Παρακολουθούμε με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις στο θέμα της διαχείρισης του 18% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου, το οποίο ανήκει στους ανασφάλιστους καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας.
Κατανοούμε τις λογικές αντιρρήσεις έναντι της προοπτικής η αρχή εξυγίανσης (δηλαδή μόνον ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αφού η Βουλή δεν τόλμησε να ψηφίσει την πρόταση νόμου των Οικολόγων που καθιστούσε αρχή εξυγίανσης τον Υπουργό Οικονομικών) να ελέγχει ουσιαστικά την μεγαλύτερη τράπεζα της Κύπρου και το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού τομέα.
Ούτε στα πρώην σοβιετικά καθεστώτα δεν υπήρχε τόσο μεγάλη συγκέντρωση και απολυταρχική διακυβέρνηση σαν αυτή που εξελίσσεται στην Κύπρο, με τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των τραπεζών από ένα άνθρωπο και μια αρχή. Αυτή η κατάσταση, και ο τρόπος που θα δοθεί λύση, αποτελεί αντιλαμβανόμαστε μέρος του πειράματος «Κύπρος», όμως εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την κυπριακή οικονομία και το λαό μας.
Πίσω από το όλο θέμα διεξάγεται ένας υπόγειος πόλεμος μεταξύ μεγάλων συμφερόντων που διεκδικούν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Τράπεζας Κύπρου. Απώτερος στόχος όλων αυτών είναι ο έλεγχος της κτηματαγοράς, καθώς όλοι ξέρουμε πως το μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών της Κύπρου και των άλλων οικιστικών μονάδων έχει δανειοδοτηθεί από την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα.
Ως Οικολόγοι, δεν επιθυμούμε να εμπλακούμε στον πόλεμο των συμφερόντων. Ο καβγάς γίνεται για το πάπλωμα. Το πάπλωμα είναι οι περιουσίες μας, που μένουν εκτεθειμένες λόγω των νέων ρυθμίσεων στις τράπεζες και στον Συνεργατισμό. Είναι ευθύνη της πολιτείας επιτέλους να σταματήσει να στρουθοκαμηλίζει και να παίζει το ρόλο του επιτήδειου τάχα ουδέτερου.
Μόνο με πλήρη εξασφάλιση των περιουσιών με σιδεροκέφαλες νομοθετικές ρυθμίσεις που να απαγορεύουν την εκποίηση της πρώτης και εξοχικής κατοικίας, μπορεί αυτός ο καβγάς να σταματήσει. Πρώτο μέλημα της Πολιτείας δεν πρέπει να είναι η εξυπηρέτηση της μίας ή άλλης ομάδας συμφερόντων, αλλά η υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων των πολιτών.