Δρ. Νίκος Παναγιωτίδης*
Για ακόμη μια φορά το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης διχάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει αναγάγει σε μείζον πολιτικοστρατηγικό ζήτημα το όλο θέμα και είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα- μη αποκλειόμενης της χρήσης ένολης βίας- για να αποτρέψει την Ισλαμική Δημοκρατία από το να περάσει το κατώφλι που θα την οδηγήσει στην απόκτηση του πυρηνικού υπερόπλου.
Για τους Ισραηλινούς πρόκειται για ένα υπαρξιακό ζήτημα καθώς όπως διακηρύττουν δεν είναι διατεθειμενοι να επιτρέψουν στην Τεχεράνη να τους επιβάλει μια δεύτερη Σοά, ένα ολοκαύτωμα δηλαδή, όπως αυτό που πέρασαν στα σανατόρια του Άουσβιτς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτειες δεν διαφωνούν με το Τελ Αβίβ για τον στόχο, αλλά για τα μέσα υλοποίησης αυτού του στόχου. Σε αντίθεση με τους Ισραηλινούς θεωρούν ότι μπορούν μέσω του διαλόγου να καταλήξουν σε συμφωνία που θα επιλυεί το όλο ζήτημα. Συναφώς, αποκλείουν την χρηση βιας γιατί θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις σε μια Μέση Ανατολη η οποία διάγει μια περίοδο έντονης στρατηγικής αστάθειας.
Η κυβέρνηση Ομπάμα κατανοεί ότι το Ιράν δεν είναι Λιβύη και ότι η Τεχεράνη έχει από καιρό προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο να δεκτεί επίθεση είτε από τις ΗΠΑ, είτε από το Ισραήλ. To προληπτικό χτύπημα του Τελ Αβίβ εναντίο του Ιράκ το 1981 αλλά και η επίθεση εναντίον της Συρίας το 2007 με στόχο την καταστροφή υποδομών οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή πυρηνικών όπλων δεν έχουν διαγραφεί από την μνήμη των Ιρανών.
Οι τελευταίοι έχουν επεξεργαστεί πάμπολλα σενάρια και είναι έτοιμοι για την διεξαγωγή ενός ασύμμετρου πολέμου, κατά τον οποίο το κέντρο βάρους θα μεταφερθεί στον Περσικό Κόλπο με στόχο τους Άραβες συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αλλά και το ενδεχόμενο απευθείας αναμετρησης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν φαντάζει εφιαλτικό δεδομένων των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τεχεράνης. Η Ισραηλινή κοινωνία έχει κουραστεί από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις με την Χαμάς και δεν είμαστε σίγουροι αν μια στρατηγική πολεμικής ρήξης με το Ιράν θα τύχει της προσήκουσας εσωτερικής, αλλά και διεθνούς νομιμοποίησης.
Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα αν τα ισραηλινά κέντρα λήψης αποφάσεων αναγνωρίζουν την προαναφερθείσα κατάσταση ή αν προβαίνουν σε στρατηγικoύς σχεδιασμούς βασισμένους σε λανθασμένες εκτιμησεις (misperception) για τις δυνατότητες του αντιπάλου ή αν υπερεκτιμούν τις δικές τους δυνατότητες.
Η προσπάθεια του Βενιαμήν Νετανιάχου, πάντως, να επικεντρωσει για ακόμη μια φορά την προεκλογική του εκστρατεία σε θέματα ασφάλειας δεν φαίνεται να πείθει τους ψηφοφόρους.
Οπως μεταδίδουν εβραϊκά μέσα ενημέρωσης το εκλογικό σώμα ιεραρχεί τα κοινωνικό-οικονομικά θέματα πάνω από αυτά της ασφάλειας σε ποσοστό που ξεπερνά το 50 τοις εκατό. Ωστόσο, με βάση το ισχύον εκλογικό σύστημα του Ισραήλ, το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι ποιος θα νικήσει στις εκλογές της Ι7ης Μαρτίου, αλλά ποιος θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Άραβες υποψήφιοι για την Κνεσσέτ κατέρχονται στις εκλογές με κοινό ψηφοδέλτιο για πρώτη φορά στην ιστορία του Εβραϊκού κράτους. Είναι αυτή η εξέλιξη ικανή να στείλει τον Βενιαμίν Νετανιάχου σπίτι του και να φέρει στην εξουσία τον κεντροαριστερό συνασπισμο της “Σιωνιστικής Ένωσης”;
*Δημοσιογράφος, Διεθνολόγος-επικεφαλής ΓΕΩΠΑΜΕ