Ο Γερμανός προπονητής Ότο Ρεχάγκελ, που οδήγησε το 2004 την Εθνική μας ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης, κλείνει σήμερα τα 76 του χρόνια.
Λίγα λόγια για τον Ότο Ρεχάγκελ:
O Ότο Ρεχάγκελ, γεννημένος στις 9 Αυγούστου 1938 στην πόλη Έσσεν της Γερμανίας συμμετείχε στην τοπική ομάδα Ροτ Βάις Έσσεν (1960-1963). Μετά από το ξεκίνημα της Μπουντεσλίγκα αγωνίστηκε για λογαριασμό της Χέρτα Βερολίνου (1963-1965) και της Καϊζερσλάουτερν (1966-1972). Στη διάρκεια της καριέρας του, έπαιξε συνολικά σε 201 αγώνες της Bundesliga.
Ως προπονητής ξεκίνησε την καριέρα του το 1974 στους Κίκερς του Όφενμπαχ. Κατόπιν, θήτευσε διαδοχικά στη Βέρντερ Βρέμης (1976), στην Μπορούσια Ντόρτμουντ (1976-1978), στην Αρμίνια Μπίλεφελντ (1978-1979) και στη Φορτούνα Ντίσελντορφ (1979-1980), προτού επιστρέψει στη Βέρντερ για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια (1981–1995).
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Βέρντερ, η ομάδα καθιερώθηκε ως μια από σημαντικότερες του πρωταθλήματος της Bundesliga, κατακτώντας δύο γερμανικά πρωταθλήματα (1988 και 1993) και δύο κύπελλα Γερμανίας, καθώς και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης.
Στη συνέχεια διετέλεσε προπονητής της Μπάγερν Μονάχου για λιγότερο από ένα χρόνο, κατά την περίοδο 1995-1996. Απολύθηκε τρεις εβδομάδες πριν τον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 1996, ύστερα από απογοητευτική πορεία στο πρωτάθλημα. Ο αντικαταστάτης του, Φραντς Μπεκενμπάουερ, οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του κυπέλλου.
Έπειτα, ο Ρεχάγκελ εκτέλεσε καθήκοντα τεχνικού στην Καϊζερσλάουτερν (1996-2000) κερδίζοντας με συγκλονιστικό τρόπο το γερμανικό πρωτάθλημα του 1998 (καθώς η ομάδα μόλις είχε προβιβαστεί από τη 2η κατηγορία).
Το 2001 έγινε προπονητής της ελληνικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Η ομάδα προκρίθηκε απευθείας για το Euro 2004, μπροστά από την Ισπανία και την Ουκρανία. Με ποσοστό 100 προς 1, αουτσάιντερ, κέρδισε με συγκλονιστικό τρόπο την Πορτογαλία, τη Γαλλία και την Τσεχία, φαβορί για πολλούς, στον δρόμο για τον τελικό όπου νίκησε και πάλι την Πορτογαλία και σήκωσε το τρόπαιο. Ο Ρεχάγκελ, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος υπεύθυνος για την επιτυχία αυτή της ομάδας, έγινε ο πρώτος ξένος προπονητής που κέρδισε ποτέ ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Ο Ρεχάγκελ υιοθέτησε μια αμυντική αγωνιστική προσέγγιση στην ελληνική ομάδα, χρησιμοποιώντας ενεργητικούς μέσους για να κουράσει τον αντίπαλο και την πολιτική της άμυνας ίσου αριθμού αμυντικών, με αυτού των επιθετικών του αντιπάλου. Όταν κατηγορήθηκε για βαρετό παιχνίδι, είπε: «Κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο προπονητής υιοθετεί τις τακτικές που είναι εφαρμόσιμες στα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων παικτών». Αξιοσημείωτο είναι πως η θητεία του στη Βέρντερ Βρέμης φημίζονταν για το γρήγορο και εντυπωσιακό ποδόσφαιρο που πρόσφερε η ομάδα.
Μετά από την παραίτηση του Ρούντι Φέλερ από την ηγεσία του πάγκου της γερμανικής εθνικής ομάδας, έπειτα από την αδυναμία πρόκρισης στα προημιτελικά του Euro 2004, ο Ρεχάγκελ θεωρήθηκε ένας από τους σημαντικότερους υποψηφίους για να αναλάβει το πόστο. Είχε την υποστήριξη του κοινού, παρ’ όλο που θεωρείται ήδη επαναστάτης του ποδοσφαιρικού κατεστημένου. Έπειτα από την απόσυρση άλλων τριών υποψηφίων για την θέση, έγινε πρόταση στον Ρεχάγκελ να αναλάβει την ομάδα, κάτι που ο ίδιος επίσημα απέρριψε στις 10 Ιουλίου.
Στην Ελλάδα, συνηθίζεται να αποκαλείται «Βασιλιάς Όθων» συσχετιζόμενος με τον Βασιλέα Όθων της Ελλάδος, παρ’ όλο που ήδη είχε αυτό το ψευδώνυμο ήδη από την προπονητική του καριέρα στη Γερμανία. Ως λογοπαίγνιο, που αναφέρεται στον Ηρακλή, γιο του Δία, ονομάστηκε επίσης «Ρεχακλής».
Στο Μουντιάλ της Ν. Αφρικής, η Ελλάδα συμμετείχε στον 2ο όμιλο, με αντιπάλους την Αργεντινή, τη Νότια Κορέα και τη Νιγηρία. Αν και ξεκίνησε με ήττα, ενάντια στη Ν. Κορέα, κατάφερε να πάρει την πρώτη της νίκη (και τους πρώτους της βαθμούς) στη διοργάνωση κόντρα στη Νιγηρία με σκορ 2-1. Στον τελευταίο αγώνα της κόντρα στην Αργεντινή, στις 23 Ιουνίου του 2010, έχασε με 2-0 και τερματίζοντας στην 3η θέση, αποκλείστηκε από τη συνέχεια της διοργάνωσης. Στην τελική κατάταξη η ομάδα τερμάτισε στην 25η θέση. Αυτός ήταν και ο τελευταίος αγώνας του Ότο Ρεχάγκελ στον πάγκο της ομάδας, μετά από τον οποίο αποχώρησε οριστικά από αυτήν. Αντικαταστάτης του υπήρξε ο Πορτογάλος Φερνάντο Σάντος.