Δεν άντεξε τη συγκίνηση ο πατέρας ενός από τα θύματα της ομάδας των Νεοναζί που έσπειρε το θάνατο με τη δράση της σε αρκετά σημεία της Γερμανίας, και κατέρρευσε ενώ απηύθυνε έκκληση να δοθεί το όνομα του παιδιού του στην οδό όπου “έπεσε” νεκρό από τη σπείρα των Νεοναζιστών.
Οι αποκαλύψεις τον Νοέμβριο του 2011 ότι ένας νεοναζιστικός πυρήνας ευθύνεται για τις φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους δολοφονίες οκτώ Τούρκων, ενός Έλληνα και μίας αστυνομικού, είχαν οδηγήσει σε έναν φορτισμένο διάλογο όσον αφορά το γιατί και τον τρόπο που αφέθηκε να δρα ανεξέλεγκτα για τόσον καιρό η συμμορία NSU.
Οι συγγενείς των θυμάτων βρίσκονταν σε συνάντηση με τον Γερμανό πρόεδρο Γιοάχιμ Γκάουκ στο Βερολίνο όταν ο Ισμαήλ Γιοζγκάτ, πατέρας του τουρκικής καταγωγής Χαλίτ όταν ήταν 6 ετών, παρουσίασε μία φωτογραφία του θύματος περασμένη στο λαιμό του και ξέσπασε σ’ έναν αυθόρμητο λόγο.
«Το 2006 χρειάσθηκε να δω τον γιο μου Χαλίτ, 21 ετών, να πεθαίνει στα χέρια μου. Ήταν ο μοναχογιός μου», δήλωνε ο Γιοζγκάτ, ενώ ο Γκάουκ τον περιέβαλε με ένα στοργικό χέρι στον ώμο.
Ο πατέρας ζήτησε να πάρει το όνομα του γιου του η οδός στην πόλη του Κάσελ όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο γιός του: «μόνον αυτό θα βοηθήσει να ανακουφισθεί λίγο ο πόνος μου», πρόσθεσε.
«Χρειαζόσασταν συμπάθεια κι υποστήριξη. Απεναντίας σας υποψιάσθηκαν, σας εξευτέλισαν και σας εγκατέλειψαν. Εσείς εμπιστευθήκατε τη χώρα μας και τους θεσμούς της. Η εμπιστοσύνη αυτή κλονίστηκε», δήλωσε ο Γκάουκ προς τους συγγενείς των θυμάτων, αναφερόμενος στην αρχική τροπή των ερευνών στην υπόθεση, που είχαν στραφεί προς τα δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών στο εσωτερικό της τουρκικής κοινότητας, κι ακόμη και στους ίδιους τους συγγενείς των θυμάτων.
Ήταν όμως η αυτοκτονία δύο μελών της NSU, στα τέλη του 2011, που έστρεψε τις έρευνες προς την οργάνωση και αποκάλυψαν το κενό συνεννόησης ανάμεσα στις διάφορες υπηρεσίες ασφαλείας της Γερμανίας και την αδυναμία τους να ελέγξουν αποτελεσματικά τις ακροδεξιές οργανώσεις.
Τον Απρίλιο προσάγεται σε δίκη μία ύποπτη ως μέλος της NSU, η 38χρονη Μπεάτε Τσεπ, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για φόνους κατά συρροή. Η υπόθεση έχει αναζωπυρώσει τις δημόσιες εκκλήσεις να τεθούν εκτός νόμου οι ακροδεξιές οργανώσεις.