Της Καλυψούς Κ. Θεοχαρίδου*
Είναι αυτονόητο πως, σε μία ευνομούμενη Κοινωνία και Δικαίου Κοινωνία, οι αποφάσεις και τα Διατάγματα που τα Δικαστήρια της Χώρας εκδίδουν, πρέπει να γίνονται σεβαστά και δη εμπράκτως, δηλαδή με το να τηρούνται τα γεγραμμένα και αυτός εναντίον του οποίου εξεδόθη το Διάταγμα να πράττει τα δέοντα.
Ποία όμως η νομική κύρωση στην εναντία περίπτωση; Όπου δηλαδή ο υπόχρεος σε συμμόρφωση δεν τηρεί τα υπό του Δικαστηρίου γεγραμμένα;
Το θέμα ρυθμίζεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και δύναται ο Δικηγόρος του Διαδίκου που εξασφάλισε το Διάταγμα να προχωρήσει, ενώπιον Δικαστηρίου, με Αίτηση για Παρακοή Διατάγματος στην περίπτωση που ο <Ηττηθείς> διάδικος/ή αυτός εναντίον του οποίο εκδόθηκε το Διάταγμα δεν συμμορφώνεται. Κατά την διαδικασία αυτή, ήτοι της Αιτήσεως για Παρακοή Διατάγματος, πρέπει να συντρέχουν τυπικές προϋποθέσεις, ως αυτές προνοούνται στη Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα, το διάταγμα πρέπει να φέρει τη σχετική οπισθογράφηση και πιστό αντίγραφο του πρέπει να επιδίδεται προσωπικά στο πρόσωπο που αφορά. Σημαντικότατο όλων πως, πρέπει να αποδειχθεί όχι μόνον η πράξη της παρακοής αλλά και η πρόθεση παρακοής (Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 ΑΑΔ 309 και Mouzouris & Another v.
Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 CLR 287). Πρόσφατη Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας, αναφέρει χαρακτηριστικά πως: <Είναι θεμελιωμένο ότι ένα προστακτικό διάταγμα του δικαστηρίου, παρακοή του οποίου επιφέρει τον κίνδυνο της φυλάκισης, πρέπει να είναι απόλυτα σαφές ώστε το διατασσόμενο πρόσωπο να γνωρίζει επακριβώς τί θα πρέπει να πράξει>.
Πέραν δε της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) του οιονεί αδικήματος της παρακοής απαιτείται απόδειξη και της υποκειμενικής υπόστασης του οιονεί αδικήματος (mens rea). Σύμφωνα με τη νομολογία η υποκειμενική υπόσταση συνίσταται σε πρόθεση καταστρατήγησης του επίδικου διατάγματος. Και αυτή (η πρόθεση) πρέπει να αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος