Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς
Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου
Η ενεργειακή μετάβαση, η οποία κατά κύριο λόγο αφορά τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις αειφόρες πηγές ενέργειας, είναι ένα αναγκαίο και φιλόδοξο παγκόσμιο εγχείρημα που παρουσιάζει τρεις κύριες δαπανηρές και χρονοβόρες προκλήσεις. Η πρώτη πρόκληση αφορά την ανάγκη για ανάπτυξη υποδομών για την εγκατάσταση τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας και υδρογόνου, αφού οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, είναι μεταβλητές (ή αναξιόπιστες) πηγές ενέργειας και εξαρτώνται από τις καιρικές συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν πάντα να παρέχουν σταθερή και συνεχόμενη παροχή ενέργειας (24 ώρες, 7 ημέρες την εβδομάδα) και για να εξασφαλιστεί αξιόπιστος εφοδιασμός με ενέργεια, πρέπει να κατασκευαστούν πρόσθετες υποδομές (π.χ., συστήματα αποθήκευσης ενέργειας συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου) που δημιουργούν επιπρόσθετο ενεργειακό κόστος. Η δεύτερη πρόκληση αφορά την ανάγκη μετάβασης σε έξυπνα και ψηφιοποιημένα ενεργειακά συστήματα. Αυτό απαιτεί μια ολοκληρωμένη και συντονισμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει αλλαγές στην παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την κατανάλωση ενέργειας και την ανάπτυξη νέων πολιτικών, κανονισμών και κινήτρων για τη στήριξη της ενεργειακής μετάβασης και πάλι με τη δημιουργία επιπρόσθετου ενεργειακού κόστους. Η τρίτη κύρια πρόκληση αφορά την ανάγκη αντιμετώπισης των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της ενεργειακής μετάβασης, αφού η ενεργειακή μετάβαση μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει στο κλείσιμο σταθμών παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, στην απώλεια θέσεων εργασίας σε αυτές τις βιομηχανίες και αρνητικές επιπτώσεις στις κοινότητες που εξαρτώνται από αυτές τις βιομηχανίες.
Γιατί, όμως αναμένεται επιπρόσθετο ενεργειακό κόστος, αφού για παράδειγμα, το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από τα φωτοβολταϊκά και τις ανεμογεννήτριες έχει μειωθεί αρκετά; Ο κύριος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η οικονομική αξία (ή το οικονομικό όφελος) της ηλιακής και αιολικής ενέργειας μειώνεται σημαντικά με την αυξημένη διείσδυσή τους στα ηλεκτρικά συστήματα. Ο λόγος; Η εκ των πραγμάτων αναξιόπιστη φύση τους. Τόσο η ηλιακή όσο και η αιολική ενέργεια πολλές φορές παράγουν αρκετό ηλεκτρισμό, όταν δεν χρειάζεται και όχι αρκετό, όταν χρειάζεται. Για αυτό τον λόγο τα φωτοβολταϊκά συστήματα και οι ανεμογεννήτριες χρειάζονται, ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου, υδροηλεκτρικά συστήματα, μπαταρίες ή κάποια άλλη μορφή αποθήκευσης συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών υδρογόνου να είναι σε πλήρη ετοιμότητα για κάλυψη της ζήτησης σε ηλεκτρισμό στην περίπτωση, όπου το αιολικό ή το ηλιακό δυναμικό μειωθεί ή μηδενιστεί. Αναφορές από αναλυτές σχετικά με το μειωμένο κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού από τα φωτοβολταϊκά και τις ανεμογεννήτριες, χωρίς να γίνεται λόγος ότι αυξάνουν τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, είτε ηθελημένα είτε μη, μεταφέρουν λανθασμένα μηνύματα στα κέντρα λήψεως αποφάσεων αναφορικά με αυτές τις δύο τεχνολογίες.
Μέρος του προβλήματος είναι ότι, λόγω πολυπλοκότητας, οι ηλεκτρικές αγορές δεν είναι εύκολο να γίνουν κατανοητές. Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τον ηλεκτρισμό ως ένα προϊόν, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια υπηρεσία (δηλαδή η όλη αλυσίδα από την παραγωγή του προϊόντος μέχρι την έγκαιρη παράδοση του προϊόντος), όπως την υπηρεσία που μας προσφέρεται από τα εστιατόρια. Η τιμή που πληρώνουμε για την πολυτέλεια του φαγητού σε εστιατόριο δεν είναι μόνο το κόστος των συστατικών, τα περισσότερα από τα οποία, όπως τα φωτοβολταϊκά και οι ανεμογεννήτριες, μειώνονται συνεχώς. Για αυτό, η τιμή των υπηρεσιών όπως το φαγητό σε εστιατόριο και ο ηλεκτρισμός αντικατοπτρίζουν το κόστος, όχι μόνο μερικών συστατικών, αλλά και τη «σωστή προετοιμασία και έγκαιρη παράδοση». Στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας η «σωστή προετοιμασία και έγκαιρη παράδοση» ορίζεται ως η «αξιοπιστία του συστήματος ισχύος», που είναι η ικανότητα του συστήματος να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των καταναλωτών του τόσο σε ηλεκτρική ισχύ, όσο και σε ηλεκτρική ενέργεια (γνωστή ως «επάρκεια») και η ικανότητα του συστήματος να παραμένει σε λειτουργία μετά από ξαφνικές διαταραχές που μπορεί να συμβούν (γνωστή ως «ασφάλεια»). Έτσι, η πολυτέλεια της απρόσκοπτης παροχής ηλεκτρισμού έχει τιμή και αυτή επηρεάζεται από την αυξανόμενη διείσδυση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, η ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της επείγουσας απειλής της κλιματικής αλλαγής και τη διασφάλιση ενός βιώσιμου ενεργειακού μέλλοντος. Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί τη συνεργασία και τις προσπάθειες κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και ατόμων σε όλο τον κόσμο. Με ισχυρή δέσμευση και τις σωστές πολιτικές και δράσεις, η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να είναι επιτυχής και να προσφέρει πολλά οφέλη, όπως μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, βελτίωση της δημόσιας υγείας και αυξημένη ενεργειακή ασφάλεια. Για αυτό χρειάζεται ο ριζικός μετασχηματισμός των ενεργειακών συστημάτων και υποδομών με την κατάρτιση από το κάθε Κράτος Μέλος της ΕΕ ολοκληρωμένου σχεδιασμού ενεργειακής μετάβασης, με στόχο την ελαχιστοποίηση της αναμενόμενης αύξησης του ενεργειακού κόστους, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους πυλώνες της ενέργειας, και όχι μόνο στον ηλεκτρικό τομέα, όπως είναι: (α) Ο ενεργειακός τομέας θέρμανσης και ψύξης, (β) Ο ενεργειακός τομέας μεταφορών, (γ) Ο ενεργειακός τομέας ηλεκτρισμού, (δ) Ο ενεργειακός τομέας εξοικονόμησης ενέργειας, (ε) Ο ενεργειακός τομέας αξιοποίησης γηγενών υδρογονανθράκων και άλλων ενεργειακών πόρων, και (στ) Η προστασία και η διαχείριση κρίσιμων ενεργειακών υποδομών.
Η χώρα μας ως ένα μικρό νησιωτικό κράτος με σχετικά υψηλή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, αντιμετωπίζει μια σειρά προκλήσεων κατά τη μετάβασή της σε ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μείγμα, αφού το αναπτυξιακό μοντέλο της Κύπρου για την ανάπτυξη, όπως το ξέρουμε μέχρι σήμερα, σπάνια έχει λειτουργήσει με γνώμονα τα μακροχρόνια συμφέροντα των μελλοντικών γενεών. Έχοντας υπόψη ότι η Κύπρος είναι χώρα με πολλές ιδιαιτερότητες, αφού είναι ενεργειακά απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, η οικονομία της βασίζεται στον τουρισμό, εξαρτάται από το πετρέλαιο, και πλήττεται πολλές φορές από σοβαρή λειψυδρία, ο σχεδιασμός της ενεργειακής μετάβασης της Κύπρου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη χρήση αειφόρων τεχνολογιών με την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και άλλων εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως είναι το υδρογόνο, ενεργειακή ασφάλεια, ανάπτυξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων με την εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ και προστασία των ενεργειακών υποδομών της χώρας μας. Ο ενεργειακός τομέας αναμένεται στα επόμενα χρόνια να είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Το αειφόρο μέλλον της Κύπρου σχετίζεται άμεσα με την αποδοτική διαχείριση των αποθεμάτων υδρογονανθράκων της Κύπρου, με τη μελλοντική περαιτέρω διείσδυση των αειφόρων τεχνολογιών και την ανάπτυξη διασυνδέσεων. Αυτοί οι τομείς, εάν αναπτυχθούν ορθολογιστικά, θα επιτρέψουν την αύξηση των θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη, καθώς επίσης θα συμβάλουν μαζί με τον ανταγωνισμό στην αγορά ηλεκτρισμού στη συγκράτηση της αναμενόμενης αύξησης του ενεργειακού κόστους.
Με βάση την αρχή ενεργούμε σήμερα, για να διαμορφώσουμε τον ενεργειακό κόσμο του αύριο, πρέπει να αρχίσουμε να εργαζόμαστε από σήμερα για μια περισσότερο βιώσιμη Κύπρο πέραν του 2050, επιταχύνοντας τη μετάβαση της χώρας μας, όσο το δυνατό προς την οικονομία του υδρογόνου.
Η Κύπρος: (α) Χρειάζεται να επενδύσει, όπως έχουν επενδύσει και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, στη χάραξη μακροχρόνιας ενοποιημένης αειφόρου ενεργειακής στρατηγικής, (β) Διαθέτει μεγάλο δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως ηλιακής η οποία προσφέρεται προς άμεση εκμετάλλευση και έχει εν δυνάμει αποθέματα φυσικού αερίου, (γ) Θα μπορούσε να θέσει μακροπρόθεσμο στόχο για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα 100% μέχρι το έτος 2050 και (δ) Θα μπορούσε μέχρι το έτος 2050 να μετατραπεί σε πρότυπη πράσινη χώρα φτάνει να προγραμματίσει σωστά.
Το ενεργειακό σύστημα της Κύπρου μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα έξυπνο και ψηφιοποιημένο, ευέλικτο, αποκεντρωμένο, ηλεκτρικά διασυνδεδεμένο, και διασυνδεδεμένο με αγωγούς ή/και εικονικούς αγωγούς φυσικού αερίου ή/και υδρογόνου, όπου θα γίνεται χρήση υδρογόνου σε όλους τους ενεργειακούς τομείς, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, και ηλεκτροκίνησης.
Η Κύπρος, με σωστό προγραμματισμό, μπορεί να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό το ενεργειακό δυναμικό της, μετατρέποντας τη χώρα μας σε κράτος-παραγωγό και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με τη δημιουργία κατάλληλων ηλεκτρικών διασυνδέσεων, έτσι ώστε να αρθεί η ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και συνάμα, η Κύπρος να καταστεί κόμβος διακίνησης ηλεκτρισμού από και προς την ΕΕ και από και προς το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αυξάνοντας παράλληλα την ενεργειακή μας ασφάλεια. Το υδρογόνο, προσφέρει την ευκαιρία να επιλυθούν τα προβλήματα ενεργειακού εφοδιασμού, κλιματικής αλλαγής και ατμοσφαιρικής ρύπανσης που αντιμετωπίζουν οι χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μπορούν να πρωτοπορήσουν στην οικονομία του υδρογόνου, αφού καταστούν εξαγωγικές χώρες αειφόρου ενέργειας προς την ΕΕ.
Ο τελικός προορισμός θα είναι η μετάβαση της Κύπρου από τη σημερινή οικονομία του άνθρακα στην οικονομία του υδρογόνου μέχρι το έτος 2050. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας χρειάζεται γενναία στροφή προς τις πράσινες τεχνολογίες και τις πολιτικές ενεργειακής αποδοτικότητας με τον κατάλληλο σχεδιασμό της ενεργειακής μετάβασης της Κύπρου. Πρέπει να βρεθούμε όλοι στην ίδια πλευρά, έτσι ώστε να κινηθούμε προς μια ενεργειακά αειφόρο ανάπτυξη για το καλό των επόμενων γενεών. Αποφάσεις που θα παρθούν σήμερα σε ενεργειακά θέματα θα πρέπει να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες, αφού θα έχουν να κάνουν με μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Θα μπορούσαμε, αφού θέσουμε ρεαλιστικούς και επιστημονικά τεκμηριωμένους στόχους με γενική αποδοχή να τους εφαρμόσουμε με συνέπεια. Αυτοί οι στόχοι θα είναι από τη φύση τους υψηλού ρίσκου και μακροχρόνιας εφαρμογής.
Όμως, με βάση τη σημερινή πραγματικότητα στην Κύπρο, τα θέματα ενέργειας είναι διάσπαρτα τουλάχιστον σε τέσσερα διαφορετικά υπουργεία με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αρκετά πολύπλοκου και άκαμπτου συστήματος, με συνεχή έλλειψη επικοινωνίας και κοινού οράματος μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών των υπουργείων. Αποτέλεσμα τα διάφορα θέματα και πολιτικές να μελετούνται στατικά και βραχυπρόθεσμα και όχι δυναμικά και μακροπρόθεσμα, καθώς επίσης ο χειρισμός των διαφόρων αποφάσεων να γίνεται ξεχωριστά και όχι ενοποιημένα. Τελικός αποδέκτης αυτής της κατάστασης είναι ο Κύπριος πολίτης, ο οποίος καλείται συνεχώς να καταβάλει το επιπλέον κόστος που δημιουργείται.
Για αυτό, οι πολιτικές που θα αναπτύσσονται πρέπει να είναι συντονισμένες και να τυγχάνουν διαβούλευσης και αποδοχής από την Πολιτεία, έτσι ώστε, να μπορούν να συμφωνούνται από όλες τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις και αρμόδιους φορείς του Κράτους, διασφαλίζοντας με βέλτιστο τρόπο, τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, τη συνέχεια και τη συνέπεια της ενεργειακής μετάβασης της Κύπρου ανεξάρτητα με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Όλα τα πολιτικά κόμματα, με σοβαρότητα, θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό ενεργειακής μετάβασης της Κύπρου. Είναι η ώρα πλέον των επιστημονικά τεκμηριωμένων διακομματικών ενεργειακών συμφωνιών.