Της Καλυψώς Θεοχαρίδου (Δικηγόρος – Νομικός σύμβουλος)
Ο ύποπτος ενδεχόμενα να κατηγορηθεί επί το ότι “δια αμελούς, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης προκάλεσε το θάνατο”. Η νομική βάση αυτού, συνίσταται στο άρθρο 210 ΠΚ (ποινικού κώδικα Κύπρου), το οποίο και παραθέτουμε αυτούσιο:
Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης
210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.
Ακολουθεί η συγκεκριμενοποίηση του ορισμού πρόκλησης θανάτου:
Ορισμός πρόκλησης θανάτου
211. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι επέφερε θάνατο άλλου, άν και η πράξη του δεν είναι η άμεση ή η μόνη αιτία από την οποία προήλθε ο θάνατος σε οποιοδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) αν προξενήσει σε άλλον σωματική βλάβη η οποία προκαλεί χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία που επιφέρει θάνατο. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιάφορο κατά πόσο η θεραπεία ήταν η κατάλληλη ή εσφαλμένη, αν αυτή εφαρμόστηκε καλή τη πίστει και με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση και δεξιότητα όχι λιγότερο όμως εκείνος που προξένησε τη σωματική βλάβη δεν θεωρείται ότι επέφερε το θάνατο, αν η θεραπεία, η οποία ήταν η άμεση αιτία του θανάτου, δεν εφαρμόστηκε καλή τη πίστει ή εφαρμόστηκε μεν καλή τη πίστει χωρίς όμως με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση ή δεξιότητα
(β) αν προξενήσει σε άλλο σωματική βλάβη, η οποία δεν θα επέφερε το θάνατο αν το πρόσωπο που έχει βλαφτεί υπέβαλλε τον εαυτό του στην κατάλληλη χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία ή αν ελάμβανε τις κατάλληλες προφυλάξεις ως προς τον τρόπο διαβίωσης του
(γ) αν με την άσκηση ή με την απειλή βίας αναγκάσει άλλο στη διενέργεια πράξης η οποία επιφέρει το δικό του θάνατο, εφόσον η πράξη ήταν τρόπος ο οποίος, κάτω από τις περιστάσεις, ηδύνατο να θεωρηθεί από τον παρόντα ως φυσικός, για την αποφυγή τέτοιας βίας ή απειλών
(δ) αν με πράξη ή παράλειψη επιτάχυνε το θάνατο προσώπου που πάσχει από ασθένεια ή βλάβη η οποία ανεξάρτητα από τέτοια πράξη ή παράλειψη θα επέφερε θάνατο
(ε) αν η τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν θα επέφερε το θάνατο, εκτός αν συνακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη αυτού που φονεύτηκε ή άλλων προσώπων.
Βεβαίως εκτός από την ποινική ευθύνη προκύπτει και αστική η οποία συνίσταται στην διεκδίκησα αποζημιώσεων συνεπεία της εγκληματικής πράξης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω ευθύνη ρυθμίζεται από το Κεφάλαιο 148, ήτοι ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, άρθρο 54 το οποίο επίσης παραθέτουμε αυτούσιο:
Βάρoς της απόδειξης αμέλειας όταv η ζημιά πρoκαλείται από ζώo
54. Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με ζημιά, κατά την oπoία απoδεικνύεται-
(α) ότι η ζημιά πρoκλήθηκε από άγριo ζώo, ή από άλλo ζώo πoυ δεv είvαι άγριo τo oπoίo είχε, όπως γvώριζε o εvαγόμεvoς, ή πρέπει vα θεωρηθεί ότι γvώριζε κατά τεκμήριo, τηv τάση για τηv τέλεση της πράξης από τηv oπoία πρoκλήθηκε η ζημιά͘ και
(β) ότι o εvαγόμεvoς ήταv o ιδιoκτήτης ή είχε τηv ευθύvη τoυ ζώoυ αυτoύ, o εvαγόμεvoς φέρει τo βάρoς της απόδειξης τoυ ότι δεv υφίστατo αμέλεια για τηv oπoία αυτός ευθύvεται σε σχέση με τo ζώo αυτό.
Εν όψει αυτών, το βασικό σημείο το οποίο προκύπτει από την πιο πάνω παράθεση είναι πως, στην προκείμενη, δεν γεννάται μόνον η ποινική ευθύνη η οποία θα κριθεί ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου. Συνάμα, γεννάται και αστική η οποία αποβλέπει στην επιδίκαση αποζημιώσεων, η οποία θα καλύπτει την βλάβη, κλονισμό και ενδεχόμενη απώλεια των Εναγόντων.