Περί της Αναγνώρισης τέκνου, από τον φερόμενο ως πατέρα και η θεμελίωση της συγγένειας/σχέσης αυτής

Το ενδιαφέρον αυτό ζήτημα πραγματεύθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο, καθ ύλην αρμόδια για θέματα δικαστικής αναγνώρισης τέκνων και επαναβεβαιώθηκαν οι Αρχές που διέπουν το όλο του ζητήματος. Έτσι, για τη θεμελίωση της συγγένειας του τέκνου με τον πατέρα του, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η μητέρα του τέκνου συνέλαβε από το φερόμενο ως πατέρα του παιδιού κατά το κρίσιμο διάστημα σύλληψης, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου «θεωρείται στο χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή δεύτερη και την εκατοστή ογδοηκοστή πρώτη ημέρα πριν τον τοκετό». Το τεκμήριο αυτό καθιερώθηκε λόγω της δυσχέρειας της ευθείας απόδειξης της πατρότητας. Έτσι στον Αιτητή απομένει να αποδείξει τη βάση του τεκμηρίου δηλαδή τη σαρκική συνάφεια του φερόμενου ως πατέρα με τη μητέρα του. Είναι αρκετή και η απόδειξη μιας και μόνο συνεύρεσης κατά το κρίσιμο διάστημα σύλληψης χωρίς να είναι απαραίτητος ο επακριβής προσδιορισμός της. Λόγω ακριβώς της φύσης τέτοιων υποθέσεων για την απόδειξη της αίτησης για αναγνώρισης, καθώς πολλές φορές είναι αδύνατη η γνώση των περιστατικών της σαρκικής συνάφειας που θα οδηγούσαν στην στοιχειοθέτηση των περιστατικών τα οποία κατά τους κανόνες την κοινής πείρας και λογικής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έλαβε χώρα σαρκική επαφή σε κάθε περίπτωση, πέραν του μαρτυρικού υλικού και άλλων κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων και εγγράφων, πολύ χρήσιμη είναι η ιατρική πραγματογνωμοσύνη η οποία λαμβάνει χώρα με τη λήψη γενετικού υλικού από τα εμπλεκόμενα μέρη προς το σκοπό διαπίστωσης της πατρότητας και εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο με το άλλο διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό που έχει ενώπιον του.
Είναι γι’ αυτό που ο νομοθέτης εισήγαγε στο Νόμο την πρόνοια για έκδοση οδηγιών για διεξαγωγή αιματολογικών ή γενετικών εξετάσεων, για να διαπιστωθεί κατά πόσο οποιοσδήποτε διάδικος είναι ή όχι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου, (Άρθρο 24 Α του Νόμου). Στη δε άρνηση του διαδίκου να υπακούσει στις οδηγίες του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται να εξαγάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα από την άρνηση ή την παράλειψη αυτή το οποίο φαίνεται στο Δικαστήριο εύλογο υπό τις περιστάσεις. Η σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης στις επιστημονικές εξετάσεις προκύπτει και από την αντιμετώπιση της άρνησης του διαδίκου να υποβληθεί σ’ αυτές μετά από τις οδηγίες του Δικαστηρίου.

Κατά το Ελληνικό Δίκαιο όταν ένας διάδικος, χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά αναγνωρισμένες μεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το Δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του λογίζονται ότι έχουν αποδειχθεί. Καθιερώνεται δηλαδή αμάχητο τεκμήριο για την απόδειξη των ισχυρισμών του αντιδίκου εκείνου που αρνήθηκε, χωρίς να συντρέχουν δικαιολογητικοί της αρνήσεως του, λόγοι να υποβληθεί στις εξετάσεις που διατάχθηκαν από το Δικαστήριο, με την έννοια ότι εκείνος που αρνήθηκε είναι ο φερόμενος ως πατέρας εναγόμενος. Λογίζεται δε ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισμοί του αντιδίκου του, όχι για την πατρότητα του εναγομένου, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα του τελευταίου στοιχείων τα οποία καθιστούν, κατά την επιστήμη, πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητα του Αυτό δε το στοιχείο συνεκτιμάται ελεύθερα μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως οι επιστημονικές εξετάσεις είναι ίσως το πιο σημαντικό εργαλείο στη διάθεση του Δικαστηρίου αφού συνεκτιμηθεί βέβαια με την υπόλοιπη μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση και τεκμηρίωση της πατρότητας σε μια υπόθεση αναγνώρισης. Και η συμβολή της επιστήμης σε αυτό τον τομέα μέγιστη.

Προϋποθέσεις για τη δικαστική αναγνώριση στη βάση του άρθρο 20 του Νόμου είναι λοιπόν :

α) ότι το τέκνο είναι γεννημένο χωρίς γάμο και δεν έχει αναγνωριστεί και
β) ότι το τέκνο προέρχεται από αυτόν για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι ο πατέρας του.

Παιδί χωρίς γάμο των γονέων του είναι το παιδί που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από το γάμο των γονέων του. Μέτρο απόδειξης είναι η υπερίσχυση των πιθανοτήτων όπως ισχύει στις αστικές υποθέσεις. Εκείνο που ζητείται σε κάθε περίπτωση είναι η αναζήτηση της βιολογικής αλήθειας. Και κάθε παιδί έχει δικαίωμα να γνωρίζει την καταγωγή του. Η γνώση δε της καταγωγής του παιδιού παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του. Στην υπόθεση Φοινικαρίδου.v. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ.1744 λέχθηκε πως: «αναμφισβήτητο είναι το δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της οικογενειακής ζωής του ατόμου, η οποία τυγχάνει προστασίας από το άρθρο 15 του Συντάγματος».

KALYPSO

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος