Τα δύο νομοσχέδια που εγκρίθηκαν χθες από το Υπουργικό και συζητήθηκαν σήμερα για πρώτη φορά στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, εμπεριέχουν σειρά νέων προνοιών, που στόχο έχουν τη ρύθμιση από τη μια του επαγγέλματος των Συμβούλων Αφερεγγυότητας και από την άλλη την εισαγωγή μηχανισμού αφερεγγυότητας, που θα αποβλέπει στην αναδιάρθρωση του χρέους εταιρειών, με στόχο τη διατήρηση βιώσιμων επιχειρήσεων.
Αύξηση των δημόσιων εσόδων από την καταβολή τελών και θετικές συνέπειες στους τομείς της απασχόλησης αναμένεται να επιφέρει με την εφαρμογή της η νομοθεσία που ρυθμίζει το επάγγελμα των Συμβούλων Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου ο τύπος της αίτησης, οι πληροφορίες που περιλαμβάνει , τυχόν πιστοποιητικά που τη συνοδεύουν, καθώς και στο τέλος, στο οποίο υπόκειται, καθορίζονται με διάταγμα του αρμόδιου Υπουργού Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
Το νομοσχέδιο προνοεί ότι για σκοπούς αδειοδότησης, υποψήφιος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας θα πρέπει να είναι κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών και να έχει εργαστεί για τουλάχιστον 3 χρόνια είτε ως δικηγόρος, νομικός, εγκεκριμένος λογιστής, εγκεκριμένος ελεγκτής, λειτουργός ή εξεταστής στον Έφορο Εταιρειών ή / και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή ως επαγγελματίας στον χρηματοοικονομικό τομέα.
Παράλληλα, προβλέπεται ότι θα πρέπει να έχει αποκτήσει αποδεδειγμένη επαγγελματική πείρα σε θέματα αφερεγγυότητας για 2 χρόνια ή 600 ώρες σε περίοδο 2 χρόνων ή σε 10 υποθέσεις εντός της ίδιας περιόδου.
Πρέπει, επίσης, να είναι μέλος της αρμόδιας επαγγελματικής αρχής που χορηγεί την άδεια, όπου αυτή δεν είναι η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας.
Θα κληθεί, επίσης, να επιτύχει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας που θα έχουν οργανωθεί ή αναγνωριστεί από την Δημοκρατία, ενώ θα είναι υποχρεωτική η τήρηση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης.
Στις μεταβατικές διατάξεις του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι ο αρμόδιος Υπουργός έχει τη διακριτική ευχέρεια να διαφοροποιήσει προς τα πάνω την απαίτηση του χρόνου εργασιακής πείρας με διάταγμα διάρκειας όχι πάνω των 12 μηνών.
Θετικές θα είναι οι συνέπειες για την απασχόληση σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή και από την εφαρμογή της τροποποιητικής νομοθεσίας που προνοεί τη θεσμοθέτηση ενός μηχανισμού αφερεγγυότητας που θα αποβλέπει στην αναδιάρθρωση του χρέους μιας εταιρείας, καθώς και στη διάσωση και αποκατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μιας εταιρείας, με σκοπό τη διατήρηση βιώσιμων επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρεται στο σημείωμα των κοινωνικών επιπτώσεων, «ένα επιτυχημένο σχέδιο με βάση το προτεινόμενο νομοσχέδιο θα αποκαταστήσει την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας και επομένως να διατηρήσει θέσεις εργασίας».
Σημειώνεται ότι το ένα νομοσχέδιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο αφού οι πρόνοιες του νομοσχεδίου προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρεία, οποιοσδήποτε πιστωτής, ή μέτοχοι που κατέχουν τουλάχιστον 10% του κεφαλαίου της, μπορούν να αιτηθούν στο δικαστήριο με σκοπό το διορισμό εξεταστή (Σύμβουλο Αφερεγγυότητας).
Το δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογήσει το ενδεχόμενο βιωσιμότητας της εταιρείας και αν κρίνει ότι υπάρχει εύλογη προοπτική επιβίωσης αποφασίζει το διορισμό εξεταστή.
Στο μεταξύ, η εταιρεία τίθεται υπό την προστασία του δικαστηρίου για 4 μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο εξεταστής έχει εξουσίες, κατόπιν άδειας του δικαστηρίου, να διαχειρίζεται ή να διαθέτει περιουσία υπό εξασφάλιση και να ασκεί τα καθήκοντα και εξουσίες που ανήκουν στη διεύθυνση της εταιρείας υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Ο εξεταστής καλείται να εξετάσεις τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και να καταθέσει στο δικαστήριο προτάσεις συμβιβασμού ή σχεδίου διακανονισμού, οι οποίες έχουν προηγουμένως εξεταστεί και ψηφιστεί από τους πιστωτές και μετόχους της εταιρείας.
Στο βαθμό που είναι εύλογα πρακτικά δυνατό, αυτές πρέπει να προστατεύουν την επαγγελματική στέγη της εταιρείας.
Αν το δικαστήριο επιβεβαιώσει αυτές τις προτάσεις τότε αυτές είναι δεσμευτικές προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Σημειώνεται ότι για προετοιμασία του νομοσχεδίων εκτός από τη διαβούλευση που διενεργήθηκε με τους εμπειρογνώμονες που όρισαν τα κόμματα, κλήθηκαν σε διάλογο και ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, ο Σύνδεσμος Εμπορικών Τραπεζών, η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα.
Από πλευράς κυβερνητικών και ανεξάρτητων υπηρεσιών του κράτους συμμετείχαν το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και η Κεντρική Τράπεζα.