Σεισμικές δονήσεις που θα επηρεάσουν την ελληνική αγορά εργασίας για τα επόμενα χρόνια θα προκαλέσει η εφαρμογή των διατάξεων του πολυνομοσχεδίου, που βρίσκεται στη Βουλή προς ψήφιση.
Από την 1η Ιανουαρίου 2018 οι εισφορές 1.400.000 ελεύθερων επαγγελματιών θα υπολογίζονται επί του μεικτού εισοδήματος του 2017, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών που καταβλήθηκαν. Το γεγονός αυτό θα σημάνει την αύξηση των εισφορών των επαγγελματιών έως και 28%, σε σύγκριση με ότι πλήρωναν επαγγελματίες και επιστήμονες βάσει του νόμου Κατρούγκαλου. Ομως ειδικά για το 2018 οι εισφορές θα υπολογίζονται επί του 85% του περσινού εισοδήματος, μια έκπτωση 15% που προβλέπεται κατά το μεταβατικό στάδιο εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού. Από το 2019 θα υπολογίζονται στο 100% του μεικτού φορολογικού εισοδήματος
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας επανέρχονται από τον Σεπτέμβρη του 2018 (στην καλύτερη περίπτωση) και αφού λήξει το τρέχον πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Υπενθυμίζεται πως η Ελλάδα διεκδικούσε την άμεση επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Σε ότι αφορά τις ομαδικές απολύσεις, το όριο μπορεί να παρέμεινε σταθερό (στο 5%), ωστόσο έγιναν ευκολότερες καθώς καταργήθηκε η προέγκρισή τους, όπως και το υπουργικό βέτο.
Ο έλεγχός νομιμότητας των απολύσεων (και όχι η έγκρισή τους) περνά πλέον στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, στο οποίο θα συμμετέχουν 4 εκπρόσωποι της κυβέρνησης, 4 εκπρόσωποι των εργαζομένων και 4 εκπρόσωποι των εργοδοτών.
Για να είναι νόμιμες οι απολύσεις πρέπει να έχει προηγηθεί διαβούλευση 30 ημερών μεταξύ εργοδοτών και εργαζόμενων. Στη συνέχεια η εταιρεία ανακοινώνει στον ΟΑΕΔ τη λίστα των απολυθέντων υπαλλήλων, προκειμένου να εγγραφούν για να επιδοτηθούν, αφού υποβάλει ένα «κοινωνικό πλάνο» γι αυτούς με συνοδευτικά μέτρα για τον περιορισμό των κοινωνικών συνεπειών των απολύσεων.
Σε ότι αφορά τους εργαζόμενους – συνδικαλιστές προβλέπεται η απόλυσή τους εφόσον τελέσουν κλοπή ή υπεξαίρεση σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου τους, ή εάν δεν προσέρχονται αδικαιολόγητα στην εργασία τους για διάστημα μεγαλύτερο των 7 ημερών.