Η Εισαγγελέας Ευσταθία Καπαγιάννη θεωρεί τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών της Κύπρου, Ντίνο Μιχαηλίδη, ως «έχοντα διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο» στην υπόθεση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, αποκτηθέντος από τις μίζες της αγοράς ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος από την Ελλάδα, επί ημερών υπουργίας Άκη Τσοχατζόπουλου και προτείνει την ενοχή του.
Όσον αφορά τον επίσης, κατηγορούμενο γιο του, επιχειρηματία Μιχάλη Μιχαηλίδη, η κ. Καπαγιάννη κρίνει ότι η δική του εμπλοκή περιορίζεται στην παραλαβή συγκεκριμένων χρηματικών ποσών, (3 εκατ. δολάρια μέσω εμβάσματος σε λογαριασμό του, 3 επιταγές ύψους 5.700.000 ελβετικών φράγκων στο της εταιρείας Beeston, και μετρητά 400 χιλιάδων δολαρίων που φέρεται να δόθηκαν σε βαλίτσα., μετρητά στον Ζήγρα), και ότι ως εκ τούτου το δικαστήριο πρέπει να τον κρίνει ένοχο μόνο για αυτήν, και να τον αθωώσει από άλλες κατηγορίες σχετικά με πράξεις μετακίνησης ποσών σε άλλες εταιρείες.
«Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο», είπε.
Για τον Ντίνο Μιχαηλίδη όμως, συμπλήρωσε, «υπάρχει επανειλημμένη πράξη, μεθοδευμένη δράση και ολοκληρωμένο σχέδιο».
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σε μένα ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες βρίσκονται εδώ», είπε στον επίλογο της αγόρευσή της η Εισαγγελέας.
Στάθηκε ιδιαίτερα στη μαρτυρική κατάθεση του Νίκου Ζήγρα, ο οποίος στη δίκη Τσοχατζόπουλου σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε για την ίδια κατηγορία με την οποία δικάζονται οι Ντίνος και Μιχάλης Μιχαηλίδης, γεγονός που η υπεράσπισή τους χαρακτήρισε ως “πρωτοφανή παράβαση διάταξης του κώδικα ποινικής δικονομίας”, που διατυπώνει το γνωστό «ένοχος ένοχον ου ποιεί».
Είπε ότι από την εξέταση του Ζήγρα, αλλά και από το άλλο μαρτυρικό υλικό που κατατέθηκε εγγράφως στο δικαστήριο, προκύπτει «η ενεργή εμπλοκή του Ντίνου Μιχαηλίδη» στην υπόθεση. Το ερώτημα, συμπλήρωσε η Εισαγγελέας, είναι «εάν είναι αξιόπιστος μάρτυρας ο Ζήγρας και εάν πρέπει να τον πιστέψουμε;».
Το σίγουρο είναι, συνέχισε, ότι ήταν το δεξί χέρι του Τσοχατζόπουλου και ότι «επωφελήθηκε τα μέγιστα από αυτήν την ιστορία». Αναγνώρισε επίσης, ότι ο πρώτος εξάδελφος του πρώην Υπουργού Άμυνας της Ελλάδος «είχε ιδιοτελή κίνητρα» για να καταθέσει εναντίον των Μιχαηλίδηδων, τους οποίους και «έδωσε» προκειμένου να μειωθεί η δική του ποινή. «Ανθρώπινο», σχολίασε η Εισαγγελέας.
Από εκεί και ύστερα, αναλύοντας τα όσα κατέθεσε ο Ζήγρας, συμπέρανε ότι:
– Τεκμηριώνεται, από κατάθεση της πρώην συζύγου του, ότι συναντήθηκε στην Λεμεσό και με τον Ντίνο και με τον Μιχάλη Μιχαηλίδη. «Αρα, υπήρχε γνωριμία», είπε η Εισαγγελέας.
– Ο Ζήγρας επισκέφθηκε τον Ντίνο Μιχαηλίδη σε νοσοκομείο της Αθήνας όταν ο πρώην Υπουργός υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση.
– Τρεις επιταγές στο όνομα της εταιρείας Beeston, που έφυγαν από τον λογαριασμό του Αλ Ζαγιάντ, μπήκαν πράγματι στον λογαριασμό του Μιχάλη Μιχαηλίδη στην Bank Hoffman στην Ελβετία.
– Ζήγρας και Αλ Ζαγιάντ δεν ήταν μεταξύ τους γνωστοί, «και έπρεπε επομένως να υπάρχει ένα ενδιάμεσο πρόσωπο που να τους συνδέει και, μέσω αυτών με τον Τσοχατζόπουλο». Αυτό το πρόσωπο, πρόσθεσε η Εισαγγελέας, «ήταν ο Ντίνος Μιχαηλίδης».
– Ο τραπεζικό λογαριασμός του Μιχάλη Μιχαηλίδη στην Ελβετία ανοίχτηκε 3 μόλις μέρες πριν μπουν οι επιταγές, ανέφερε επίσης ως «διαπιστωμένο γεγονός» η κ. Καπαγιάννη.
Και κατόπιν αυτών, αναρωτήθηκε «τι ψέματα μας είπε επομένως ο Ζήγρας;», δείχνοντας ότι υιοθετεί το σύνολο σχεδόν των ισχυρισμών του πρώην ισχυρού άνδρα του Τσοχατζόπουλου, με τον οποίο πια δεν ανταλλάσσουν ούτε «καλημέρα».
Θεωρεί έτσι δεδομένο η κ. Εισαγγελέας ότι τα 400.000 δολάρια που ισχυρίστηκε ο Ζήγρας ότι του έδωσε μέσα σε μια βαλίτσα στο Χίλτον της Γενεύης ο Μιχάλης Μιχαηλίδης ως μέρος αποζημίωσης του Τσοχατζόπουλου για το διαζύγιο από την πρώην σύζυγό του, «βρέθηκαν όντως στον λογαριασμό της στη Ζυρίχη που μας είπε ο Ζήγρας». Το ισχυρισμό αυτόν σκοπεύει να αντικρούσει έντονα στην αγόρευσή της η υπεράσπιση, πιστεύοντας ότι η εισαγγελική αγόρευση “καταλήγει σε συμπεράσματα κατόπιν υποθέσεως”.
Επίσης, η Εισαγγελέας θεωρεί ότι επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του μάρτυρα κατηγορίας ότι ποσό 900.000 δολαρίων μεταφέρθηκαν από λογαριασμό της εταιρείας Beeston, που φέρεται να ανήκει στον Μιχάλη Μιχαηλίδη, σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας Platypous στην Ελβετία, συμφερόντων της οικογένειας Μιχαηλίδη.
Σημειώνεται εδώ ότι στην αγόρευσή της η κ. Καπαγιάννη παραδέχεται ότι από την ακροαματική διαδικασία «δεν έχει διαπιστωθεί ποιος είναι ο πραγματικός δικαιούχος αυτής της εταιρείας», εννοώντας την Beeston, στο όνομα της οποίας όμως εκδόθηκαν οι περίφημες «3 επιταγές», ύψους 5.700.000 ελβετικών φράγκων και κατατέθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του Μιχάλη Μιχαηλίδη στην Ελβετία.
Ακόμα, η Εισαγγελέας επισήμανε στην αγόρευσή της ότι επιβεβαιώνεται από τα λεγόμενα του Νίκου Ζήγρα ότι φαίνεται πως από λογαριασμό του Καμπούρογλου, που ήταν στενός συνεργάτης του Τσοχατζόπουλου καθώς και του Σύρου επιχειρηματία Φουάντ Αλ Ζαγιάντ, «να φεύγουν χρήματα και να πιστώνονται σ’ έναν λογαριασμό του Μ. Μιχαηλίδη».
Επίσης, θεώρησε αβάσιμο τον ισχυρισμό των δύο Κυπρίων κατηγορουμένων, ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στον λογαριασμό του υιού ήταν από δουλειές που έκαναν με τον Αλ Ζαγιάντ.
Υπενθύμισε την υπόθεση της κατασκευής ξενοδοχείου στη Σιβηρία, από την οποία ειπώθηκε στη δίκη ότι ο Μ. Μιχαηλίδης έλαβε προμήθεια 3,5 εκατ. δολαρίων.
«Δεν μας προσκόμισε όμως ποτέ κανένα στοιχείο που να μας καταστείλει την αμφιβολία ότι συνέβη πράγματι αυτό», είπε η Εισαγγελέας, αναφέροντας ακόμα και την επενδυτική συνεργασία Αλ Ζαγιάντ- Μιχαηλίδη σε ακίνητο του Λονδίνου, που τελικά δεν έγινε, και υποστηρίχθηκε στη δίκη ότι επεστράφη στον Σύρο επιχειρηματία ποσό 2.845.000 δολαρίων που είχε καταβάλει ως προκαταβολή.
«Και πάλι», τόνισε η κ. Καπαγιάννη, «οι κατηγορούμενοι δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο στο δικαστήριο για αυτό το έργο, έστω και εάν δεν έγινε. Έναν προϋπολογισμό, ένα σχέδιο. Τίποτα».
Είπε ακόμα ότι δεν πείστηκε από τον ισχυρισμό των Ντίνου και Μιχάλη Μιχαηλίδη, ότι τα χρήματα που βρέθηκαν σε λογαριασμούς του δευτέρου ήταν οφειλόμενα από μακροχρόνια συνεργασία με τον Αλ Ζαγιάντ.
«Αυτό το ότι μετά από 10 χρόνια έγινε η εκκαθάριση μιας παλιάς συνεργασίας και τότε πήραν τα λεφτά τους για αυτήν, δεν πρέπει να πείσει το δικαστήριο», είπε η Εισαγγελέας.
Καταλήγοντας, αναρωτήθηκε «γιατί, όπως ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι, να τους εμπλέξει αυτούς, μόνο αυτούς τους δύο, στην ιστορία αυτήν ο Ζήγρας, καταθέτοντας εναντίον τους εφ’ όσον, όπως λένε, τίποτα από αυτά δεν ισχύουν; Για ποιο λόγο να το κάνει αυτό; Πώς να δικαιολογήσει κάποιος αυτό το μένος εναντίον τους, όπως ισχυρίζονται; Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω».
Η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή και των άλλων 3 κατηγορούμενων στην ίδια υπόθεση.
– Του Σύρου επιχειρηματία Φουάντ Αλ Ζαγιάντ, που κατηγορείται και για δωροδοκία.
– Του Αναστάσιου Σοφού, νομικού συμβούλου του κράτους, που έβαλε την υπογραφή του στην σύμβαση για τους πυραύλους TOR M-1, και φέρεται να συνέπραξε και αυτός στην νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. «Ειδικά εσείς, ως δημόσιος λειτουργός, δεν πρέπει να έχετε καμία επιείκεια», είπε η Εισαγγελέας σχολιάζοντας τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι η υπογραφή του ήταν μία τυπική πράξη.
– Και της συζύγου του Μαρίας Σοφού.
Το δικαστήριο θα συνέλθει πάλι την ερχόμενη Δευτέρα, 19 Ιανουαρίου, με τις αγορεύσεις της Πολιτικής Αγωγής και της υπεράσπισης των 5 κατηγορουμένων. Εν συνεχεία θα αποσυρθεί για την έκδοση της απόφασης.