Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Νομοτελειακά, τα μικρά κράτη καλούνται να λειτουργήσουν μέσα σε ένα ανταγωνιστικό και ορθολογικό διεθνές σύστημα, το οποίο καθορίζουν και διαμορφώνουν τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Όταν αναφερόμαστε στα μικρά κράτη του διεθνούς συστήματος, συνήθως φωτογραφίζουμε εκείνα τα κράτη τα οποία ασκούν κυριαρχία επί περιορισμένης επικράτειας και μικρού πληθυσμιακού συνόλου.
Επιπλέον, είθισται τα μικρά κράτη να έχουν περιορισμένη οικονομική και στρατιωτική ισχύ, συγκρινόμενα πάντοτε με άλλους μεγαλύτερους και ισχυρότερους κρατικούς δρώντες στο διεθνές σύστημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα μικρά κράτη δεν μπορούν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα εθνικά τους συμφέροντα και επομένως η αναζήτηση αξιόπιστων συμμαχιών κρίνεται ως μονόδρομος. Η κρατική ισχύς αποτελεί καθοριστικό παράγοντα των διεθνών σχέσεων, ο οποίος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις στο διεθνές σύστημα. Τα μικρά κράτη, λόγω ακριβώς της έλλειψης επαρκούς ισχύος, δεν δύνανται μόνα τους να υπερασπιστούν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι όλα τα μικρά κράτη στο διεθνές σύστημα, τα ίδια. Η ισχύς (οικονομικό/πολιτική) του κάθε μικρού κράτους καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την δυνατότητα του να επιβιώνει και να προοδεύει σε ένα εξ ορισμού ανταγωνιστικό παγκόσμιο σύστημα. Κάθε μικρό κράτος θα πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση της οποιασδήποτε ισχύς του και να θέτει εφικτές εθνικές επιδιώξεις.
Πρωταρχικός στόχος για τα μικρά κράτη είναι ή θα πρέπει να είναι, η εθνική ασφάλεια και άρα η αποτροπή οποιασδήποτε εξωτερικής επιβουλής. Με άλλα λόγια, η ασφάλεια και η διατήρηση του κράτους κρίνονται ως ζωτικής σημασίας επιδιώξεις για όλα τα κράτη και πολύ περισσότερο για τα μικρά και αδύναμα κράτη.
Η συγκριτικά περιορισμένη αποτρεπτική ισχύς των μικρών κρατών, δεν τους παρέχει ευκολία κινήσεων και ελιγμών μέσα στο διεθνές σύστημα και άρα οι εθνικοί στόχοι κάθε μικρού κράτους επιβάλλεται να είναι ξεκάθαροι και εφικτοί. Όπως έχουμε αναφέρει και πιο πάνω η εθνική επιβίωση για τα μικρά κράτη είναι πρωταρχικός και ζωτικής σημασίας στόχος. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι πάντοτε εύκολο για ένα μικρό κράτος να εξασφαλίσει την εθνική του επιβίωση και ανεξαρτησία. Οι τελευταίοι στόχοι είναι άμεσα συναρτώμενοι με τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που θέτουν τους κανόνες του παιχνιδιού και τα μικρά κράτη θα πρέπει να αντιλαμβάνονται εγκαίρως τις αλλαγές των γεωπολιτικών παιγνίων και να προσαρμόζονται ανάλογα. Επομένως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ασφάλεια και η εθνική επιβίωση των μικρών κρατών εξαρτάται αποκλειστικά από τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και ειδικότερα εκείνων των δυνάμεων των οποίων τα συμφέροντα συγκρούονται ή συγκλίνουν με εκείνα του μικρού κράτους.
Μια εξωτερική απειλή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χωρίς το μικρό κράτος να προσχωρήσει μέσα σε ένα συλλογικό πλαίσιο ασφάλειας. Επομένως, όταν ένα ισχυρό κράτος απειλεί τα συμφέροντα ή την εθνική ακεραιότητα ενός μικρού κράτους, το τελευταίο θα πρέπει με ευέλικτα μέσα να χρησιμοποιήσει την αποτρεπτική ισχύ άλλων ισχυρών κρατών προς ίδιον όφελος. Με άλλα λόγια, το μικρό κράτος επιβάλλεται έγκαιρα να συνάψει συμμαχίες με ισχυρά κράτη, έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας σε τυχόν εξωτερικές επιβουλές άλλων κρατών. Το τελευταίο προϋποθέτει, τα συμφέροντα του μικρού κράτους να συγκλίνουν με τα συμφέροντα του ισχυρού κράτους, από το οποίο το μικρό κράτος αποζητά προστασία και ασφάλεια. Επομένως, η προσκόλληση σε έναν ισχυρό σύμμαχο αποτελεί την μόνη ρεαλιστική λύση για την επιβίωση ενός μικρού κράτους. Μέσα από μια τέτοια συμμαχία το μικρό κράτος μπορεί να απολάβει προστασίας έναντι εχθρικών σχεδιασμών.
Βέβαια, μια τέτοια συμφωνία θα οικοδομηθεί πάνω στην βάση κοινά αποδεκτών συμφερόντων και εκατέρωθεν στρατηγικών ανταλλαγμάτων μεταξύ των δύο μερών. Επιπλέον, κάθε μικρό κράτος, πέραν από την συνομολόγηση ισχυρών συμμαχιών, μπορεί μέσα από έξυπνες στρατηγικές και διπλωματικές κινήσεις να ενδυναμώσει την θέση του στο παγκόσμιο σκηνικό και να ασκήσει σε κάποιο βαθμό πίεση πάνω σε ισχυρότερα κράτη.
Τα μικρά κράτη έχουν την τάση συχνά να καταφεύγουν σε ηθικο/πολιτικούς κανόνες και να επικαλούνται το Διεθνές Δίκαιο, στην περίπτωση όπου ισχυρότερα κράτη παραβιάζουν διατάξεις του παγκόσμιου θεσμικού πλαισίου.
Μια τέτοια πολιτική δύναται να επιφέρει καρπούς όταν τα μέρη που εμπλέκονται σε μια διαφορά είναι ισοδύναμης ισχύος. Με άλλα λόγια, η επίκληση των κανόνων δικαίου μπορεί να είναι αποτελεσματική πρακτική, μόνο όταν υπάρχει ισορροπία ισχύος μεταξύ των συγκρουόμενων μερών. Μικρά κράτη τα οποία στήριξαν αποκλειστικά την ύπαρξη και διεθνή τους παρουσία σε ηθικές αρχές του φυσικού δικαίου, οδηγήθηκαν σε καταστροφικά αποτελέσματα.
Η παγκόσμια πολιτική καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα συμφέροντα των πιο ισχυρών παικτών και επομένως το δίκαιο και η ηθική δεν μπορούν πάντοτε να συμβαδίζουν με τις ρεαλιστικές επιδιώξεις τέτοιων ορθολογικών παικτών. Το Διεθνές Δίκαιο και τα Διεθνή Δικαστήρια θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ένας συμπληρωματικός μοχλός πίεσης για πρακτικές οι οποίες κατάφορα παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα και στρέφονται έναντι του συνόλου της παγκόσμιας κοινότητας, και όχι πάντως ως εργαλείο «ποινικοποίησης» των διεθνών σχέσεων.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η παγκόσμια πολιτική και κατ’ επέκταση οι διεθνείς σχέσεις καθορίζονται και διαμορφώνονται από την ισχύ που διαθέτουν τα κράτη. Η δύναμη ισχύος του κάθε κράτους επηρεάζει και διαμορφώνει την διεθνή του συμπεριφορά και στάση έναντι των άλλων παικτών. Στην περίπτωση των μικρών κρατών, η παγκόσμια πολιτική αρένα φαντάζει ακόμη πιο αβέβαιη και αφιλόξενη. Λόγω ακριβώς αυτού του δεδομένου, τα μικρά κράτη καλούνται να αναπτύξουν εκείνα τα πολιτικο/διπλωματικά αντανακλαστικά που θα τους επιτρέψει να ελίσσονται και να επιβιώνουν με το λιγότερο δυνατό κόστος.
*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας