Ακολουθεί απόσπασμα από Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
Κατά πόσον ο θεσμός αυτός ισχύει στην περίπτωση παραδοχής:
Ο προβληματισμός του Εφετείου έγκειτο στο εξής: <κατά πόσον το άρθρο 4 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (165(Ι)/2002) μπορεί να καλύπτει την περίπτωση έφεσης εναντίον ποινής ως υπερβολικής κατόπιν παραδοχής. Παραθέτουμε το άρθρο 4:
«4.-(1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται- (α) Σε ποινικές διαδικασίες οι οποίες εγείρονται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που είναι δυνατό να έχει διαπράξει, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέραν του ενός χρόνου και περιλαμβάνει κάθε στάδιο ανακριτικών ή άλλων διαδικασιών που λαμβάνουν χώραν πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και που σχετίζονται με αυτή. (β) εξαιρουμένων των ποινικών διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία. (2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «Δικαστήριο» σημαίνει Επαρχιακό Δικαστήριο, Κακουργιοδικείο, Στρατιωτικό Δικαστήριο και περιλαμβάνει το Ανώτατο Δικαστήριο, όταν εξετάζει οποιοδήποτε θέμα ή σημείο που εγείρεται σε ποινική διαδικασία κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του. (3) Στις διαδικασίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), παρέχεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, δωρεάν νομική αρωγή η οποία περιλαμβάνει συμβουλή, βοήθεια και αντιπροσώπευση.»
…Ο προβληματισμός έγκειται στο ότι το άρθρο 4(1), το οποίο και καθορίζει την εμβέλεια του δικαιώματος σε δωρεάν νομική αρωγή, παραπέμπει σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου «εναντίον» προσώπου «για αδίκημα που είναι δυνατό να έχει διαπράξει».
Η αναφορά αυτή φαίνεται να συναρτά το δικαίωμα προς τη διάγνωση ποινικής ευθύνης αυτής καθ΄ εαυτής και να μην το επεκτείνει σε περιπτώσεις, όπως η ενώπιον μας, που η ποινική ευθύνη έχει διαπιστωθεί, και μάλιστα με παραδοχή, και το μόνο ζητούμενο είναι η κατ΄ έφεση ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς την έκταση της ποινής.
Τούτο ενισχύεται και από την περαιτέρω αναφορά του άρθρου 4(1) σε σχετικές διαδικασίες ανακριτικής ή άλλης φύσης «πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας», αφού και αυτές υπάγονται στο όλο πλέγμα της διαπίστωσης ποινικής ευθύνης. Η περαιτέρω αναφορά στο άρθρο 4(2) στο ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται η ποινική διαδικασία «περιλαμβάνει το Ανώτατο Δικαστήριο, όταν εξετάζει οποιοδήποτε θέμα ή σημείο που εγείρεται σε ποινική διαδικασία κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του», ουδόλως αντιστρατεύεται την ερμηνεία αυτή αφού αφορά μόνο την επέκταση του δικαιώματος και σε εφέσεις που αφορούν την ποινική ευθύνη, με την εμβέλεια όμως του ουσιαστικού δικαιώματος να παραμένει το ζητούμενο δυνάμει του άρθρου 4(1).
Η προσέγγιση αυτή συνάδει και με τη συνταγματική διάσταση του δικαιώματος σε νομική αρωγή, με ιδιαίτερη αναφορά στην πρόνοια του ΄Αρθρου 12.5.(γ) το οποίο προνοεί ότι: «5. Πας κατηγορούμενος δι΄ αδικημά τι έχει τα ακόλουθα κατ΄ ελάχιστον όρον δικαιώματα: (γ) να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ΄ όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης>.
Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος