Σύμφωνα με τον κ. Μάτση, αυτήν τη στιγμή οι Ελληνοκύπριοι είναι μειοψηφία έναντι των κατοίκων στα κατεχόμενα, για να προσθέσει ότι είναι πολύ λιγότεροι έναντι των μουσουλμάνων σε ολόκληρη την Κύπρο.
Εισήγηση να θέσει ως προτεραιότητα την απόφαση για καταγραφή του πληθυσμού σε ολόκληρη την Κύπρο, ελεύθερες και κατεχόμενες περιοχές, υπέβαλε σήμερα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιαννάκης Μάτσης, ο οποίος κάνει λόγο για “συγκλονιστικούς” αριθμούς και πτωτική απόκλιση, αφού σύμφωνα με την απογραφή του 2011 παρέμειναν μόνο 572.000 Ελληνοκύπριοι.
Μιλώντας στην παρουσίαση της δημογραφίας της Κύπρου, ο κ. Μάτσης είπε πως “η αποκάλυψη της πραγματικής σύνθεσης του πληθυσμού σε ολόκληρη την Κύπρο είναι αναγκαία προϋπόθεση, για την αντιμετώπιση της λύσης του Κυπριακού στις ορθές ευρωπαϊκές του διαστάσεις”.
“Οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί. Παρέμειναν, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, μόνο 572.000 Ελληνοκύπριοι με πτωτική απόκλιση. Κάποιες σωστές αποφάσεις της Κυβέρνησης ήταν πολύ υποβοηθητικές, αλλά υστερούμε σε ολοκληρωμένη μελέτη και συντονισμό όλου του κυβερνητικού μηχανισμού και στην άμεση αντίδραση και λειτουργία της δικαιοσύνης στα αναφερόμενα σ’ αυτήν θέματα”, ανέφερε.
Όπως πρόσθεσε “οι ξένοι εργάτες , οι οικιακές βοηθοί, οι καλλιτέχνιδες, οι αιτητές ασύλου, οι εικονικοί γάμοι, οι παρανόμως εργαζόμενοι, η επιδοματική πολιτική και τα συνεργαζόμενα κυκλώματα διακίνησης προσώπων στις κατεχόμενες, αλλά και στις ελεύθερες περιοχές και όλοι οι συναφείς παράγοντες από τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή οδηγούν με την εξελισσόμενη οικονομική κρίση σε ανώμαλη προσγείωση το λαό μας και την ιστορία μας και προδιαγράφουν δύσκολο το μέλλον για όλους μας”.
Σύμφωνα με τον κ. Μάτση, αυτήν τη στιγμή οι Ελληνοκύπριοι είναι μειοψηφία έναντι των κατοίκων στα κατεχόμενα, για να προσθέσει ότι είναι πολύ λιγότεροι έναντι των μουσουλμάνων σε ολόκληρη την Κύπρο.
Αναφερόμενος στην εκροή και μετανάστευση των νέων επιστημόνων της Κύπρου, όχι μόνο όσων αποφοίτησαν των Πανεπιστημίων και δεν βρίσκουν δουλεία, αλλά και εκείνων που ήταν εγκατεστημένοι και εργάζονταν στην Κύπρο και οι οποίοι εγκαταλείπουν οικογενειακώς για να εγκατασταθούν μόνιμα στο εξωτερικό, ο κ. Μάτσης είπε πως “καθιστά την τραγωδία μας απερίγραπτη”.
Η Πηνελόπη Χριστοφορίδου προέβη στην επιστημονική ανάλυση της μελέτης όλων των υπαρχόντων δεδομένων, που αναλύουν τη δημογραφική και μεταναστευτική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών και των συμπερασμάτων που εξάγονται, λέγοντας ότι “με μια προσεκτική ανάγνωση των αριθμών εξάγεται το συμπέρασμα ότι σχεδόν ήδη στη Δημοκρατία οι Ελληνοκύπριοι, (περίπου 572,000) αποτελούν μειονότητα, με ότι αυτό συνεπάγεται”.
Όπως είπε “η Κύπρος καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων”.
Η κ. Χριστοφορίδου είπε πως “πρέπει να σχεδιαστεί και υλοποιηθεί μία δημογραφική και μεταναστευτική πολιτική με στοχευμένα μέτρα για την προάσπιση και διαφύλαξη της εθνικής μας ταυτότητας και κουλτούρας καθώς και της διαφύλαξης της πληθυσμιακής αναλογίας στην Κύπρο”, σημειώνοντας πως “η πολιτική αυτή θα πρέπει κατ΄ εξοχήν να στοχεύει στην ελαχιστοποίηση της μετανάστευσης Κυπρίων πολιτών και ιδιαίτερα των νέων μας που δεδομένης της οικονομικής κρίσης άρχισαν να μεταναστεύουν σε άλλες χώρες για εξεύρεση εργασίας και παράλληλα στον περιορισμό της μετανάστευσης μη Κυπρίων προς την Κύπρο”.
Ανέφερε ότι στην Κύπρο υπάρχει μεγάλη και ανησυχητική υπογεννητικότητα των Ελληνοκυπρίων, γήρανση του πληθυσμού, αλλά και μεγάλο μεταναστευτικό πρόβλημα, τόσον εισροών όσο και εκροών, σημειώνοντας ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Κυπριακής Δημοκρατίας ο πληθυσμός στις ελεύθερες περιοχές από το 1974 έως το 1990 είχε μια πληθυσμιακή αύξηση 13.7%, ενώ σύμφωνα με στοιχεία από τα κατεχόμενα, η αύξηση πληθυσμού το ίδιο διάστημα ήταν 48.35 % στις κατεχόμενες περιοχές.
“Οι Ευρωπαίοι μελετητές, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που περισυνέλεξαν, αποφάνθηκαν ότι, και στις δύο πλευρές, η φυσική πληθυσμιακή αύξηση (η οποία βασίζεται στον αριθμό γεννήσεων και θανάτων) έπρεπε να ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα και εξήγησαν αυτήν την τρομακτική αύξηση στις κατεχόμενες περιοχές ως εξής: Κατά τα έτη 1975 & 1977, μια μαζική ροή εποίκων εγκαταστάθηκε στο νησί, οι οποίοι αποτελούσαν το 10% του TK πληθυσμού τη συγκεκριμένη περίοδο”, είπε η κ. Χριστοφορίδου.
Συνέχισε λέγοντας πως “ένα αριθμός εποίκων συνέχισε να εισρέει κατά διαστήματα, ενώ πέραν αυτού, οι 30,000 στρατιώτες με τις οικογένειες τους που εγκαταστάθηκαν στο νησί αποτελούσαν το 15% του τουρκοκυπριακού πληθυσμού την ίδια περίοδο”.
“Έτσι, ενώ οι ΕΚ χρειάστηκαν 5 χρόνια για να επανέλθει ο πληθυσμός στον αριθμό που ήταν προ της εισβολής του 1974, στα κατεχόμενα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 28%, παρ’ ότι η φυσική πληθυσμιακή αύξηση έπρεπε να ήταν στο 1.2 κατ’ έτος. Επίσης, κατά το 1975 η τ/κ διοίκηση πέρασε ένα νόμο όπου οιοσδήποτε αιτείτο την `υπηκοότητα`, είχε δικαίωμα να την λάβει, ειδικότερα ο στρατός και τα μέλη των οικογενειών τους αλλά και οιοσδήποτε που η διοίκηση θεωρούσε απαραίτητο να την λάβει. Σήμερα, υπολογίζεται ότι, και με τους υψηλούς ρυθμούς φυσικών γεννήσεων των εποίκων στα κατεχόμενα, αλλά και τα νέα κύματα εισροών για τα επόμενα έτη, οι έποικοι αριθμούν από 500 μέχρι 800 χιλιάδες”, είπε.
Σε ό,τι αφορά στις ελεύθερες περιοχές από το 1992 μέχρι το 2012, η κ. Χριστοφορίδου είπε πως ο συνολικός ρυθμός γονιμότητας, ΤFR (Total Fertility Rate) – που είναι οι ζωντανές γεννήσεις ανά γυναίκα, (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πληθυσμιακές μετακινήσεις είτε εισροών είτε εκροών), στα κράτη μέλη της Ευρώπης, κατά τα έτη 1990 – 2011, μειώθηκε κατά 30%”.
Επίσης, ανέφερε πως από το 2.41 έφθασε στο 1.57, ενώ τη μεγαλύτερη μείωση των κρατών μελών, την είχε η Κύπρος, με μείωση σχεδόν κατά 44%.
Πρόσθεσε πως “η μείωση έγινε εντονότερη από το 2002 έως το 2011, και τελικώς το 2011 έφθασε στο 1.35 ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη ήταν 1.57, (παρ’ όλη τη μείωση που υπέστησαν τα κράτη μέλη)”.
Επιπλέον, είπε πως η μέση ηλικία τεκνοποίησης γυναικών, τόσο στα κράτη μέλη όσο και την Κύπρο είναι η ηλικία των 30 ετών και σημείωσε ότι το TFR πρέπει να είναι 2.1 για να παραμένει το πληθυσμιακό μέγεθος μιας χώρας σταθερό. “Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφονται στη δημογραφική έκθεση του 2011 τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου”, είπε.
Σε σχέση με τη ροή μεταναστών στην Κύπρο κατά το 2011, η κ. Χριστοφορίδου είπε πως το 8.9% ήταν επαναπατρισθέντες υπήκοοι (Ε.Υ.) και το 91% ήταν αλλοδαποί, εκ των οποίων το 57,1% ήταν Ε.Υ .άλλων κρατών μελών και το 33.9% ήταν Υπήκοοι Τρίτων Χωρών (ΥΤΧ).
Σε σχέση με το μέγεθος του Μόνιμου Πληθυσμού, ανέφερε πως η Κύπρος κατά το 2011 ήταν η δεύτερη χώρα κράτος μέλος με τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών ανά κάτοικο και όπως υπολογίζεται από τη Eurostat, αναλογούσαν 26 μετανάστες ανά 1000 κατοίκους.
Επιπρόσθετα, είπε πως “η Κύπρος ήταν η πρώτη από τα 27 τότε κράτη μέλη σε ποσοστό γυναικών μεταναστών που αριθμούσε σε 55.2% του συνόλου των μεταναστών, για να προσθέσει ότι κατά το 2011, το 20% του συνολικού πληθυσμού ήταν αλλοδαποί, εκ των οποίων το 12.5% ήταν Ε.Υ, συνήθως διαμένοντες σε άλλα κράτη μέλη και το 7.4% ΥΤΧ.