Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Κυπριακή Πολιτεία

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Το Άρθρο 179 του Συντάγματος ΚΔ, προβλέπει ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας και ότι ουδείς νόμος και ουδεμία διοικητική πράξη τίθεται σε ισχύ, αν είναι αντίθετη με οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.

Τούτων καταγραφέντων, υπάρχουν δύο τρόποι ελέγχου της συνταγματικότητας τον νόμων στην Κυπριακή έννομη τάξη:

Α) Ο κατασταλτικός έλεγχος, ο οποίος αφορά νόμους, που έχουν ήδη δημοσιευθεί στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και έχουν δεσμευτική ισχύ,

Β) Ο προληπτικός έλεγχος, ο οποίος αφορά νόμους που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ισχύ και άρα δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

Κατασταλτικός έλεγχος

Τα Δικαστήρια μας έχουν εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αυτή τους η εξουσία πηγάζει από τα Άρθρα 144 (2) και 146 (1) του Συντάγματος, όπως επίσης και από τον Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο του 1964. Σύμφωνα με τον Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο του 1964, αν εγερθεί ζήτημα αντισυνταγματικότητας, τότε αυτό εκδικάζεται από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται το θέμα. Αν πρόκειται για κατώτερο Δικαστήριο της Δημοκρατίας (Πολιτικό ή Ποινικό), η απόφαση του, περί συνταγματικότητας ή όχι ενός νόμου, χωρεί έφεση. Στην περίπτωση όπου την συνταγματικότητα ενός νόμου καλείται να κρίνει το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο, η απόφαση του είναι τελεσίδικη και θεωρείται αυθεντία.

Στην σχετική με το θέμα υπόθεση, «The Board of the Registration of Architects and Civil Engineers v. Κυριακίδη» (1966), καθιερώθηκαν οι αρχές οι οποίες θα πρέπει πιστά να ακολουθούνται όταν εγείρεται θέμα συνταγματικότητας ή όχι ενός νόμου. Οι αρχές αυτές μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

1. Ένας νόμος για να κηρυχθεί ως αντισυνταγματικός, θα πρέπει η αντισυνταγματικότητα του να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

2. Το Δικαστήριο όταν εξετάζει θέμα συνταγματικότητας ενός νόμου, δεν πρέπει να απασχολείται με τα κίνητρα και το σκεπτικό του νομοθέτη, αλλά ούτε για τη σκοπιμότητα που εξυπηρετεί ο συγκεκριμένος νόμος. Αυτό το οποίο ενδιαφέρει το Δικαστήριο είναι εάν ο συγκεκριμένος νόμος βρίσκεται ή όχι σε αντίθεση με συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Δηλαδή, το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει μέσα σε ένα αυστηρό και περιορισμένο πλαίσιο κατά πόσον συγκεκριμένος νόμος έρχεται σε σύγκρουση με συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις.

3. Στην περίπτωση όπου νόμος δύναται να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασωθεί και να μην θεωρηθεί αντισυνταγματικός, το Δικαστήριο που εξετάζει το θέμα θα πρέπει να επιλέξει αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται τέτοιο θέμα, θα πρέπει να εξαντλήσει όλες τις πιθανές ερμηνευτικές μεθόδους οι οποίες να συνηγορούν υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου.

4. Θέμα συνταγματικότητας ενός νόμου εγείρεται μόνον στην περίπτωση, που αυτό κρίνεται ως πραγματικά αναγκαίο για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

5. Στην περίπτωση όπου ο νόμος υπό εξέταση, περιέχει τόσο συνταγματικές όσο και αντισυνταγματικές διατάξεις, μόνο οι αντισυνταγματικές διατάξεις κηρύσσονται ως άκυρες και οι συνταγματικές διασώζονται. Κάτι τέτοιο δεν δύναται να επιτευχθεί, εάν η διασύνδεση μεταξύ των συνταγματικών και των μη συνταγματικών διατάξεων είναι τόσο στενή, ώστε ο διαχωρισμός τους να μην είναι εφικτός. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν διασώζεται ο νόμος και επομένως ολόκληρος ο νόμος κηρύσσεται ως αντισυνταγματικός.

Προληπτικός

Αναφορικά με τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου, αυτός αφορά τον έλεγχο, ο οποίος δύναται να επιδιωχθεί πριν από τη δημοσίευση του συγκεκριμένου νόμου στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δηλαδή πριν να αποκτήσει δεσμευτική ισχύ.

Σύμφωνα με το Άρθρο 140 Σύνταγμα ΚΔ και σε συνάρτηση με το Δίκαιο της Ανάγκης, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην Κυπριακή έννομη τάξη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να παραπέμπει οιονδήποτε νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων (πριν από την έκδοσή του/της στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας), στο Ανώτατο Δικαστήριο για προληπτικό έλεγχο και/ή γνωμάτευση. Δηλαδή, εάν ο υπό αναφορά νόμος και/ή απόφαση της Βουλής έρχεται σε σύγκρουση ή όχι με συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος. Στην περίπτωση όπου το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήξει ότι ο συγκεκριμένος νόμος και/ή απόφαση είναι αντισυνταγματικός/η, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεσμεύεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν δύναται να προχωρήσει με την έκδοση του συγκεκριμένου νόμου. Επομένως, ο νόμος αυτός δεν αποκτά ποτέ δεσμευτική ισχύ.

Στην περίπτωση όμως όπου μέρος μόνο του νόμου κριθεί ως αντισυνταγματικό, τότε σε ένα δεύτερο στάδιο, το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει κατά πόσο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, συμπαρασύρονται και/ή ακυρώνονται μαζί με τις αντισυνταγματικές διατάξεις και οι συνταγματικές. Στην περίπτωση όπου μπορούν να διασωθούν οι συνταγματικές διατάξεις, ο Πρόεδρος υποχρεούται να προχωρήσει με την έκδοση του νόμου, δημοσιεύοντας όμως μόνο όσες διατάξεις κρίθηκαν ως συνταγματικές.

Τούτων προαναφερθέντων, γεννάται το ερώτημα κατά πόσον και στον προληπτικό έλεγχο ισχύουν οι ίδιες αρχές ελέγχου, όπως αυτές έχουν καταγραφεί στην υπόθεση The Board of the Registration of Architects and Civil Engineers v. Κυριακίδη (1966) και οι οποίες ισχύουν για τον κατασταλτικό έλεγχο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί επί του θέματος αυτού. Φρονούμε όμως, ότι και για τον προληπτικό έλεγχο θα έπρεπε να ισχύουν και/ή εφαρμόζονται οι πιο πάνω αρχές, από την στιγμή που και ο προληπτικός έλεγχος εξυπηρετεί ίδιας φύσης σκοπό με αυτόν που επιδιώκει ο κατασταλτικός έλεγχος.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας