Του Παναγιώτη Σταυρινίδη*
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Λευκωσία. Κατάγομαι όμως από ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πάφου, τη Θελέτρα. Τη Θελέτρα την “γρουσή” όπως την αποκαλούσαν το καλοκαίρι για τη δροσιά της, τη Θελέτρα την “καημένη” όπως την αποκαλούσαν το χειμώνα για το κρύο και τη φτώχια της.
Πέρασα πολλά καλοκαίρια εκεί, λίγα στο παλιό χωριό, περισσότερα στο νέο που χτίστηκε υπό το φόβο κατολισθήσεων. Χωρίς φως και νερό στο παλιό, με ρεύμα και υδροδότηση στο νέο. Το βουνό που υψωνόταν πάνω από τη γρουσή και την καημένη έμελλε να γίνει ο λόγος επανεγκατάστασης ολόκληρου του χωριού.
Τα τελευταία χρόνια επισκέπτομαι την Πάφο για άλλους λόγους. Τα ανέμελα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας αντικαταστάθηκαν από τις ομιλίες σε διάφορους φορείς της πόλης. Μπορεί να πέρασαν χρόνια, αλλά η οικειότητα με το χώρο και τους ανθρώπους παρέμεινε η ίδια. Αστείο είναι και το ότι μετά από λίγη ώρα συναστροφής με τον κόσμο εκεί, η χροιά της φωνής μου αρχίζει να θυμάται την παφίτικη προέλευσή της. Πάντα γελάω με τον εαυτό μου καθώς το διαπιστώνω.
Πρόσφατα είχα την χαρά να ξανεβρεθώ στην πόλη για να μιλήσω σε ένα σύλλογο για θέματα που απασχολούν την κοινωνία και τον άνθρωπο. Στον καιρό της κρίσης. Έχω την εντύπωση ότι από την μικρή παρέα που μαζεύτηκε, πήρα περισσότερα από όσα έδωσα με την ομιλία μου. Φιλοξενία, θέρμη και ιστορίες. Πολλές ιστορίες.
Στα χρόνια από την ανεξαρτησία μέχρι την καταστροφή του 74, όπως σε πολλές περιοχές της Κύπρου, έτσι και στην επαρχία της Πάφου, γειτνίαζαν ένα τουρκοκυπριακό και ένα ελληνοκυπριακό χωριό. Η ειρωνία μάλιστα της ιστορίας και της γεωγραφίας είναι ότι το τουρκοκυπριακό χωριό έφερε την ονομασία ενός αγίου της ορθοδοξίας. Ήταν τα χρόνια που στα χωριά της Κύπρου έφταναν δύο αγαθά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, το ρεύμα και το νερό.
Ενώ στο ελληνοκυπριακό χωριό ο ηλεκτρισμός και η υδροδότηση είχαν φτάσει από καιρό, στο διπλανό μόλις χωριό, το τουρκοκυπριακό, δεν έλεγαν να φτάσουν. Μάλλον ένα αόρατο χέρι απέτρεπε από το να περάσουν οι υποδομές, δυο βήματα πιο πέρα. Εξ όσων άκουσα, δεν υπήρχε έχθρα μεταξύ των κατοίκων στα δύο χωριά. Ούτε φθόνος. Ίσως όμως στο ένα χωριό να υπήρχε μία αίσθηση αδικίας.
Μετά ήρθε το πραξικόπημα και η εισβολή.
Οι τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στα κατεχόμενα και σύντομα νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εκεί. Και έτσι έπρεπε. Εικάζω ότι ήταν ελληνοκύπριοι εκτοπισμένοι. Λίγους μόνο μήνες μετά, στο χωριό έφτασε ο ηλεκτρισμός και η υδροδότηση.
Στο δρόμο για την επιστροφή μου στην Λευκωσία, σκεφτόμουν συνεχώς αυτή την ιστορία. Πόσο νοιαστήκαμε για τη χώρα στα λίγα χρόνια που έζησε ενιαία. Πόσο νοιαστήκαμε για την Κυπριακή Δημοκρατία και τι ξεχάσαμε στο δρόμο. Και εμείς και εκείνοι.
Το φως και το νερό της ψυχής μας. Αυτά ξεχάσαμε.
* Υποψήφιος ευρωβουλευτής ΑΚΕΛ, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου