Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Επίτιμος Διδάκτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών

Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Αναγόρευση του σε Επίτιμο Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Εντονότατη είναι σήμερα η συγκίνηση και η συναισθηματική φόρτιση που βιώνω.

Συγκίνηση που αυθόρμητα προκαλείται από την παρουσία μου και μόνον στο κτίριο της Νομικής Σχολής.

Της περιφήμου Σχολής που μου πρόσφερε τη νομική παιδεία αλλά και στους χώρους της οποίας ο σπόρος της πολιτικής εύρε γόνιμον έδαφος.

Θέλω με περισσήν ειλικρίνεια να ομολογήσω πως θεωρώ ιδιαίτερο προνόμιο τη φοίτησή μου στην Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τούτο γιατί όσο τα χρόνια περνούν και αξιολογώ την πορεία που ακολούθησα, τόσο διαπιστώνω πόσο καθοριστική υπήρξε στη διαμόρφωσή της προσωπικότητας μου αλλά και στην καταξίωσή μου ως νομικού και δρώντος πολιτικού.

Πρόκειται για ένα προνόμιο για το οποίο θα είμαι πάντα βαθύτατα ευγνώμων στην Ελλάδα, τον ελληνικό λαό, τις Πανεπιστημιακές Αρχές και τους καθηγητές μου.

Ιδιαίτερη όμως είναι και η συναισθηματική φόρτιση που νοιώθω, γιατί 46 χρόνια μετά την απονομή του πτυχίου μου, σε αυτήν ακριβώς την αίθουσα, επανέρχομαι για να μου αποδοθεί η υψίστη των τιμών που το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο προσφέρει.

Την αποδέχομαι ως, στη δια του προσώπου μου αναγνώριση των πολυετών αγώνων του Κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία και δικαίωση.

Ταυτόχρονα το σκεπτικό της αποφάσεως σας δεν απονέμει μόνον επαίνους και τιμή, αλλά υπαγορεύει και εμμονή εις την επιτέλεση του προς την ιδιαίτερη μου πατρίδα χρέους.

Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως αυτό το χρέος, αυτό το όραμα επιδιώκω να επιτύχω μέσα από τη ζεύξη του τι οι κανόνες δίκαιου επιτάσσουν και τι ο πολιτικός ρεαλισμός υπαγορεύει.

Δεχθείτε παρακαλώ τις ευγνώμονες ευχαριστίες του ιδίου, της οικογένειάς μου που σύσσωμη παρίσταται αλλά και του Κυπριακού Ελληνισμού, προς τους οποίους και οφείλω τη σημερινή τιμή. Θερμά ευχαριστώ τη Σύγκλητο, τον Πρύτανη, την Κοσμήτορα της Νομικής Σχολή και όλους όσοι συνέβαλαν στη λήψη της απόφαση υμών κ. Πρόεδρε μη εξαιρουμένου.

Η αναγόρευσή μου ως επίτιμου διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών είναι ταυτισμένη και με το διαχρονικά αποδεδειγμένο ενδιαφέρον σας για το κυπριακό πρόβλημα αλλά και την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Έχοντας τα ως άνω κατά νουν και απευθυνόμενος στους κορυφαίους της νομικής επιστήμης, αλλά και τους λοιπούς των εκλεκτών και διακεκριμένων προσκεκλημένων, θα επικεντρώσω την παρέμβασή μου στους προβληματισμούς που θα πρέπει να απασχολούν κάθε διαχειριζόμενο τις τύχες ενός λαού, της ιστορίας, του πολιτισμού και των παραδόσεων του.

Κέντρισμα για το θέμα της παρέμβασης μου αποτέλεσε το βιβλίο του καθηγητή Αλιβιζάτου «Πραγματιστές, Δημαγωγοί και Ονειροπόλοι’, προβληματισμούς που θα πρέπει πρώτιστα να λαμβάνουν υπόψη και να εδράζονται στους κανόνες δικαίου, αλλά και δεν θα παραγνωρίζουν άλλες παραμέτρους όπως τα υπέρτερα συμφέροντα των ισχυρών, την αρνητική επιρροή του χρόνου, το ρευστόν και συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.

Θα επιχειρήσω εν συνεχεία να μοιραστώ μαζί σας, μέσα από μια σειρά ερωτημάτων, τα όσο κατά την ταπεινή μου άποψιν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη στη διαμόρφωση μιας βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης πολιτικής προς αντιμετώπιση εθνικών και όχι μόνο προκλήσεων ή προβλημάτων.
Το πρώτον που καλείται μια πολιτική ηγεσία να απαντήσει είναι αν από μόνοι τους οι κανόνες δικαίου είναι ικανοί να δώσουν στις επιθυμητές λύσεις.

Η πρώτη διαπίστωση είναι πως από της ιδρύσεως και της υιοθετήσεως του καταστατικού Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών παρέχεται πλήρης προστασία της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των κρατών μελών. Ταυτόχρονα τα ανθρώπινα δικαιώματα τυγχάνουν προστασίας όχι μόνον από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αλλά και πλειάδα Συνθηκών, όπως μεταξύ άλλων εκείνην της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων.

Ευθύς μετά την παράνομη Τουρκική Εισβολή, οι κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας αφού συνεκτίμησαν όλα τα δεδομένα και τις προσφερόμενες επιλογές, αποφάσισαν πως εν όψει της αδυναμίας στρατιωτικής π0αντιδράσεως η μόνη εναπομένουσα οδός ήτο η ειρηνική επίλυση του προβλήματος δια προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη και άλλους διεθνείς οργανισμούς και του διαλόγου μεταξύ εμπλεκομένων.

Της αποφάσεως ακολούθησε αριθμός προσφυγών αλλά και αναλόγων ψηφισμάτων είτε της Γενικής Συνελεύσεως είτε του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Να σημειωθεί ότι σε όλα τα ψηφίσματα επιβεβαιώνετο η κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και το ανεξάρτητον της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφού αναγνωρίζετο το έκνομο των ενεργειών της Τουρκίας, εκαλείτο η τελευταία να αποσύρει πάραυτα τα στρατεύματα της από το έδαφος της χώρας.

Είναι πασιφανές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία νομικώς εδικαιώθη πλήρως και ουδείς βεβαίως μπορεί να αγνοήσει των αξίαν ανάλογων αποφάσεων. Εκτοτε όμως έχουν παρέλθει 42 χρόνια και η Τουρκία όχι μόνον δεν έχει αποσύρει τα στρατεύματα της εισβολής, όχι μόνον δεν έχει σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά αντιθέτως προέβη σε περαιτέρω έκνομους πράξεις είτε δια της ενισχύσεως και εκσυγχρονισμού των δυνάμεων κατοχής είτε δια της αλλοιώσεως του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου με αποστολήν και εγκατάστασιν δεκάδων χιλιάδων εποίκων. Ενώ στις 15 Νοεμβρίου 1983 επροχώρησε στην ιδρυτική διακήρυξη της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», μια παράνομος ενέργεια η οποία έτυχεν της αυτής καταδίκης από ανάλογα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Των διαβημάτων προς τα Ηνωμένα Έθνη ακολούθησαν τέσσερις διακρατικές προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι αποφάσεις του οποίου εδικαίωσαν πλήρως την Κυπριακή Δημοκρατία αφού έκριναν ως ένοχο την Τουρκία δια σωρείαν παραβιάσεων βασικών άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Και πάλιν το θύμα εδικαιώθη πλην ο θύτης παρέμεινε ανενόχλητος.

To επόμενο προς εξέτασιν ερώτημα είναι αν η χώρα διαθέτει τη δύναμιν από μόνη ή μέσω άλλων να επιβάλει το αποδεδειγμένα ως δίκαιον.

Eκ των όσων έχω ήδη αναφέρει γίνεται πασιφανές πως:

(α) Η Ελλάδα και η Κύπρος προς αποφυγήν ευρύτερων εθνικών περιπετειών ορθώς συνεκτίμησαν και ορθότερα αποφάσισαν ότι η δυναμική αντίδραση ήτο και παραμένει αδύνατος.
(β) Οι κατά καιρούς εκτιμήσεις ότι ισχυροί φίλοι και σύμμαχοι θα μπορούσαν να επέμβουν δυναμικά (είτε στρατιωτικώς είτε δια της επιρροής που μπορούσαν να ασκήσουν επί της Τουρκίας) απεδείχθη η χειροτέρα πλάνη αφού τα εθνικά συμφέροντα υπερέχουν του δικαίου.

Ακόμα και στις περιπτώσεις στρατιωτικών επεμβάσεων με ή χωρίς αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι ανάλογες επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο την εξυπηρέτησιν των συμφερόντων των ισχυρών έχουν ως στόχον.

Συνεπώς ουδεμία ηγεσία επιτρέπεται, δώσα σε πλάνες, να ευελπιστεί ή παραμένουσα αδρανής να τρέφει τον λαό με ψευδαισθήσεις ότι η αναμονή σε βάθος χρόνου θα δημιουργήσει εκείνες τις συνέργειες που θα επιτρέψουν την δυναμικήν επιβολήν των κανόνων δικαίου.

Η τελευταία αναφορά με οδηγεί εις τον επόμενον προβληματισμόν που αναπόφευκτα θα πρέπει να απασχολεί τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και που παραπέμπει στην εκτίμηση των συνεπειών από την άπρακτον πάροδο του χρόνου.

Πόσον δηλαδή η παρέλευση του χρόνου επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τα συστατικά στοιχεία της επιδιωκόμενης λύσης ή και το σημαντικότερο πόσον μπορεί να αλλοιώσει κεκτημένα ή να διαμορφώσει νέα δεδομένα που επιτρέπουν τη δημιουργίαν νέων «κανόνων δικαίου» ή κατά τη νομικήν επιστήμην οιωνές δίκαιον.

Είχα προγενέστερα κάμει αναφοράν στις διακρατικές προσφυγές της Κυπριακής Δημοκρατίας εναντίον της Τουρκίας και στις καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της τελευταίας.
Επιπλέον όμως των διακρατικών είχαμε και αριθμό ατομικών προσφυγών, όπως εκείνων της Τιτίνας Λοϊζίδου ή της Ξενίδου-Αρέστη εναντίον της Τουρκίας.

Και εις τις δύο, που επιδικάστηκαν τη δεκαετία του 1990, οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ ήσαν καταπελτικές εις βάρος της Τουρκίας, με πλήρη δικαίωση των αιτητριών, αφού αναγνωρίζετο το δικαίωμα πρόσβασης και ειρηνικής απόλαυσης των περιουσιών τους.

Το επιτυχές αποτέλεσμα τόσο των διακρατικών αλλά και ατομικών προσφυγών δημιούργησε ή αφέθη να καλλιεργηθεί εις τον λαό η πεποίθηση πως η δίκαιη λύση του Κυπριακού θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της δικαστικής οδού.

Η δημιουργηθείσα εφορία ενισχυμένη και από έναν άκρατον λαϊκισμόν, οδήγησε κατά εκατοντάδες τους πρόσφυγες να καταφύγουν στο ΕΔΑΔ με προσδοκίαν ανάκτησης των περιουσιών τους και οριστικόν τερματισμό της απαράδεκτου καταστάσεως.

Οι ανησυχίες και συμβουλές των συνηθών ότι οι μαζικές προσφυγές θα μπορούσαν να πολιτικοποιήσουν το αίτημα, δεν εισακούσθησαν.

Τα αρνητικά αποτελέσματα της πλάνης κατεγράφησαν δυστυχώς στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην προσφυγή «Δημόπουλος Vs Τουρκίας» η οποία εξεδόθη στις 5 Μαρτίου 2010 και μεταξύ άλλων διελάμβανε:

(α) Εκήρυσσε ως μια αποδεκτές τις προσφυγές Ελληνοκυπρίων σε οκτώ πιλοτικές υποθέσεις.
(β) Καλούσε τον κάθε ενδιαφερόμενον αιτητή, προτού αποταθεί στο ΕΔΑΔ, να εξαντλεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα, παραπέμποντας εν τη ουσία στην παράνομον Επιτροπήν Περιουσιών, την οποίαν είχε συστήσει το ψευδοκράτος με την αιτιολογία ότι τον έλεγχον των κατεχομένων εδαφών είχεν η Τουρκία.
(γ) Αφού επιβεβαίωνε ότι ο ιδιοκτήτης ακινήτου δεν εστερείτο του τίτλου ιδιοκτησίας ανεγνώριζεν δια πρώτη φορά δικαιώματα συναισθηματικού δεσμού του παράνομου χρήστη επί της περιουσίας.

Δεν θα ήθελα να κάμω αναφοράν εις την αξιοποίησην της οποίας δυστυχώς τυγχάνει η εν λόγω απόφασης από τουρκοκυπριακής πλευράς εις τον εν εξελίξει διάλογον. Εκείνον όμως που δεν θα παραλείψω είναι να σημειώσω με λύπην μου, πως μετά την εν λόγω απόφασιν έχουν ήδη προσφύγει στην Επιτροπή Περιουσιών πέραν των 6,000 Ελληνοκυπρίων, ικανοποιούμενοι κατά κύριον λόγον με εξευτελιστικές αποζημιώσεις και όχι ανάκτησιν των περιουσιών τους.

Ούτε και βεβαίως επιτρέπεται να διαγραφούν τα όσα θετικά καταγράφονται εις τις προγενέστερες ή την πλέον πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ της 12ης Μαΐου 2014 περί δικαίων αποζημιώσεων.

Εκείνο που αποτελεί επιθυμία μου είναι να αναδείξω ότι χωρίς συγκροτημένην πολιτική οι αορίστως και αβασίμως καλλιεργούμενες ελπίδες, συγκρούονται και με την πάροδον του χρόνου.

Εκ των μέχρι στιγμής λεχθέντων θα ήτο ευχερές κάποιος να καταλήξει, εσφαλμένα, στο συμπέρασμα πως μπορεί να αγνοηθούν οι κανόνες δικαίου στην αναζήτηση λύσης διεθνών ή τοπικών διενέξεων.

Το αντίθετο είναι που εν συνεχεία θα καταδείξω, γιατί, όπως ανέφερα και εις την εισαγωγήν της παρέμβασης μου, η γνώση της νομικής θα πρέπει να συμπλέει με την πολιτικήν κρίσιν, και η τελευταία δεν θα πρέπει να παγιδεύεται από συναισθηματισμούς, ιδεοληψίες ή ατολμίαν.

Αντίθετα, θα πρέπει να προκαλεί και να αξιοποιεί κάθε ευκαιρίαν ώστε να μετατρέπει την αδυναμίαν επιβολής των κανόνων δικαίου σε δυναμική υλοποίησης τους δια μέσου πολιτικών αποφάσεων που δημιουργούν νέες πραγματικότητες.

Ανάλογος υπήρξεν η από κοινού χαραχθείσα μεταξύ κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου τολμηρή πολιτική απόφαση για ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και αναφέρομαι σε τολμηρήν πολιτικήν γιατί ήσαν γνωστές οι δυσκολίες ενός αναλόγου εγχειρήματος αφού η Τουρκία απειλούσε ότι θα ήτο αδύνατη η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς την συγκατάθεση των Τουρκοκυπρίων.
Θέσιν την οποίαν εγνωστοποίησε και προς τα τότε κράτη μέλη της Ένωσης με σωρείαν απειλών, με αποτέλεσμα αντιδράσεις να παρατηρούνται και από ευρωπαϊκά κράτη τα οποία εθέταν ως προϋπόθεσιν την πρότερην λύσιν του Κυπριακού.

Με συγκροτημένη στρατηγική και ορθές πολιτικές κινήσεις οδηγηθήκαμε τελικά στην ιστορική απόφαση του Ελσίνκι το 1999 κατά την οποίαν απεφασίσθη η διεύρυνσης της ΕΕ με ταυτόχρονη ένταξη και των δέκα υποψηφίων κρατών.

Ομιλώ για ιστορική απόφαση διότι στο Ελσίνκι πέραν του ότι η λύση του Κυπριακού δεν αποτελούσε προϋπόθεση, η Ελλάδα αποκτούσε κυρίαρχον ρόλο στην ένταξη κρατών που άμεσα εσχετίζοντο με τα συμφέρονται ισχυρών μελών της Ένωσης.

Η με συνέπειαν και ανάλογον επίμοχθον προσπάθεια επραγματοποιείτο τελικά την 1η Μαίου του 2004 η ένταξη της Κύπρου στους κόλπους της ΕΕ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταξης της Κύπρου εκάλυπτε το σύνολον της επικράτειας με αναστολήν της εφαρμογής του κεκτημένου εις τις υπό κατοχή περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εις το σημείο αυτό θα ήθελα να εκφράσω τις ευγνώμονες ευχαριστίες του κυπριακού ελληνισμού στην τότε κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη αλλά και στο σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας που με απόφασιν του Ελληνικού Κοινοβουλίου καθιστούσαν αδύνατον τη διεύρυνσην εκτός εάν εις αυτήν συμπεριλαμβάνετο και η Κυπριακή Δημοκρατία.

Δεν μπορώ παρά εις ένδειξη τιμής και μνημοσύνου να μη μνημονεύσω και τον πολιτικό μου μέντορα Γλαύκο Κληρίδη επί ημερών του οποίου και σε συνεργασία με τις Ελληνικής Κυβερνήσεις ιδιαίτερα εκείνη του Κώστα Σημίτη είχαν εργαστεί άοκνα έτσι ώστε να γίνει κατορθωτός ο στόχος της τελικής μας ένταξης στην ΕΕ.
Από την ιστορικήν εκείνην απόφασιν η πορεία προς επίλυσιν του Κυπριακού αποκτούσε νέαν δυναμικήν αλλά και νέες παραμέτρους.

Δυναμική που επέτρεπε, έστω και με καθυστέρηση, τη δημιουργία νέων δεδομένων αφού εις τον προσφάτως εν εξελίξει διάλογο εμπλέκονται ενεργά για πρώτη φοράν οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θεμελιώδες αρχές και αξίες, το κεκτημένο, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών αποτελούν, την από κοινού με τους Τουρκοκύπριους, βάση λύσης του κυπριακού προβλήματος.

Καθίσταται, εκ των ως άνω, πέραν από σαφές, πως οι συγκροτημένες πολιτικές αποφάσεις επαναφέρουν τους κανόνες δικαίου ως βασικούς πυλώνες στην νέα προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Θα ήθελα να επαναλάβω και πάλιν πως δεν παραγνωρίζουμε τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε είτε σαν αποτέλεσμα τουρκικών αξιώσεων είτε νέων πραγματικοτήτων που η παρέλευση του χρόνου έχει δημιουργήσει.

Προς εδραίωση των θέσεων μας δεν επαναπαυόμεθα εις την ενεργό εμπλοκή της ΕΕ αλλά με συγκεκριμένη και συγκροτημένη στρατηγική αξιοποιούμε συνέργειες και εμβαθύνουμε συνεργασίες ή δημιουργούμε νέες που χωρίς αποκλεισμούς δεν παραγνωρίζουν τα κίνητρα που ενθαρρύνουν την Τουρκία να συμβάλει ενεργά σε έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού».

Είπε επίσης, ότι «δηλώνων απερίφραστα πως αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε είναι μια λύση του Κυπριακού που να συνάδει με τις αρχές και αξίες της ΕΕ, τα ανθρώπινα δικαιώματα, που να επιτρέπει και να δημιουργεί ένα σύγχρονο απόλυτα ευρωπαϊκό κράτος, ισότιμο των λοιπών κρατών μελών, ένα κράτος που θα διασφαλίζει συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης και συνδημιουργίας μεταξύ των συνοίκων στοιχείων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θα δημιουργεί προοπτική για το μέλλον των νέων γενιών.

Καταλήγοντας θα έλεγα επιγραμματικά:

(1) Οι κανόνες δικαίου από μόνοι τους δεν οδηγούν σε λύσεις όπως και οι πολιτικές με άγνοιαν ή παραγνώριση του δικαίου δεν οδηγούν σε βιώσιμες λύσεις.
(2) Η πάροδος του χρόνου εξουδετερώνει το αρχικά δίκαιον ή δημιουργεί νέα δεδομένα που οδηγούν σε «νέους κανόνες» ή οιονές δίκαιον.
(3) Ο συμβιβασμός είναι η ζεύξη πολιτικών αποφάσεων και δικαίου και παρά το ότι ενδεχομένως να μην είναι απόλυτα συμβατός με το δίκαιο δυνατόν να είναι δικαιότερος από ότι τα αποτελέσματα που δημιουργούνται εκ της ατολμίας, της στασιμότητας και των αδιεξόδων.
(4) Οι πολιτικές ηγεσίες θα πρέπει να ηγούνται και όχι να άγονται από τους λαϊκιστές ή από τις συναισθηματικές εξάρσεις του λαού.
Και
(5) Ηγέτης που θέτει υπεράνω του εθνικού καλού το πολιτικό κόστος του ιδίου είναι ανάξιος να κυβερνά.