Πολιτικές ευθύνες σε Χριστόφια, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και σε κυβέρνηση Αναστασιάδη

“Η απουσία των επηρεαζομένων τραπεζών από τις διαπραγματέυσεις  για κάτι που τις αφορούσε άμεσα, υπήρξε σφάλμα”.

Δόθηκε σήμερα και επίσημα στη δημοσιότητα από την ίδια την τριμελή Ερευνητική Επιτροπή για την οικονομία το πόρισμα που συνέταξε η Επιτροπή σε σχέση με την κατάσταση στην οποία περιήλθε το τραπεζικό σύστημα και η κυπριακή οικονομία και το οποίο θεωρεί «πρώτο και κύριο υπαίτιο για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η οικονομία της χώρας στα πρόθυρα χρεοκοπίας» τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια.

Την εισαγωγή και τα συμπεράσματα της έκθεσης της Επιτροπής, η οποία ανέρχεται σε συνολικά 178 σελίδες, ανέγνωσε στη διάρκεια δημοσιογραφικής διάσκεψης, διάρκειας μιας ώρας και 15 λεπτών, ο Πρόεδρος της Γεώργιος Πικής, ο οποίος, ωστόσο, δεν επέτρεψε στους δημοσιογράφους να υποβάλλουν ερωτήσεις, ενώ ανέφερε ότι “δεν θα έπρεπε” να διαρρεύσει το πόρισμα.

Το μέλος της Ερευνητικής Επιτροπής Ηλιάνα Νικολάου ανέφερε ότι συνέταξε σύντομη συμπληρωματική παρέμβαση στα συμπεράσματα της Επιτροπής αλλά αποφασίστηκε, όπως είπε, “να μην αναγνωσθεί γιατί δεν αντανακλά τις θέσεις των δύο άλλων μελών της Επιτροπής”. Ανέφερε, ωστόσο, ότι η παρέμβαση της θα δοθεί στη δημοσιότητα.

Στην έναρξη της διάσκεψης, ο κ. Πικής είπε ότι η Ερευνητική Επιτροπή παρέδωσε το πόρισμα της μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, στις 28 Σεπτεμβρίου, στην Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, προσθέτοντας ότι η δημοσιοποίηση της έκθεσης ανάγεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ζήτησε από την Ερευνητική Επιτροπή όπως προβεί σε ανακοίνωση του πορίσματος.

“Εν τω μεταξύ διέρρευσε το πόρισμα ως δεν θα έπρεπε και είδε το φως της δημοσιότητας”, σημείωσε.

Στο πόρισμα της, η Ερευνητική Επιτροπής αποδίδει ευθύνη και στον Πρόεδρο Αναστασιάδη και την Κυβέρνηση του «για ένα και μόνο λόγο. Η προετοιμασία για τις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup υπολειπόταν», ενώ «υποτιμήθηκαν ενδεχόμενα που κατά λογική συνέπεια έπρεπε να προβλεφθούν», αναφέρεται στο κεφάλαιο πέντε του πορίσματος, με τίτλο «Πολιτικές ευθύνες».

Πολιτική ευθύνη αποδίδεται επίσης στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου της Κυβέρνησης Χριστόφια «που είχαν την ευχέρεια να απορρίψουν προτάσεις και νομοσχέδια σχετικά με την οικονομία, πράγμα που δεν έπραξαν».

Επιπλέον, πολιτική ευθύνη αποδίδεται «κατά δεύτερον λόγο στο ΔΗΚΟ, το οποίο μετείχε στην Κυβέρνηση για περίπου 3,5 χρόνια, αλλά και στην ΕΔΕΚ η οποία μετείχε στην Κυβέρνηση για περίπου δύο χρόνια.

Επίσης, η Ερευνητική Επιτροπή χαρακτηρίζει σφάλμα τη μη συμμετοχή εκπροσώπων των τραπεζών στις διαπραγματεύσεις για πώληση των κυπριακών υποκαταστημάτων στην Ελλάδα.

Ειδικότερα, στα συμπεράσματα της η Επιτροπή αναφέρει ότι “κοινή είναι η θέση ότι η ανισορροπία μεταξύ εσόδων και δαπανών του κράτους ήταν ο κύριος λόγος της πτώσης της κυπριακής οικονομίας. Η ασύμμετρη αύξηση των δαπανών σε συσχετισμό προς τα έσοδα του κράτους ήταν ο βασικός λόγος της κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας”.

«Οι προειδοποιήσεις των διαφόρων διευθύνσεων του Υπουργείου Οικονομικών για το που οδηγείτο η οικονομία από την αναντιστοιχία μεταξύ δαπανών και εσόδων και οι αναπόφευκτες συνέπειες, όχι μόνο παραγνωρίστηκαν αλλά τους λέχθηκε από τον κ. Σταυράκη ότι τα θέματα αυτά είναι θέματα πολιτικής τα οποία πραγματεύεται αποκλειστικά η πολιτική εξουσία», προστίθεται.

Αναφέρεται επίσης ότι “η μετακίνηση του ελέγχου του δημοσίου χρέους από την Κεντρική Τράπεζα στο Υπουργείο Οικονομικών, με απόφαση της Κυβέρνησης, υπήρξε άλλος παράγοντας ο οποίος συνέβαλε στο ανεξέλεγκτο των κυβερνητικών πράξεων” και προστίθεται ότι “είναι γεγονός ότι και σε άλλες χώρες ο έλεγχος του δημοσίου χρέους ανάγεται στο Υπουργείο Οικονομικών, πλην υπάρχουν θεσμικές διατάξεις που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας από την εκτελεστική εξουσία».

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Επιτροπής, “ως κατέθεσαν αξιωματούχοι του Υπουργείου Οικονομικών, ο προϋπολογισμός καταρτιζόταν σε πρώτο στάδιο από τους λειτουργούς του Υπουργείου με γνώμονα την αντιστοιχία μεταξύ δαπανών και εισοδημάτων του κράτους. Άλλαζε όμως άρδην από την εκτελεστική εξουσία πριν κατατεθεί στη Βουλή με την αύξηση των δαπανών, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση του θέματος με τις διευθύνσεις του Υπουργείου Οικονομικών».

«Εύλογα συνάγεται ότι ο Πρόεδρος και η Κυβέρνηση λειτουργούσαν κάτω από το πλέγμα – Εγώ κυβερνώ κάνω ό,τι θέλω», προστίθεται.

«Συνεκτιμώντας το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μας πρώτος και κύριος υπαίτιος για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η οικονομία της χώρας στα πρόθυρα χρεοκοπίας είναι ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας», αναφέρει η Επιτροπή στο κεφάλαιο πέντε του πορίσματος με τίτλο «Πολιτικές ευθύνες».

“Αυτός καθόριζε την οικονομική πολιτική του κράτους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της πολιτικής του στα δημοσιονομικά της χώρας και σε κάθε πτυχή της οικονομίας. Επέμενε στην επιβολή των θέσεων του, αγνοώντας συμβουλές και παροτρύνσεις από ειδήμονες σε θέματα της οικονομίας ως προς τις συνέπειες των αποφάσεων του. Δεν είχε μέτρο”, προστίθεται.

Χαρακτηριστική ήταν, σύμφωνα με το πόρισμα, «η απόφαση να συμφωνήσει άνευ όρων για την απομείωση των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι τράπεζες της Κύπρου, χωρίς κανένα αντιστάθμισμα, επιφέροντας καίριο πλήγμα στον τραπεζικό τομέα».

«Η ασύγγνωστη καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για στήριξη και συνομολόγηση συμφωνίας, συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό στη διόγκωση του δημοσίου χρέους, στη χειροτέρευση των δημοσιονομικών, χρηματοπιστωτικών και άλλων συναφών προς την οικονομία, προβλημάτων», σημειώνεται.

Όπως αναφέρεται στο πόρισμα”, «πολιτική ευθύνη φέρουν και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου που είχαν την ευχέρεια να απορρίψουν προτάσεις και νομοσχέδια σχετικά με την οικονομία, πράγμα που δεν έπραξαν.

«Διαφωνία με σημαντικές αποφάσεις της Κυβέρνησης, αφήνει δύο ενδεχόμενα – Είτε παραίτηση ή συνταύτιση με τις αποφάσεις που λαμβάνονται», αναφέρεται και σημειώνεται πως «πολιτική ευθύνη φέρουν και τα κόμματα που μετείχαν στην Κυβέρνηση. Πρωταρχικά το ΑΚΕΛ που ήταν αλληλένδετο με τον Πρόεδρο Χριστόφια και παρείχε την υποστήριξη του στην Κυβέρνηση του καθόλη τη διάρκεια της θητείας της».

Πολιτική ευθύνη αποδίδεται στο πόρισμα «κατά δεύτερον λόγο στο ΔΗΚΟ, το οποίο μετείχε στην Κυβέρνηση για περίπου 3,5 χρόνια. Αποχώρησε από την Κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2011 για το λόγο ότι δεν επήλθε συμφωνία με τον Πρόεδρο ως προς τα μέτρα που έπρεπε τότε να ληφθούν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης».

 «Δεν αποχώρησαν λόγω διαφωνίας, έστω και καθυστερημένα, για τη διαχείριση των οικονομικών από την Κυβέρνηση», προστίθεται.

Το πόρισμα αποδίδει επίσης ευθύνη και στην ΕΔΕΚ η οποία μετείχε στην Κυβέρνηση για δύο περίπου χρόνια. «Αποχώρησε τον Ιανουάριο του 2010 λόγω διαφωνίας με τους χειρισμούς του Προέδρου Χριστόφια και την πολιτική του στο Κυπριακό. Η κατάρρευση της οικονομίας δρομολογήθηκε από το 2008 και επιτάθηκε το 2009, περίοδος κατά την οποία η ΕΔΕΚ μετείχε στην Κυβέρνηση».

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και η Κυβέρνηση του ευθύνονται για ένα και μόνο λόγο, σύμφωνα με το πόρισμα. «Η προετοιμασία για τις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup υπολειπόταν. Υποτιμήθηκαν ενδεχόμενα που κατά λογική συνέπεια έπρεπε να προβλεφθούν».

Ωστόσο, η Ερευνητική Επιτροπή αναφέρει ότι «δεν απορρίπτει τη θέση του κ. Αναστασιάδη ότι πριν τη σύναψη της συμφωνίας βρέθηκε προ αδυσώπητου διλήμματος να δεχθεί ή να μη δεχθεί τη σύναψη της εκβιαστικά τεθείσας συμφωνίας. Πήρε το βάρος να δεχθεί, κρίνοντας ότι η άρνηση θα είχε δυσμενέστερες συνέπειες για τον τόπο».

Αναφέρεται επίσης ότι «σφάλμα υπήρξε η μη συμμετοχή εκπροσώπων των τραπεζών στις διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις, βέβαια, περιπλάκηκαν λόγω της έκθεσης Pimco η οποία, σύμφωνα με προβληθέντες ισχυρισμούς, υπερέβαλε τις ανάγκες των τραπεζών, υιοθετώντας υπερβαλλόντως ακραία σενάρια».

Και ο κύριος Δημητριάδης, σύμφωνα με το πόρισμα, «διατύπωσε κάποιες επιφυλάξεις για το κύρος της έκθεσης της Pimco λόγω έλλειψης διαφάνειας, γεγονός που οδήγησε στην επιλογή και άλλης εταιρείας, της Black Rock, για τον έλεγχο των πορισμάτων της πρώτης».

Επιπλέον, στο πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής αναφέρεται ότι «η απουσία των επηρεαζόμενων τραπεζών από τις διαπραγματεύσεις για κάτι που τις αφορούσε άμεσα, υπήρξε σφάλμα».

 «Πρόδηλο είναι βέβαια, ότι η συμφωνία για τη διάθεση των υποκαταστημάτων της Τράπεζας Κύπρου και Λαϊκής Τράπεζας στην Ελλάδα, είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των δύο τραπεζών στην Κύπρο», σημειώνεται.

Αναφέρεται επίσης ότι «μπορεί ακόμα να λεχθεί ότι υπήρχαν ενδεχομένως και αλλότρια κίνητρα χωρών της Ευρωζώνης να προσελκύσουν προς ίδιο όφελος καταθέσεις μη Κυπρίων στις κυπριακές τράπεζες” και προστίθεται πως “αφήνονται ακόμα ερωτηματικά ως την επάρκεια της τιμής στην οποία διατέθηκαν. Η παρουσία των τραπεζών στη διαπραγμάτευση ήταν απαραίτητη για το σκοπό αυτό».

Σε σχέση με τον τέως Διοικητή της ΚΤ Αθανάσιο Ορφανίδη, η Επιτροπή, αφού αναφέρει στα συμπεράσματα της ότι ήταν “δραματική η τελευταία προειδοποίηση του κ. Ορφανίδη στις 17 Ιουλίου του 2011 στην οποία διαπιστώνει ότι `η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συγκρινόμενης με αυτή του 1974`”, προσθέτει ότι “εάν ο κ. Ορφανίδης έσφαλε σε κάτι, αυτό έγκειται στην παράλειψη του να γνωστοποιήσει δημόσια την επιστολή του, αναλογιζόμενος τη θέση του ως ανεξάρτητος αξιωματούχους της Κυπριακής Δημοκρατίας”.

 

Στα συμπεράσματα της, η Ερευνητική Επιτροπή αναφέρει ότι αίτημα για στήριξη από το Eurogroup έπρεπε να υποβληθεί ευθύς μετά τον αποκλεισμό της Κύπρου από τις διεθνείς αγορές, σημειώνοντας ότι “η καθυστέρηση υποβολής αιτήματος υπήρξε ολέθρια, όπως ολέθρια υπήρξε και η καθυστέρηση συνομολόγησης συμφωνίας για στήριξη μετά την υποβολή αιτήματος το τέλος Ιουνίου του 2012”.

Σε σχέση με το ρωσικό δάνειο, η Επιτροπή αναφέρει ότι “δεν απέβλεπε στη λύση των οικονομικών προβλημάτων της Κύπρου αλλά στην παροχή μέσων πρόσκαιρης επιβίωσης”, σημειώνοντας ότι “επιβαλλόταν η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης χωρίς χρονοτριβή και όχι μπαλώματα”.

Αναφορικά με τον πρώην Διοικητή της ΚΤ Χριστόδουλο Χριστοδούλου, η Επιτροπή αναφέρει ότι “παραχώρησε τη σχετική άδεια, απαραίτητη για την επέκταση του μεριδίου της Marfin (στη Λαϊκή Τράπεζα), προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι η ΚΤ είχε ανεπιβεβαίωτη πληροφορία σύμφωνα με την οποία υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ της Marfin Financial Group Holdings SA και του Tosca Fund αναφορικά με την εξαγορά του μετοχικού κεφαλαίου της Λαϊκής από την HSBC.

Προσθέτει ότι είναι “πρόδηλο ότι αυτή η πληροφορία περιήλθε σε γνώση του κ. Χριστοδούλου από τον Φεβρουάριο του 2006, πλην όμως δεν διερευνήθηκε πριν την χορήγηση της άδειας”.

Σε σχέση με την ΚΤ, η Ερευνητική Επιτροπή αναφέρει ότι “δεν διερευνήθηκε ως έπρεπε η ταύτιση συμφερόντων μεταξύ Marfin και Tosca Fund”, ενώ “ο εποπτικός ρόλος της ΚΤ ως προς την απόκτηση και κατοχή ελληνικών ομολόγων από τις κυπριακές τράπεζες υπήρξε χαλαρός”.

Αναφορικά με το πρώην ανώτατο εκτελεστικό στέλεχος της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέα Ηλιάδη, στα συμπεράσματα της η Επιτροπή αναφέρει ότι “είχε τον κύριο λόγο στα πραττόμενα”.

 

Αναφέρεται επίσης ότι “μεγάλα δάνεια σε μέλη του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου, μεταξύ των οποίων και μελών της Επιτροπής Αμοιβών, δημιουργούσαν εξ αντικειμένου βαθμό εξάρτησης των δανειστών από τις διευθύνσεις που ήταν αρμόδιες για τη χορήγηση δανείων” και ότι η χορήγηση μεγάλων δανείων σε ορισμένα άτομα ή εταιρείες χωρίς τη δέουσα έρευνα για την ευχέρεια αποπληρωμής τους, υπήρξε ζημιογόνος για την τράπεζα”.