Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε σήμερα τέσσερις συνενωμένες αγωγές, οι οποίες στρέφονταν εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφορούν στην απομείωση των καταθέσεων, συνεπεία των μέτρων και αποφάσεων που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013.
Οι ενάγοντες αξίωναν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμό αμελείς πράξεις και/ή παραλείψεις των εναγομένων, οι οποίες οδήγησαν σε απομείωση των τραπεζικών καταθέσεων που διατηρούσαν στη Λαϊκή Τράπεζα, προσβάλοντας επίσης τη συνταγματικότητα των μέτρων εξυγίανσης και ισχυριζόμενοι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την υπόθεση, έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται αμέλεια, απάτη και παράβαση των υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας (θέσμιο καθήκον), σημειώνοντας «πως δεν έχει καταδειχθεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και οι αξιωματούχοι της γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν κατά τον ουσιώδη χρόνο των αποδιδόμενων σε αυτούς πράξεων ή παραλείψεων, ότι αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης και στην απομείωση των καταθέσεων των εναγόντων. Με άλλα λόγια, δεν καταδείχθηκε ότι κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο ήταν εύλογα προβλεπτό το αποτέλεσμα του Μαρτίου 2013». Στην απόφασή του το Δικαστήριο επίσης αναφέρει ότι με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης, οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένων των εναγόντων, δεν βρέθηκαν εντέλει σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν αν η Τράπεζα τίθετο σε εκκαθάριση.
Ως προς το θέμα της συνταγματικότητας των μέτρων, το Δικαστήριο ανέφερε πως, κατά την κρίση του, αυτό δεν είναι υπό τις περιστάσεις ουσιώδες για την εξέταση της υπόθεσης, ενώ στο θέμα της ισχυριζόμενης παραβίασης συνταγματικών ή/και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εναγόντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται.
Οι τέσσερις συνενωμένες αγωγές απορρίφθηκαν στην ολότητά τους από το Δικαστήριο, το οποίο και επιδίκασε έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας και των άλλων εναγομένων.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκαν η Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας κα Έλλη Φλωρέντζου και ο κ. Άγγελος Παναγή, δικηγόρος.