Περί του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου

Τι αναφέρει/προνοεί το άρθρο 49(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (95(Ι)/2000): “49.—(1)

Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.”

Τι αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή η μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας: Το αναφέρει το άρθρο 1(α) του Όγδοου Παραρτήματος του περί Φόρου Προστιθεμένης Αξίας Νόμου.

Φορολογητέα Συναλλαγή: Σε πρόσφατη απόφαση , κατεγράφη το ακόλουθο σκεπτικό: “Το άρθρο 21 του Νόμου προνοεί ότι, πρόσωπα υποκείμενα σε ΦΠΑ δικαιούνται να εκπέσουν το ποσό του φόρου εισροών από φορολογητέες συναλλαγές. Το άρθρο 7(2) του Νόμου προκαθορίζει ως φορολογητέα συναλλαγή, κάθε παράδοση αγαθών ή υπηρεσιών, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη συναλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Όγδοου Παραρτήματος η μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή . Στην περίπτωση διεκδίκησης έκπτωσης φόρου οι διατάξεις του Νόμου ερμηνεύονται στενά.

Στενή ερμηνεία των Νόμων αυτού του είδους: Σε απόφαση επίσης σχετικά πρόσφατη , εκατεγράφησαν τα ακόλουθα: “Η επίκληση από την αιτήτρια νομολογίας που αναφέρει ότι οι φορολογικοί νόμοι όταν επιβάλλουν φόρο πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και σε περίπτωση αμφιβολίας αυτή αποφασίζεται υπέρ του πολίτη, είναι ορθή. Όμως εκεί που ο φορολογούμενος ζητά έκπτωση και/ή απαλλαγή φόρου, τότε οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες ερμηνεύονται αυστηρά εναντίον του φορολογούμενου . Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Μ.Δ. Στασινόπουλος «Μαθήματα Διοικητικού Διοικητικού Δικαίου » «Στενή ερμηνεία επιβάλλεται αναμφιβόλως εις τας διατάξεις, αίτινες θεσπίζουν φορολογικάς απαλλαγάς ή εξαιρέσεις, διότι η φορολογική εξαίρεσις ή απαλλαγή, αποτελεί παρέκκλισιν από τον κανόνα της καθολικότητος του φόρου και άρα αι θεσπίζουσαι εξαιρέσεις ή απαλλαγάς διατάξεις είναι διατάξεις εξαιρετικαί, αι δε εξαιρετικής φύσεως διατάξεις, συμφώνως προς γενικούς ερμηνευτικούς κανόνας, δέον να ερμηνεύωνται στενώς̎.”

Περαιτέρω το άρθρο 1(β)(I) του Όγδοου Παραρτήματος: αναφέρει ότι αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή η μεταβίβαση κτιρίων η οποία πραγματοποιείται μετά την πρώτη εγκατάσταση σ’ αυτά.

Στο άρθρο 3 του Παραρτήματος: καθορίζεται ως «πρώτη» εγκατάσταση η πρώτη χρησιμοποίηση, με οποιοδήποτε τρόπο, των κτιρίων ύστερα από την ανέγερση τους, περιλαμβανομένων της ιδιοκατοίκησης, ιδιόχρησης, μίσθωσης ή οποιασδήποτε άλλης χρήσης.

Κατά πόσο, ο Έφορος ΦΠΑ, χρησιμοποίησε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του: είναι ζήτημα πραγματικό που εξετάζεται στα πλαίσια της συγκεκριμένης φορολογικής διαφοράς. Η επί τούτου σχετική απόφαση δεν ανατρέπεται αν, μέσα στα πλαίσια του Νόμου, ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Το πιο κάτω απόσπασμα από την, είναι σχετικό: “Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να προβεί στην πράξη υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας “κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του”. Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου με βάση βέβαια τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιόν του.

Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του όρου “κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του” μπορούμε να αντλήσουμε από την αγγλική νομολογία επί του θέματος και ειδικότερα από τις αυθεντίες: Van Boeckel και Argosy v. Inland Revenue Commissioner .

Σύμφωνα με την Van Boeckel: “αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις της διάταξης είναι ότι ο Έφορος θα εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και να καταλήξει σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό που ο Έφορος μπορεί εύλογα να ενεργήσει δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιόν του.”

Η παρεχόμενη εξουσία προς τον Έφορο: αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του φόρου, είναι ευρεία. Στην Υπ. Αρ. 303/2003 , αναφέρεται: “Σε τέτοιου είδους υποθέσεις, αναγνωρίζεται στον Έφορο ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού με βάση τα στοιχεία που έχει ενώπιον του. Αν με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του ο Έφορος εύλογα μπορεί να ενεργήσει, δεν απαιτείται να προβεί στη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Ακολουθείται διαδικασία πιθανολόγησης σε σχέση με το ποσό της υποχρέωσης. Οι πιο πάνω αρχές πηγάζουν τόσο από την αγγλική νομολογία όσο και από δικές μας αποφάσεις .”

ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ