Προτεραιότητά του, όταν ανέλαβε καθήκοντα ως Υπουργός Οικονομικών στις 5 Αυγούστου 2011, όπως ανέφερε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, Κίκης Καζαμίας, ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την Οικονομία, ήταν η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, την άσχημη κατάσταση των οποίων είχε διαγνώσει από τις πρώτες ημέρες της παρουσίας του στο Υπουργείο.
Ο κ. Καζαμίας δήλωσε ότι είχε αμέσως διαπιστώσει τον κίνδυνο στάσης πληρωμών και η αίσθηση του ήταν ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα τόσο των διαχρονικών προβλημάτων της κυπριακής οικονομίας, όσο και των συγκυριών που προκάλεσε η έκρηξη στο Μαρί και τα συνεπακόλουθά της, οι διακομματικές αντιπαραθέσεις, η από το 2007 – 2008 παγκόσμια οικονομική κρίση, η αρνητική συνέχεια της “φούσκας των ακινήτων” μετά το περιστασιακό πλεόνασμα στον Κρατικό Προϋπολογισμό από τα πρόσκαιρα έσοδα λόγω της πολεοδομικής αμνηστείας και τα συνεπακόλουθα των ζημιών του τραπεζικού τομέα μετά την απομείωση του χρέους στην Ελλάδα.
Η κατάσταση φαινόταν “δύσκολη αλλά αντιμετωπίσιμη”
Μετά και την απομείωση των ελληνικών χρεογράφων, είπε ο κ. Καζαμίας, η κατάσταση φαινόταν “δύσκολη αλλά αντιμετωπίσιμη”, συμφώνως των στοιχείων που διατηρούσε το Υπουργείο Οικονομικών και αυτό μπορούσε να γίνει για την Τράπεζα Κύπρου με την κάλυψη ήπιων αναγκών, για δε τη Λαϊκή Τράπεζα με τη στήριξη και από το κράτος. Αυτή η εκτίμηση, πρόσθεσε ο κ. Καζαμίας, υπήρχε μέχρι και τις αρχές του 2012.
Από τον κ. Καζαμία έγινε, επίσης, εκτενής αναφορά στα προβλήματα που δημιουργούσε η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ του Προέδρου Χριστόφια και του τέως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Αθανάσιου Ορφανίδη, αλλά και στην ελλιπή ενημέρωση που είχε το Υπουργείο Οικονομικών σχετικά με την εποπτεία της Κεντρικής επί των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες επέτειναν τα οικονομικά προβλήματα μετά και την απομείωση του ελληνικού χρέους και των ομολόγων του Δημοσίου της Ελλάδας.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Προέδρου της Ερευνητικής Επιτροπής για την Οικονομία, Ανδρέα Πική, στη διάρκεια δημόσιας συνεδρίας για τη διεξαγόμενη έρευνα σχετικά με την ευθύνη ή τις ευθύνες για την κατάσταση στην οποία περιήλθε το τραπεζικό σύστημα και γενικά η οικονομία της Κύπρου, στο Συνεδριακό Κέντρο “Φιλοξενία” της Λευκωσίας, ο κ. Καζαμίας έθεσε υπ` όψη της Επιτροπής το γεγονός ότι στο Γιούρογκρουπ περί το τέλος Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου 2012, όταν αποφασίσθηκε να ζητηθεί από τους πιστωτές της Ελλάδας να απομειώσουν, σε εθελοντική βάση, το ελληνικό χρέος σε αυξημένο ποσοστό 52% περίπου αντί για 21% που είχε αποφασισθεί αρχικώς, στον Υπουργό Οικονομικών δεν είχε γνωστοποιηθεί οποιαδήποτε ημερήσια διάταξη για εκείνη τη Σύνοδο.
Ο κ. Καζαμίας δεν θεωρεί, όπως είπε, παράξενο αυτό το πράγμα και συμβαίνει μερικές, τουλάχιστον, φορές σε Συνόδους Κορυφής, όμως θεωρεί “αναγκαία” αυτήν του τη δήλωση, διότι συνηθίζεται να ζητούνται υπηρεσιακά σημειώματα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σχετικά με τα διάφορα θέματα που αναμένεται να συζητηθούν σε Συνόδους Κορυφής.
Αυτά τα υπηρεσιακά σημειώματα, είπε ο κ. Καζαμίας, ετοιμάζονταν συνήθως από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου σε συνεργασία με άλλους λειτουργούς και δεν περιέρχονταν στην αντίληψη του ιδίου του Υπουργού.
Διευκρινίζοντας στην Επιτροπή τα όσα σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Καθημερινή” είχε αναφέρει στις 6 Ιανουαρίου 2013 για “την πολεμική” που δημιουργήθηκε μεταξύ Προέδρου Χριστόφια και του τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Αθανάσιου Ορφανίδη και ότι από τον Οκτώβριο του 2011 θα μπορούσαμε να θέσουμε θέμα βοήθειας προς τις τράπεζες από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης για κάλυψη της ζημιάς που υπέστησαν από την απομείωση του ελληνικού χρέους, ο κ. Καζαμίας δήλωσε ότι πράγματι, είχε αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο για υποστήριξη των κυπριακών τραπεζών.
Όπως ανέφερε ο κ. Καζαμίας, κατά το διήμερο 21 – 22 Οκτωβρίου 2011 των Υπουργών Οικονομικών, πριν τη Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης, έκανε παρέμβαση και εξέφρασε τη δυσανασχέτηση της κυπριακής Κυβέρνησης για το ότι, επί τρεις μήνες, από την πολιτική απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011 για απομείωση 21%, δεν είχε υλοποιηθεί εκείνη η απόφαση, δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα με το να παραμένει ως εκκρεμότητα.
Το 21%, είπε ο κ. Καζαμίας, θεωρήθηκε από τις ίδιες τις τράπεζες ότι δεν τους δημιουργούσε προβλήματα και ότι είχαν κάνει προβλέψεις για απώλειες 15% λόγω της κατοχής χρεογράφων του ελληνικού Δημοσίου και αυτό επιβεβαίωσαν και οι ελεγκτικές Αρχές, που τους είχαν δώσει την πιστοποίηση μετά την τραπεζική δοκιμασία αντοχής (stress test).
Στην ερώτηση του κ. Πική για το πότε διαφάνηκαν οι επιπτώσεις των ζημιών των κυπριακών τραπεζών ως αποτέλεσμα της κορύφωσης της απομείωσης των ελληνικών χρεογράφων, ο κ. Καζαμίας δήλωσε ότι η κατάσταση φαινόταν “δύσκολη αλλά αντιμετωπίσιμη”, συμφώνως των στοιχείων που διατηρούσε το Υπουργείο Οικονομικών και για ό,τι αφορά την Τράπεζα Κύπρου με την κάλυψη ήπιων αναγκών, για δε την Λαϊκή Τράπεζα με τη στήριξη και από το κράτος.
Αυτή η εκτίμηση, πρόσθεσε ο κ. Καζαμίας, υπήρχε και μέχρι τις αρχές του 2012, ενώ, γύρω στις αρχές Νοεμβρίου 2011 υπήρξε η απόφαση του Γιούρογκρουπ να καλέσει τους πιστωτές του ελληνικού κράτους να επεξεργασθούν, σε εθελοντική βάση, επέκταση της απομείωσης από το 21% στο 52% περίπου.
Ο κ. Πικής, αναφερόμενος στην υποβάθμιση από διεθνείς οίκους αξιολόγησης της κυπριακής οικονομίας στην κατηγορία των σκουπιδιών, επικαλέστηκε δήλωση του κ. Καζαμία εντός Ιανουαρίου 2012, με την οποία έλεγε πως η πτώση αυτή της οικονομίας οφειλόταν αποκλειστικώς στον τραπεζικό τομέα, καλώντας τον να διευκρινίσει περαιτέρω δήλωσή του της 8ης Ιανουαρίου 2012, συμφώνως της οποίας οι τράπεζες είναι υγιείς και οι καταθέτες δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε και καλούνται να κωφεύσουν.
Δηλαδή, είπε ο κ. Πικής, απευθυνόμενος στον πρώην Υπουργό Οικονομικών, είχατε διακηρύξει, εκ μέρους του κράτους, ότι ο τραπεζικός τομέας είναι υγιής, ενώ ενωρίτερα έχετε αναφέρει πως η υποβάθμιση της 13ης Ιανουαρίου 2012 οφειλόταν στο τραπεζικό σύστημα.
Απαντώντας, ο κ. Καζαμίας ανέφερε πως πρόκειται για μια δήλωση που έγινε προ δεκαπέντε μηνών και είναι ευκολότερο πάντα να γίνονται κάποιες εκ των υστέρων διαπιστώσεις.
Αυτή η δήλωση, όταν έγινε, δήλωσε ο κ. Καζαμίας, ήταν απολύτως ορθή, βάσει των δεδομένων που είχε ο Υπουργός Οικονομικών στις αρχές Ιανουαρίου 2012, όταν έγινε εκείνη η δήλωση.
Όπως ανέφερε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, η δήλωση είχε γίνει μετά τη λήψη, περί τα τέλη 2011, δύο δεσμών νομοθετικών μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης και για ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα, ενώ ψηφίσθηκε από τη Βουλή και ο νόμος για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2012.