Η Κεντρική Τράπεζα εξέδωσε νέα οδηγία προς τα πιστωτικά ιδρύματα, η οποία απλοποιεί τις διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθούν οι τράπεζες για τη χορήγηση δανείων, ενώ καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη και όχι οι εξασφαλίσεις.
Η νέα οδηγία “για τις διαδικασίες χορήγησης νέων και αναθεώρησης υφιστάμενων πιστωτικών διευκολύνσεων”, η οποία εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΚΤ και τίθεται σε ισχύ με την δημοσίευση της, αντικαθιστά την υφιστάμενη οδηγία για χορήγηση δανείων που εξέδωσε η ΚΤ στο τέλος του 2013. Στη νέα οδηγία έχουν ενσωματωθεί τα σχόλια της Τρόικας, αλλά και οι απόψεις των εμπλεκόμενων φορέων, όσες μπορούσαν φυσικά να περιληφθούν.
Η νέα οδηγία θα έπρεπε με βάση το μνημόνιο να είχε δημοσιευθεί μέχρι το τέλος του 2015, αλλά είχε δοθεί παράταση από την Τρόικα μέχρι το τέλος Ιανουαρίου.
Συγκεκριμένα, στη νέα οδηγία υπάρχει μια γενική απλοποίηση των διαδικασιών χορήγησης δανείων, ενώ βασικό στοιχείο της είναι πως τονίζεται ότι το κριτήριο χορήγησης δανείου πρέπει να είναι η ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη και όχι οι εξασφαλίσεις, οι οποίες θεωρούνται πλέον δευτερεύον κριτήριο.
Σε σχέση με προσωπικές εγγυήσεις, στην οδηγία η ΚΤ προτρέπει τις τράπεζες να μην ζητούν προσωπικές εγγυήσεις εάν ικανοποιηθούν από την ικανότητα αποπληρωμής του πρωτοφειλέτη. Οι τράπεζες θα πρέπει να αξιολογούν την ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη και θα μπορούν να χορηγούν πιστωτικές διευκολύνσεις, χωρίς εξασφαλίσεις αν κρίνουν ότι είναι ικανοποιητική η ικανότητα του δανειολήπτη να αποπληρώσει ένα δάνειο.
Επίσης, προτρέπονται οι τράπεζες όπως στην περίπτωση που στηρίζονται στα εισοδήματα του εγγυητή για την χορήγηση ενός δανείου, να θεωρούν τον εγγυητή ως συνοφειλέτη.
Στην οδηγία καθοδηγούνται οι τράπεζες για το πώς θα πρέπει να μετρούν την ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη, όπως, μεταξύ άλλων, το ύψος των εσόδων του δανειολήπτη σε σχέση με το ποσό του δανείου και το ποσοστό εσόδων έναντι των εξόδων.
Σκοπός της οδηγίας, σύμφωνα με την ΚΤ, είναι α) να θεσπίσει τις βέλτιστες πρακτικές, τις οποίες οφείλουν να εφαρμόζουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα κατά τη διαδικασία αξιολόγησης αιτήσεων για την παραχώρηση νέων και κατά την αναθεώρηση υφιστάμενων εξυπηρετούμενων πιστωτικών διευκολύνσεων.
(β) να παρέχει παραδείγματα των δικαιολογητικών, τα οποία τα ΠΙ πρέπει να εξετάζουν κατά πόσο πρέπει να λαμβάνονται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της αίτησης για παραχώρηση νέας πιστωτικής διευκόλυνσης ή αναθεώρησης υφιστάμενων εξυπηρετούμενων πιστωτικών διευκολύνσεων, εφαρμόζοντας πάντοτε την αρχής της αναλογικότητας λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα και τους κινδύνους ανά περίπτωση και ασκώντας κριτική για την πληρότητα και επάρκεια των πληροφοριών που είναι άμεσα διαθέσιμες
(γ) να ενσωματώσει τις ελάχιστες απαιτήσεις αναφορικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών, όπως αυτές προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σχετικά με την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας της 19ης Αυγούστου 2015.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το κείμενο της οδηγίας, “βασική αρχή για την αξιολόγηση της χορήγησης νέας και για την αναθεώρηση υφιστάμενης πιστωτικής διευκόλυνσης είναι ο προσδιορισμός της ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη”.
“Η αξία των εξασφαλίσεων δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αξιολόγηση από το πιστωτικό ίδρυμα της αίτησης για παροχή πιστωτικής διευκόλυνσης. Η εξασφάλιση χρησιμοποιείται μόνο ως δευτερεύουσα πηγή αποπληρωμής και ως τέτοια θα πρέπει να αξιολογείται”, σημειώνεται.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι “η εξασφάλιση από μόνη της δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί κριτήριο για την έγκριση πιστωτικής διευκόλυνσης και δεν μπορεί από μόνη της να αιτιολογήσει την έγκριση οποιασδήποτε πιστωτικής διευκόλυνσης. Οι εξασφαλίσεις θεωρούνται μόνο ως εναλλακτική διέξοδος του πιστωτικού ιδρύματος σε περίπτωση αθέτησης και όχι ως η πρωταρχική πηγή αποπληρωμής”.
Οι πιστωτικές διευκολύνσεις εξασφαλίζονται μόνο ως δίχτυ ασφαλείας σε περίπτωση μελλοντικών δυσμενών αποκλίσεων στην ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τον δανεισμό τους.
Επίσης, σημειώνεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι το ποσοστό συνεισφοράς του αιτητή είναι ικανοποιητικό και αντανακλά το επίπεδο κινδύνου της πιστωτικής διευκόλυνσης.
Επιπλέον, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της ικανότητας του αιτητή να αποπληρώσει τις πιστωτικές του διευκολύνσεις, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να δίδει έμφαση στο παρόν εισόδημα και στις μελλοντικές ταμειακές ροές του αιτητή και όχι στις διαθέσιμες εξασφαλίσεις.
Σε περίπτωση που λαμβάνονται προσωπικές εγγυήσεις, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να ενημερώνουν τους ενδεχόμενους εγγυητές ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την εγγύησή τους είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές του δανειολήπτη. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται μαζί με τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τον Περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμο του 2003 έως 2015.
Αναθεώρηση υφιστάμενων πιστωτικών διευκολύνσεων
Σύμφωνα με το κείμενο της οδηγίας, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναθεωρούν τις πιστωτικές διευκολύνσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου του δανειολήπτη και του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται.
(β) Τα πιστωτικά ιδρύματα δύναται να χρησιμοποιούν αυτοματοποιημένες διαδικασίες για την αναθεώρηση των λογαριασμών των φυσικών προσώπων που παρουσιάζουν τακτικές ταμειακές εισροές στους λογαριασμούς τους.
(γ) Στην περίπτωση δανειοληπτών που είναι νομικά πρόσωπα, το πιστωτικό ίδρυμα, με βάση την αξιολόγησή του αναφορικά με την πολυπλοκότητα και τους κινδύνους που εμπεριέχονται, προβαίνει σε αναθεώρηση κάθε χρόνο.
(δ) Στην περίπτωση φυσικών προσώπων χωρίς τακτικές εισροές στους λογαριασμούς τους, η αναθεώρηση διεξάγεται, ενδεικτικά, ως ακολούθως:
(i) κάθε δύο χρόνια για φυσικά πρόσωπα με συνολικά ανοίγματα ισοδύναμα ή πέραν των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (€300.000), και
(ii) κάθε τρία χρόνια για φυσικά πρόσωπα με συνολικά ανοίγματα μικρότερα των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (€300.000).
(2) (α) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν τον δανειολήπτη για την επικείμενη διαδικασία αναθεώρησης και να παρέχουν μια εύλογη προθεσμία για την υποβολή των σχετικών εγγράφων.
(β) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διασφαλίσουν ότι το βάθος της αναθεώρησης είναι ανάλογο με την κατηγορία του δανειολήπτη, το επίπεδο κινδύνου και το συνολικό ποσό των πιστωτικών του διευκολύνσεων.
(3) Κατά τη διαδικασία αναθεώρησης τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να επαναξιολογήσουν τη δυνατότητα του δανειολήπτη να αποπληρώσει τις πιστωτικές του διευκολύνσεις προς το πιστωτικό ίδρυμα και προς άλλα πιστωτικά ιδρύματα, λαμβάνοντας υπόψη και άλλες μη τραπεζικές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, όπως για παράδειγμα φορολογικές υποχρεώσεις·
(α) Σε περίπτωση υποθηκών επί ακίνητης περιουσίας, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρακολουθούν το δείκτη “Δανείου προς Αξία”.
Οικονομικές πληροφορίες που λαμβάνονται από τους αιτητές
Οι ακόλουθες οικονομικές πληροφορίες δύναται να ζητηθούν απευθείας από τον αιτητή/δανειολήπτη προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία των εσόδων και της ικανότητας αποπληρωμής του αιτητή / δανειολήπτη σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 9:
Φυσικά πρόσωπα – υπάλληλοι:
————————————
(i) Πρωτότυπα εκκαθαριστικά μισθοδοσίας για τους τελευταίους τρεις (3) μήνες και
(ii) Δικαιολογητικά έγγραφα για οποιοδήποτε άλλο σταθερό εισόδημα, για παράδειγμα, εισόδημα διατροφής, έσοδα από τόκους, έσοδα από ακίνητη περιουσία, έσοδα από επιδόματα πρόνοιας.
Φυσικά πρόσωπα – Αυτοεργοδοτούμενοι:
(i) Βεβαίωση εισοδήματος από τον λογιστή ή ελεγκτή του αιτητή, ή
(ii) Δήλωση κοινωνικών ασφαλίσεων,
(iii) Εάν είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), αντίγραφο των δηλώσεων ΦΠΑ που υποβλήθηκαν από την ημερομηνία του τελευταίου ισολογισμού,
(iv) Δικαιολογητικά έγγραφα για οποιοδήποτε άλλο εισόδημα και
(v) Φορολογική δήλωση.
Σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις των τριών τελευταίων οικονομικών ετών (σε περίπτωση που ο αιτητής δεν έχει ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για το τελευταίο οικονομικό έτος, τότε να υποβάλλονται μη ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του έτους αυτού), όλες τις τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις του τρέχοντος έτους για τις εισηγμένες εταιρείες, όλους τους διευθυντικούς λογαριασμούς από την ημερομηνία των τελευταίων οικονομικών καταστάσεων για τις μη εισηγμένες εταιρίες και πρωτότυπο δύο τελευταίων διαθέσιμων εκκαθαριστικών του φόρου εισοδήματος.