Την αποκατάσταση της αξίας των μετοχών των παλαιών μετόχων της Τράπεζας Κύπρου, αναγνωρίζοντας το κέρδος ύψους 1,9 δισ ευρώ, που προέκυψε από τη συγχώνευση εργασιών της πρώην Λαϊκής με τις εργασίες της Τράπεζας Κύπρου, καθώς και την εκχώρηση της περιουσίας της Τράπεζας που βρίσκεται στα κατεχόμενα, ζητούν οι παλαιοί μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου.
Για το σκοπό αυτό, το ΔΣ του Συνδέσμου Παλαιών Μετόχων θα καλέσει τα μέλη του να προχωρήσουν με ομαδικές αγωγές, ζητώντας αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους. Αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου που συγκλήθηκε για τη Δευτέρα, 28 Ιουλίου και στην οποία τα μέλη του θα ενημερωθούν σχετικά με τα δικαστικά μέτρα που εισηγείται το ΔΣ.
Ήδη ετοιμάστηκε εμπεριστατωμένη μελέτη για τα δικαιώματα των παλαιών μετόχων της Τράπεζας Κύπρου, τα βασικά συμπεράσματα της οποίας παρουσίασε σε σημερινή διάσκεψη Τύπου, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ως Πρόεδρος του Συνδέσμου, αναφερόμενος σε “βάναυση κακομεταχείριση” της Τράπεζας Κύπρου από την Αρχή Εξυγίανσης, “εις βάρος των καταθετών, που κουρεύτηκαν υπέρμετρα και άδικα, και των κατόχων αξιογράφων και των μετόχων που μηδενίστηκαν”.
Παραδείγματα τέτοιων “ανεπίτρεπτων ενεργειών”, είπε, ήταν η μεταφορά του ELA της Λαϊκής, ύψους 9,1 δισ ευρώ, στην Τράπεζα Κύπρου και η πώληση του δικτύου των καταστημάτων στην Ελλάδα με ζημιά 1,8 δισ ευρώ.
Ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε ότι μέσα στις “αυθαιρεσίες” της Αρχής Εξυγίανσης περιλαμβάνεται και το Διάταγμα της προς την Τράπεζα Κύπρου για έκδοση μετοχών του 1 ευρώ, στη Λαϊκή Τράπεζα, ίση με το 18,1%, έναντι 443 εκατ. ευρώ, δηλαδή στην τιμή των 50 σεντ, με αποτέλεσμα η Τράπεζα να καταγράψει ζημιά 403 εκατ. ευρώ.
Οι παλαιοί μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου ζητούν την ικανοποίηση δύο αιτημάτων.
Το πρώτο, αφορά την αποκατάσταση της αξίας των μετοχών των παλαιών μετόχων, αναγνωρίζοντας το 1,9 δισ κέρδος που προέκυψε από τη συγχώνευση εργασιών της πρώην Λαϊκής με εργασίες της Τράπεζας Κύπρου, και το οποίο δεν αναγνωρίστηκε από την Τράπεζα, σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο, “κάτω από τις οδηγίες της Αρχής Εξυγίανσης, σε παράκαμψη διεθνών λογιστικών προτύπων. Αυτό το ποσό σε συνδυασμό με το 1,8 δισ ευρώ που καταχώρησε ως ζημιά στα βιβλία της η Τράπεζα, ως όφειλε, από την πώληση του δικτύου των καταστημάτων της στην Ελλάδα, κατέστησαν την Τράπεζα αφερέγγυα, είπε ο Αρχιεπίσκοπος.
“Εάν η Τράπεζα Κύπρου αναγνώριζε το λογιστικό κέρδος των 1,9 δισ ευρώ, το κεφάλαιό της δεν θα ήταν αρνητικό, πράγμα που θα δυσκόλευε την Αρχή Εξυγίανσης, στις αυθαίρετες και από κάθε άποψη παράνομες ενέργειές της” υπέδειξε.
Κατά τον Σύνδεσμο, το ποσό των 1,9 δισ, ανήκει στους κατόχους αξιογράφων και τους παλαιούς μετόχους της Τράπεζας και η εισήγησή του είναι οι κάτοχοι αξιογράφων να πάρουν μία μετοχή για το κάθε ευρώ αξιογράφων που κατείχαν, δηλαδή 582 εκατομμύρια μετοχές του 1 ευρώ. Το υπόλοιπο, μετά την αφαίρεση των ζημιών ανήκει στους παλαιούς μετόχους και με αυτό τον τρόπο οι τελευταίοι θα κουρευτούν κατά 30% και όχι κατά 99%, όπως έπραξε η Αρχή Εξυγίανσης, υποστηρίζει ο Σύνδεσμος.
Όπως υπέδειξε ο Αρχιεπίσκοπος, η αναγνώριση αυτού του κέρδους θα αυξήσει το κεφάλαιο της Τράπεζας από 4,3 δισ, σε 6,2 δισ, και θα της δώσει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να άρει, έστω και μερικώς, τις αδικίες που έγιναν σε βάρος των κατόχων αξιογράφων και των μετόχων της, από τον μηδενισμό των δικαιωμάτων τους.
Το δεύτερο αίτημα του Συνδέσμου, είναι η μεταβίβαση της σημαντικής περιουσίας που διαθέτει στα κατεχόμενα η Τράπεζα, και η οποία στα βιβλία της παρουσιάζεται με μηδενική αξία, σε εταιρεία που να δοθεί στους παλαιούς μετόχους.
Ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι “η αδικία είναι πασιφανής, όμως λείπει η βούληση για την αποκατάσταση του δικαίου”.
“Θα καλέσουμε το λαό να αποδείξει την αποφασιστικότητά του για αποκατάσταση της αδικίας με ομαδικές αγωγές, με ανάμιξη του Προέδρου της Δημοκρατίας, και δυστυχώς, εάν είναι αναγκαίο, με διαδηλώσεις, όσο κι αν αυτές θα θέλαμε να τις αποφύγουμε” είπε.
“Εάν η ηγεσία της Τράπεζας Κύπρου και οι Αρχές επιθυμούν να φέρουν στην τράπεζα πρόσθετο, φρέσκο χρήμα, ας το πράξουν. Πρέπει όμως προηγουμένως να αποκαταστήσουν τα δικαιώματα των παλαιών μετόχων. Αυτό επιβάλλει η δικαιοσύνη, αλλά και το συμφέρον της Τράπεζας Κύπρου, περιλαμβανομένων και των νέων μετόχων”, υπέδειξε.
Σύμφωνα με το μέλος του ΔΣ του Συνδέσμου και νομικό σύμβουλο του Συνδέσμου, Κύπρο Χρυσοστομίδη, “υπάρχουν δυνατότητες δικαστικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων των παλαιών μετόχων”.
Η βάση των θέσεων του Συνδέσμου, όπως θα παρουσιαστούν στο δικαστήριο, θα είναι, όπως ανέφερε, “η παρανομία που έχει επιδειχθεί στην μεταχείριση των παλαιών μετόχων και η οποία βασίζεται στην περιφρόνηση συνταγματικών και διεθνών κανόνων δικαίου, αλλά και εσωτερικών κανόνων του δικού μας εταιρικού δικαίου”.
“Υπάρχει σοβαρή παρανομία και στη βάση του κυπριακού συντάγματος, στη βάση διεθνών συνθηκών στις οποίες είναι μέλος η Κυπριακή Δημοκρατίας και παραβίαση κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου από όργανα της ΕΕ” εξήγησε.