφορούν παραβίαση των διαταγμάτων του Υπουργού Υγείας και αφορούν τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο, σύνολο 2.400 ευρώ.
Στον δεύτερο κατηγορούμενο ηλικίας 39 ετών το Δικαστήριο επέβαλε χρηματικό πρόστιμο 200 ευρώ σε κάθε μία από τις κατηγορίες που αφορούν την άδεια λειτουργίας του υποστατικού και χρηματικό πρόστιμο 800 ευρώ σε κάθε μία από τις πέντε κατηγορίες που αφορούν παραβίαση των διαταγμάτων του Υπουργού Υγείας και αφορούν τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο, σύνολο 4.800 ευρώ.
Στην τρίτη κατηγορούμενη, δηλαδή την εταιρεία επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο ύψους 300 ευρώ σε κάθε μία από τις τέσσερις κατηγορίες που αφορούν την άδεια λειτουργίας του υποστατικού και χρηματικό πρόστιμο ύψους 1.200 ευρώ σε κάθε μία από τις πέντε κατηγορίες που αφορούν παραβίαση των διαταγμάτων του Υπουργού Υγείας και αφορούν τον περί Λοιμοκάθαρσης Νόμο. Σύνολο 7.200 ευρώ.