Πώς τα χαμηλά επίπεδα σιδήρου συνδέονται με το αίσθημα κόπωσης

Του Κυριάκου Γιαννουκά*

Κούραση, αδυναμία, κόπωση ακόμη και μετά από έναν καλό ύπνο. Φταίει η ζέστη ή μήπως τα συμπτώματα αφορούν κάποια παθολογική κατάσταση;

Το τελευταίο διάστημα πολύς κόσμος αισθάνεται μια διαρκή εξάντληση, την οποία αποδίδει στη ζέστη. Όντως, η εξάντληση ενδέχεται να οφείλεται στις ψηλές θερμοκρασίες ιδιαίτερα εάν δεν τηρούνται κάποια μέτρα (παραμονή σε σκιερούς, κλιματιζόμενους χώρους, καλή ενυδάτωση του οργανισμού, ελαφριά γεύματα κτλ). Εάν όμως τα συμπτώματα επιμείνουν, τότε μπορεί να οφείλονται σε κάποιο παθολογικό αίτιο, όπως για παράδειγμα η έλλειψη σιδήρου. 

Είναι γνωστό ότι ο σίδηρος παίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή αιμοσφαιρίνης, της πρωτεΐνης που μεταφέρει το οξυγόνο από τους πνεύμονες σε όλο τον οργανισμό. Όταν τα επίπεδα σιδήρου είναι χαμηλά, η ποσότητα αιμοσφαιρίνης μειώνεται, με αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφόρων συμπτωμάτων όπως, κόπωση, αδυναμία, προβλήματα συγκέντρωσης και μνήμης, ωχρότητα, εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος κ.ά., καθιστώντας τον οργανισμό πιο ευάλωτο σε λοιμώξεις, κ.α. Τα συμπτώματα αυτά ενδέχεται να γίνουν πιο έντονα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς ο οργανισμός επιβαρύνεται και από τη ζέστη. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με χαμηλά επίπεδα σιδήρου στον οργανισμό συχνά αισθάνονται εξάντληση και κόπωση.

Η έλλειψη σιδήρου εντοπίζεται εργαστηριακά, με μια απλή εξέταση αίματος. Βασικούς δείκτες αποτελούν η αιμοσφαιρίνη και ο αιματοκρίτης, που περιλαμβάνονται στη γενική εξέταση αίματος. Παράλληλα, η πιθανή έλλειψη σιδήρου για τον εξεταζόμενο διαπιστώνεται και μέσω του ελέγχου της φερριτίνης – των «αποθηκών» του σιδήρου. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να ζητηθεί από τον γιατρό να γίνουν και πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως η μέτρηση της TIBC (ολικής σιδηροδεσμευτικής ικανότητας) και της τρανσφερρίνης, οι οποίες εμφανίζονται αυξημένες όταν το άτομο πάσχει από σιδηροπενική αναιμία.

Σε περίπτωση που οι εξετάσεις δείξουν σιδηροπενική αναιμία, ο γιατρός δύναται να ζητήσει επιπλέον εξετάσεις, για να εντοπιστούν τα αίτιά της. Τέτοιες μπορεί να είναι η ενδοσκόπηση για έλεγχο της αιμορραγίας του στομαχιού, η κολονοσκόπηση, η αξονική κολονογραφία για τον έλεγχο εστιών αιμορραγίας στο έντερο και ο υπέρηχος, για τον έλεγχο ύπαρξης ινομυωμάτων της μήτρας σε γυναίκες.

Ο ρόλος της διατροφής, για την αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας, είναι εξαιρετικής σημασίας. Τροφές πλούσιες σε σίδηρο είναι το συκώτι, το κόκκινο κρέας, τα ψάρια, οι φακές, το σπανάκι, τα φασόλια κ.α. Οι τροφές αυτές είναι καλό να συνδυάζονται με άλλες, πλούσιες σε βιταμίνη C, για την όσο το δυνατό καλύτερη απορρόφηση του σιδήρου από τον οργανισμό.

Σε περιπτώσεις όπου από τις εξετάσεις εντοπιστούν πολύ χαμηλά επίπεδα σιδήρου, ο γιατρός μπορεί να συστήσει τη λήψη συμπληρωμάτων. Εάν η έλλειψη σιδήρου οφείλεται σε κάποια πάθηση, η αντιμετώπισή της αποτελεί το κλειδί για να επανέλθουν τα επίπεδα σιδήρου στα φυσιολογικά όρια.

Εν κατακλείδι, μόνο ο γιατρός στη βάση της κλινικής και εργαστηριακής εξέτασης, μπορεί να κρίνει εάν τα συμπτώματα κόπωσης και αδυναμίας αφορούν τις υψηλές θερμοκρασίες ή κάποια άλλα αιτία. Είναι σημαντικό, ιδιαίτερα στην περίπτωση που τα συμπτώματα επιμένουν, να τον συμβουλευόμαστε. Είναι επίσης εξαιρετικής σημασίας να αντιληφθούμε τη σημασία του ετήσιου γενικού check up το οποίο μπορεί να εντοπίσει διάφορα προβλήματα υγείας- σοβαρά και μη-  τα οποία μας ταλαιπωρούν και συνήθως τα αποδίδουμε σε άλλες αιτίες.

*Βιοχημικός, Πρόεδρος Χημείου Γιαννουκά του Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ στην Κύπρο