Για «αμετανόητη και κυνική προσήλωση της κυβέρνησης σε μια πολιτική καταστροφής», αλλά και για «πολιτική γύμνια των επιχειρημάτων που επικαλούνται οι ιεροκήρυκες του μνημονίου για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα», κάνει λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ, σχολιάζονας τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Ο κ. Σαμαράς μιλά χωρίς κανένα ίχνος ντροπής για τα αποτέλεσματα της κυβέρνησης στην καταπόλεμηση της ανεργίας και υπόσχεται και μεγαλύτερη “επιτυχία”, εφόσον βέβαια γίνουν ακόμα περισσότερες απολύσεις, αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ και προσθέτει:
«Δεν ξέρουμε αν είναι οπαδός της ομοιοπαθητικής, αλλά τουλάχιστον είναι πιο ειλικρινής από τους υπουργούς του, όταν παραδέχεται ότι οι διαθεσιμότητες είναι ο προθάλαμος των απολύσεων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί επίσης τον κ. Σαμαρά ότι «ο κατά τα άλλα υπέρμαχος των εθνικών συμφερόντων, διαβεβαιώνει ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα παραμείνει σε ελληνικά χέρια, επειδή προς το παρόν το διαψεύδει … η Κομισιόν. Δεν φαίνεται όμως να έχει συνομιλήσει πρόσφατα με τον αναπληρωτή ΥΠ.ΟΙΚ που έχει αναγνωρίσει ότι το χρέος δεν είναι σε καμία περίπτωση βιώσιμο, όταν ο ίδιος περηφανεύεται για φρένο στην αύξησή του».
Επίσης, αναφέρει η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φαίνεται να έχει ενημερώσει κάποιος τον πρωθυπουργό για τους μισθούς που κυμαίνονται στην αγορά εργασίας, ενώ ο ίδιος δεν φαίνεται να θεωρεί και χαμηλό τον κατώτατο μισθό, προετοιμάζοντάς μας για μεγαλύτερη μείωσή του, έτσι ώστε να φτάσει κάποια στιγμή σε επίπεδα Ρουμανίας και να ολοκληρωθεί το έργο του.
Επειδή, όμως, θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, επισημαίνει η αξιωματική αντιπολίτευση, «πρέπει να πιστωθεί στον πρωθυπουργό ότι αναγνωρίζει με περίσσια ειλικρίνια ότι οι αντικοινωνικές του μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να είχαν γίνει από καιρό και ανεξαρτήτως μνημονίου».
Εδώ, καταλήγει ο ΣΥΡΙΖΑ, «συνοψίζεται ολόκληρη η λογική της μνημονιακής βαρβαρότητας των απολύσεων και των μισθών πείνας και η πραγματική στόχευση της πολιτικής της κυβέρνησης, που δεν έχει σε καμία περίπτωση να κάνει με τη μειωση του δημόσιου χρέους και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αλλά με τα κέρδη των τραπεζών και του κεφαλαίου».