Της Καλυψούς Κ. Θεοχαρίδου*
Πολλάκις γίνεται αναφορά για τις χρεώσεις/αμοιβές των Δικηγόρων και τις πλείστες αυτών μόνον κολακευτικά σχόλια δεν ακούγονται! Γιατί άραγε όμως;
Κατ αρχήν, ξεκινάμε από το δεδομένο πως, δεν υφίστανται διαδικαστικοί κανονισμοί για τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής σε ποινικές υποθέσεις. Εξαίρεση στο πιο πάνω όμως, αποτελεί ο Διαδικαστικός Κανονισμός ο οποίος ρυθμίζει την αμοιβή των δικηγόρων σε ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις, αρχών τοπικών, δημοτικών και δημοσίου δικαίου, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και πρόκειται για τον περί Ιδιωτικών Ποινικών Υποθέσεων (Δικηγορική Αμοιβή ) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1997, Αρ. 8.
Επιπλέον, ενώ υπάρχει νομοθετική πρόνοια η οποία κάνει λόγο για διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα, ουδέποτε θεσπίστηκε περιεκτικός διαδικαστικός κανονισμός, ρυθμιστικός της αμοιβής του δικηγόρου σε ποινικές υποθέσεις. Το πιο πάνω, νομοθετικού περιεχομένου πλαίσιο, εντοπίζεται/ρυθμίζεται από το ΄Αρθρο 151 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.
Η όποια λογική υπάρχει, ως προς μη θέσπιση νόμου για καθαρισμό συγκεκριμένου ποσού για τις ποινικές υποθέσεις, ίσως έγκειται στο ότι, ουδέποτε διαπιστώθηκε τέτοια ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των ποινικών υποθέσεων, της ιδιαίτερης συνάρτησης της αμοιβής με το συγκεκριμένο αντικείμενο της ποινικής δίκης και της ελευθερίας, που, κατά κανόνα, αναγνωρίζεται στη διαπραγμάτευση της αμοιβής του δικηγόρου σε ποινικές υποθέσεις. Στην περίπτωση όμως των πολιτικών/αστικών αγωγών, ο καθορισμός κλιμάκων εξόδων δικηγορικής αμοιβής συναρτάται, πρωτίστως, με το ύψος της χρηματικής διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται στη δικογραφία. παράγοντας ο οποίος απουσιάζει στις ποινικές υποθέσεις.
Στην Katharina v. Ευθυμίου και άλλων, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6332, 15/4/98, σημειώθηκαν τα εξής: «Το ΄Αρθρο 151 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα. Διευκρινίζεται ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα. Υπεισέρχονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και όλοι οι άλλοι παράγοντες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αφορούν την έγερση ποινικής διαδικασίας.»
Επίσης, στη Μενελάου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6550, 21/7/98, καθοδηγούμενο το Ανώτατο Δικαστήριο από την προηγούμενη νομολογία, επί του θέματος, σημείωσε τα ακόλουθα:- «Η διαταγή για την καταβολή των εξόδων της ποινικής δίκης είναι, χωρίς να αποκλείεται, ασύνηθες τιμωρητικό μέτρο, έστω και όπου η διάρκεια της ποινής είναι βραχεία, σε περιπτώσεις που επιβάλλεται ποινή φυλάκισης.»
Στην βάση των πιο πάνω Νομολογιακών και Νομοθετικών Αρχών, το Ανώτατο Δικαστήριο αποσαφήνισε τις αρχές που κατά κανόνα υπεισέρχονται στον καθορισμό των εξόδων, στις περιπτώσεις που επιδικάζονται έξοδα βάσει του ΄Αρθρου 151 του ΚΕΦ. 155 ως εξής:- 1. Τα έξοδα καθορίζονται από το δικάζον δικαστήριο.
Οδηγό για τον καθορισμό τους αποτελεί η σοβαρότητα και το περίπλοκο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με τον αριθμό και τη χρονική διάρκεια των εμφανίσεων ενώπιον του δικαστηρίου.
2. Τα έξοδα, που επιδικάζονται, δεν υπόκεινται σε επιψήφιση από το Πρωτοκολλητείο. Οι εξουσίες αρμόδιου πρωτοκολλητή, σ’ αυτό τον τομέα, περιορίζονται σε πολιτικές υποθέσεις.
*ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ