Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης προέβη σήμερα σε δηλώσεις στα ΜΜΕ, στο Προεδρικό Μέγαρο, αναφορικά με το θέμα της αποχώρησης του Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Μουσταφά Ακκιντζί από τη σημερινή συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων, στο πλαίσιο των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού.
Μετά την εναρκτήρια του δήλωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι ο κ. Ακκιντζί ισχυρίζεται ότι πρώτος έφυγε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης από τις συνομιλίες, απάντησε ότι «μάρτυρες είστε εσείς οι δημοσιογράφοι που όταν πληροφορούσασταν από τα τουρκοκυπριακή ΜΜΕ ότι απεχώρησε ο κ. Ακκιντζί, ενώ η άφιξη μου στο Προεδρικό ήταν τουλάχιστον μετά μισής ώρας αναμένοντας και τις προσπάθειες του Ειδικού Σύμβουλου του ΓΓ του ΟΗΕ (κ. Άιντε) προκειμένου ο Ακκιντζί να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, διότι δεν δικαιολογείτο δική του αποχώρηση χωρίς λόγο και χωρίς αιτία».
Κληθείς να σχολιάσει την παρέμβαση του κ. Άιντε κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Πρόεδρος είπε ότι «θα πρέπει να είμαι σαφής με τη διαφωνία που προέκυψε. Στην προσπάθεια ο κ. Άιντε να δημιουργήσει ένα κλίμα που να επιτρέπει την αλληλοκατανόηση και στην έκφραση του για τις ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας άφησε να νοηθεί πως ενδεχόμενα να έχουν δίκιο ή άδικο και σε αυτό αντέδρασα, λέγοντας δεν επιτρέπεται στον ίδιο, ύστερα από δύο χρόνια που είναι παρών και καταγράφεται η συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής κοινότητας, να θέτει έστω και καθ΄ υποψία εν αμφιβόλω τις προθέσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Ζήτησα ολιγόλεπτη διακοπή και ενώ βρισκόμουν εκτός αιθούσης αποχώρησε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης και η αντιπροσωπεία του. Μάλιστα ο κ. Άιντε δεν αντελήφθη εν τη ουσία ότι αυτό συνέβη. Παρέμεινε στην αίθουσα χωρίς να αποχαιρετίσει ως συνηθίζει τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και τις αντιπροσωπείες τους.
Συνεπώς αυτά που ισχυρίζεται ο κ. Ακκιντζι – και θέλω να είμαι πάρα πολύ φειδωλός διότι δεν θέλω να μολύνω περαιτέρω το κλίμα – δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα και είμαι βέβαιος ότι και ο Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ θα εκφράσει πώς επακριβώς έχουν επισυμβεί τα γεγονότα».
Σε ερώτηση αν εκτιμά ότι υπήρξε η σκοπιμότητα στη σημερινή κίνηση της τουρκοκυπριακής πλευράς ώστε να υπάρξει παύση στις συνομιλίες μέχρι το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Τουρκία, ο Πρόεδρος απάντησε ότι «θα έλεγα πως η εικόνα που απεκόμισα είναι πως υπήρχε μια προειλημμένη απόφαση έτσι ώστε να δικαιολογείται η στάση που τηρεί η τουρκοκυπριακή πλευρά. Συνεπώς δεν διαφωνώ με τις διαπιστώσεις σας».
Ερωτηθείς αν στο επόμενο διάστημα θα ενημερώσει και τη διεθνή κοινότητα για αυτές τις εξελίξεις, ο Πρόεδρος είπε ότι «και βεβαίως θα ενημερώσω τον ΓΓ για τα πραγματικά γεγονότα και είμαι βέβαιος ότι και ο Ειδικός Σύμβουλος θα ενημερώσει ανάλογα τα Ηνωμένα Έθνη για το τι ακριβώς επισυνέβη σήμερα. Εκείνο που δεν θέλω είναι με δικές μου δηλώσεις να ενισχύσω τις προσπάθειες που καταβάλλονται από την άλλη πλευρά, προκειμένου να διακοπεί ο διάλογος για τους όποιους λόγους, είτε αφορούν την Τουρκία είτε τους Τουρκοκύπριους, έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε ένα αδιέξοδο.
Η δική μας θέση είναι ότι παραμένει η αποφασιστικότητα μας για συνέχιση του διαλόγου, γιατί εδώ και 43 χρόνια είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά που επιδιώκει τη λύση και αν δεν υπήρξε μέχρι σήμερα η επίλυση του κυπριακού προβλήματος δεν είναι γιατί ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά γιατί, δυστυχώς, υπάρχουν τέτοιες αξιώσεις είτε από πλευράς Τουρκίας είτε από προηγούμενους ηγέτες – και θέλω να ελπίζω ότι αυτό δεν υιοθετείται και από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη – τέτοιων αξιώσεων που δεν επέτρεπαν την επίλυση του Κυπριακού ή την αντιμετώπιση των ευλόγων ανησυχιών των Ελληνοκυπρίων.
Δεν δέχομαι ότι είναι δυνατόν ύστερα από δύο χρόνια εντατικού διαλόγου και της προόδου που έχει επιτευχθεί, για ένα ασήμαντο για όλους γεγονός που γίνεται κατανοητό, να διακόπτεται ο διάλογος κατά τον τρόπο που επιδιώκει ή που επεδίωξε η τουρκοκυπριακή πλευρά.
Είχα κάνει σαφή αναφορά ότι μέχρι σήμερα ουδέποτε ηγέρθη θέμα για τους εορτασμούς της 1ης του Απρίλη, που ήταν η ένοπλη εξέγερση και η επιδίωξη της Ένωσης μέσα από τον ένοπλο αγώνα. Και η απάντηση ήταν ότι ‘μα αυτό προϋπήρχε’.
Αλλά υπερτόνισα την ίδια ώρα ότι οι εορτασμοί ποτέ δεν ήταν συμβατοί και με μια αξίωση των Ελληνοκυπρίων για να επιδιώξουν την Ένωση. Ήταν μια απόδοση τιμής στον αντιαποικιακό αγώνα που στο τέλος αντί στην Ένωση οδήγησε σε υπερπρονόμια των Τουρκοκυπρίων.
Συνεπώς αν όντως είχαν τόσες ευαισθησίες οι αντιδράσεις τους θα έπρεπε να ήταν κατά τις εκδηλώσεις της 1η Απριλίου και όχι στην έκφραση απλά μιας επιθυμίας των Ελληνοκυπρίων και σε ιστορικά γεγονότα.
Αλλά υπήρξε και σωρεία άλλων αναφορών από πλευράς μου που θα δικαιολογούσαν απόλυτα τη δική μου αρνητική στάση συμμετοχής σε ένα διάλογο, όταν προκλητικά παραγνωρίζονταν οι ανησυχίες και οι ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Για αυτό και θέλω να πιστεύω πως επιτέλους – αν όλοι επιθυμούμε αυτό που θα πρέπει να είναι στόχος όσων αγαπούν αυτή την πατρίδα – να εγκαταλείψουμε τις προφάσεις, να επικεντρωθούμε στην ουσία για να δούμε πώς μπορεί να δώσουμε ελπίδα σε αυτή την πατρίδα».