Περί απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ο λόγος σήμερα

Συστατικά στοιχεία του Αδικήματος – Πρόθεση του παρανομούντος- Αξίωμα στην ποινική δίκη: Περάν Πάσης λογικής αμφιβολίας ένοχος

 

Εκμεταλλευόμενοι και πάλι την πλούσια ζωντανή νομική και κοινωνική/κοσμική ζωή τούτου του τόπου, σήμερα θα ασχοληθούμε με το πιο πάνω θέμα και θα προβούμε σε επισήμανση εκείνων των σημείων, τα οποία η Νομολογία μας έχει καταδείξει ως απαραίτητα να συντρέχουν, προκειμένου να είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί αδίκημα τέτοιο.

Κρίνουμε δε σκόπιμο για ακόμη μία φορά να τονίσουμε πως, βασικό επίσης αξίωμα σε ποινική δίκη είναι πως, η ενοχή του κατηγορούμενου πρέπει να αποδεικνύεται περάν πάσης λογικής αμφιβολίας και με το βάρος απόδειξης, το οποίο είναι πολύ βαρύ και υψηλό, να ευρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσης Αρχής.

Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο το οποίο, για σκοπούς του παρόντος κειμένου, μας αφορά: ΆΡΘΡΟ 297 Ποινικού Κώδικος <Ορισμός ψευδών παραστάσεων – Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή>.

Τούτου διατυπωμένου, το Ανώτατο μας Δικαστήριο, όταν ήρθε αντιμέτωπο με την ερμηνεία του όρου Ψευδείς παραστάσεις, προέβη σε μία πολύ προσεκτική και ενδελεχή νομική αναφορά και επεξήγηση, την οποία και κατωτέρω παραθέτουμε. Εκείνο όμως που ιδιαιτέρως προβλημάτισε το Ανώτατο μας Δικαστήριο και κατέληξε, ήταν πως, η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ’ εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει παράσταση.

Επομένως, μόνον αυτόν, δεν είναι ικανό να προσδώσει ποινική χροιά ή στίγμα σε μια κατ αρχήν (αντί)συμβατική πράξη.

Αυτό το οποίο επισημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πως: < Το ψευδές της παράστασης όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), “The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion”. Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του.

Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη….

Εδώ δεν θα μπορούσε να εξαχθεί με τη δέουσα ασφάλεια, από το γεγονός της, παρά την είσπραξη χρημάτων, μη τήρησης των υποσχέσεων του Εφεσείοντα και των διαβεβαιώσεων του ότι θα διευθετούσε το θέμα, συμπέρασμα εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης>.

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
*Δικηγόρος – Νομική Συμβούλος