Καρυδάς:Η απομάκρυνση μου από τη Τ.Κύπρου εξυπηρετούσε συγκεκριμένα στελέχη

Κάποιοι αξιοποίησαν την ευκαιρία της αποχώρησης μου από την Τράπεζα στις 31 Αυγούστου του 2012, με βάση την ψευδή μαρτυρία του υφιστάμενου μου Μιχάλη Πεκρή, για να απαλλαγούν από κάποιον που δεν συνέπλεε με τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα τους και για να αποσείσουν ταυτόχρονα τις δικές τους ευθύνες, δήλωσε ο πρώην Ανώτερος Γενικός Διευθυντής του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Νικόλας Καρυδάς.

“Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα θετικό προς την κατεύθυνση αυτή λόγω κυρίως των ενεργειών του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκου Δημητριάδη, ο οποίος επεδίωκε και ζητούσε απομάκρυνση στελεχών που θα έφερναν αντίρρηση στο έργο του”, πρόσθεσε.

Μιλώντας ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία, ο κ. Καρυδάς είπε ότι η απομάκρυνση του από την Τράπεζα Κύπρου “εξυπηρετούσε και συγκεκριμένα στελέχη της Τράπεζας, τα οποία ήθελαν να μου φορτώσουν”, όπως είπε, “όλα τα κακώς έχοντα” και έτσι “φεύγοντας δεν θα είχα πρόσβαση στα διάφορα έγγραφα και πρακτικά συνεδριάσεων τα οποία θα ήταν χρήσιμα στην υπεράσπιση μου και θα μπορούσαν ανενόχλητα να περάσουν στους Alvarez & Marsal τη δική τους θέση”.

Αναφέροντας ότι ο Διοικητής της ΚΤ ζήτησε την παραίτηση μελών της Εκτελεστικής Διεύθυνσης και ορισμένων μελών του ΔΣ, ο κ. Καρυδάς είπε ότι μετά την αποχώρηση στις 9 Ιουλίου του 2012 του πρώην Διευθύνοντα Συμβούλου της Τράπεζας Ανδρέα Ηλιάδη, ο (πρώην Ανώτατος Διευθυντής και στη συνέχεια Διευθύνοντας Σύμβουλος της Τράπεζας) Γιάννης Κυπρή «ζήτησε να τεθώ σε αδικαιολόγητη διαθεσιμότητα από το ΔΣ της Τράπεζα μετά από απαίτηση του Διοικητή της ΚΤ (26 Ιουλίου 2012)», με αποτέλεσμα “να με καταδικάσει πριν καν ξεκινήσει έρευνα» για την αγορά των ελληνικών ομολόγων.

“Την περίοδο εκείνη, ήτοι τον Αύγουστο του 2012 δεν είχαν αντιληφθεί ότι ο στόχος ήταν η πλήρης “εξυγίανση” της Τράπεζας Κύπρου, αλλά θεωρούσαν τον πόλεμο προσωπικό και πολιτικά καθοδηγούμενο λόγω της αντικειμενικής στάσης που είχα τηρήσει κατά την εξέταση αιτημάτων δανειοδότησης κάποιων εταιρειών συνδεδεμένων με το κυβερνών κόμμα ή ατόμων που πρόσκειντο σε αυτό, μετά την αποχώρηση του (τέως Υπουργού Οικονομικών) Βάσου Σιαρλή από την τράπεζα”, πρόσθεσε.

Ο κ. Καρυδάς είπε ότι “η στάση του (πρώην Ανώτατου Διευθυντή και τέως Διευθύνοντα Συμβούλου της Τράπεζας) Γιάννη Κυπρή προς το κυβερνών κόμμα ήταν πιο `θετική` όπως συνάγεται από το γεγονός ότι σε συνεργασία με τον Βάσο Σιαρλή προσέλαβαν τη σύζυγο του (ΓΓ ΑΚΕΛ) Άντρου Κυπριανού στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου σε ηλικία σημαντικά μεγαλύτερη του ορίου που προβλέπεται στην πολιτική της Τράπεζας και σε περίοδο που υπήρχε παγοποίηση στις προσλήψεις”, προσθέτοντας ότι την ενέργεια αυτή δεν την γνώριζαν εκ των προτέρων ο πρώην Διευθύνοντας Σύμβουλος της Τράπεζας Ανδρέας Ηλιάδης και ο πρώην Πρόεδρος της Τράπεζας Θεόδωρος Αριστοδήμου.

Ενδεικτικά, ο κ. Καρυδάς ανέφερε τις υποχρεώσεις της Ομόνοιας και του (προέδρου της) Μιλτιάδη Νεοφύτου, οι λογαριασμοί του οποίου, όπως είπε, χρησιμοποιούνταν για την έμμεση χρηματοδότηση της Ομόνοιας.

Για τους πιο πάνω λογαριασμούς, σύμφωνα με τον κ. Καρυδά, “υπήρξαν τηλεφωνικές παρεμβάσεις προς τον πρώην Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέα Ηλιάδη και τον πρώην Πρόεδρο της Τράπεζας Θεόδωρο Αριστοδήμου από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και τον ΓΓ του ΑΚΕΛ Αντρο Κυπριανού, υποσχόμενοι ότι οι υπερβάσεις εκατομμυρίων που θα παραχωρούνταν προσωρινά κατά ή περί τον Μάιο – Ιούνιο 2012 προς τον Μ. Νεοφύτου θα καλύπτονταν από `άλλες πηγές`”.

Ανέφερε ότι το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών το πληροφορήθηκε αμέσως μετά από τους ίδιους τους Ηλιάδη και Αριστοδήμου.

Ανέφερε επίσης ότι θεώρησε πως μετά την αποχώρηση του κ. Σιαρλή, ο οποίος παρακολουθούσε και ενέκρινε, όπως είπε, “κάποιες από τις παράτυπες καταθέσεις στους πιο πάνω λογαριασμούς, οι οποίες δεν δικαιολογούνταν από τον κύκλο εργασιών των εταιρειών και κατά παράβαση των εσωτερικών κανονισμών της Τράπεζας”, η δική του παρουσία “θα ήταν εμπόδιο, όπως εμπόδιο ήταν και στην έγκριση των υπερβάσεων εφόσον είχα αρνηθεί στο παρελθόν να εξυπηρετήσω τα συμφέροντα ενός κόμματος”, όταν τον Αύγουστο του 2012 υποβλήθηκε αίτηση για ανανέωση των ορίων του Μιλτιάδη Νεοφύτου, η οποία δεν παρουσίασε τη σωστή εικόνα και ζήτησε να γίνει έλεγχος.

Μετά την αποχώρηση μου από την Τράπεζα (Αύγουστο 2012) ο έλεγχος αμφιβάλω αν έγινε, πρόσθεσε.

Είπε ακόμη ότι αφού αρνήθηκε να θυματοποιηθεί και το ΔΣ απέρριψε την πρόταση του Κυπρή, ο κ. Κυπρή προχώρησε, προφανώς έπειτα από προφορικό αίτημα της ΚΤ σε αναδόμηση της Διευθυντική Ομάδας έτσι ώστε «κατά τον ισχυρισμό της ΚΤ» να εξασφαλιστεί η ομαλή διεξαγωγή της έρευνας για την αγορά ελληνικών ομολόγων, προσθέτοντας ότι “η αναδιοργάνωση περιορίστηκε στο να αφαιρεθούν μόνο από εμένα τα περισσότερα μου τραπεζικά καθήκοντα”.

Ο κ. Καρυδάς απέρριψε δημοσιεύματα για παραχώρηση “μίζας” για την αγορά ομολόγων, επικαλούμενος και σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 21 Αυγούστου 2012 του Χριστάκη Πατσαλίδη προς τον Εσωτερικό Ελεγκτή της τράπεζας Κ. Τσολάκκη.
“Ενώ η Τράπεζα γνώριζε ότι αυτά τα δημοσιεύματα ήταν αναληθή και ανυπόστατα, ο Γ. Κυπρή και το ΔΣ προτίμησαν να σιωπήσουν αφήνοντας την τράπεζα να δυσφημίζεται και τα πρώην και νυν στελέχη της να υφίστανται ηθικό κατατρεγμό πιθανόν για να διατηρήσουν τις θέσεις τους και να είναι αρεστοί στον Διοικητή της ΚΤ”, πρόσθεσε.

Σε σχέση με την αγορά ελληνικών ομολόγων, ο κ. Καρυδάς είπε ότι λαμβάνονταν υπόψη οι αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης και ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 οι οίκοι αξιολογούσαν την ελληνική οικονομία Α1, στις 29 Οκτωβρίου 2009 οι Moody`s ταξινόμησαν το ελληνικό χρέος σε Α1 με αρνητικό ορίζοντα, στις 22 Δεκεμβρίου 2009 το μείωσαν σε Α2 με σταθερό ορίζοντα, ενώ στις 22 Απριλίου του 2010 μειώθηκε η αξιολόγηση σε Α3.

Τον Ιούνιο του 2009 καθορίστηκε ως όριο για επένδυση στα ελληνικά ομόλογα τα 3 δισ. ευρώ, ενώ στο τέλος Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου 2009, έπειτα από πληροφορίες ότι θα μειωνόταν η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας επειδή η νέα Κυβέρνηση της Ελλάδας θα έδειχνε μεγαλύτερο έλλειμμα, σε συνεννόηση με τον Χριστάκη Πατσαλίδη “πωλήσαμε το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων εντός Σεπτεμβρίου και μετά έπεσα οι τιμές των ομολόγων και σταμάτησαν οι πωλήσεις”.

Ερωτηθείς από τον Πρόεδρο της Επιτροπής αν οι αγορές ομολόγων γίνονταν από τον ίδιο και τον κ. Ηλιάδη, ο κ. Καρυδάς απάντησε αρνητικά.

Ανέφερε επίσης ότι στις 11 Δεκεμβρίου του 2009 είπε ενώπιον του ΔΣ της Τράπεζα, σύμφωνα με τα πρακτικά, ότι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει η τράπεζα έναντι των ομολόγων της ελληνικής Κυβέρνησης είναι χαμηλός, καθώς μείωσε τη συμμετοχή της από τις αρχές του έτους μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου.

Πρόσθεσε ότι στις 11 Δεκεμβρίου 2009 η τράπεζα κατείχε ελληνικά ομόλογα ύψους περίπου 500 εκατομμυρίων ευρώ.

Είπε ότι πριν τη συνεδρία του ΔΣ την ίδια ημέρα συγκάλεσε συνεδρία στο γραφείο του στην οποία παρευρέθηκαν ο Χριστάκης Πατσαλίδης και ο Θεόδωρος Αλέπης εκ μέρους της Διεύθυνσης Διαχείρισης Διαθεσίμων και η Μαρία Χριστοφίδου, διευθύντρια της αγοράς κινδύνου, εκ μέρους του ΓΔ Διαχείρισης Κινδύνου που απουσίαζε στην Ελλάδα, ο οποίος υπέγραψε το πρακτικό.

Ο κ. Καρυδάς ανέφερε ότι αποφασίστηκε να προταθεί στην επόμενη συνεδρία της Asset Liabilities Committee (ALCo) τη μείωση των ορίων για επενδύσεις σε ομόλογα σε 2 δισ. ευρώ, από 3 δισ. ευρώ και πρόσθεσε ότι αυτό δεν το ανέφερε στη συνεδρία του ΔΣ της Τραπεζας, που έγινε 2 ώρες αργότερα για να μην προκαταλάβει την απόφαση της ALCo.

Σε παρατήρηση του κ. Πική ότι σε επιστολή της Τράπεζας Κύπρου στις 6 Ιουλίου 2008 στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι οι αγορές γίνονταν με προφορικές οδηγίες των κ. Ηλιάδη και Καρυδά, ο κ. Καρυδάς είπε ότι “αυτό είναι αναληθές” και πρόσθεσε ότι η επιστολή στάλθηκε ύστερα από οδηγίες του κ. Κυπρή “χωρίς να συζητήσει ούτε μαζί μου ούτε με τη Διεύθυνση Διαχείρισης Κινδύνου”.

Ανέφερε επίσης ότι τα ελληνικά ομόλογα που αγοράστηκαν από τον Απρίλιο του 2010 και μετά – μετά και την επιστολή της ΚΤ ότι εμπεριέχει υψηλό κίνδυνο η αγορά ελληνικών ομολόγων – ήταν 52 εκ. ευρώ, τα οποία παρέμειναν μέχρι την απομείωση του ελληνικού χρέους το 2011.

Ο κ. Καρυδάς αναφέρθηκε και σε email που απέστειλε ο Χριστάκης Πατσαλίδης στις 25 Νοεμβρίου του 2011 στον κ. Ηλιάδη στο οποίο περιγράφει το τι είχε συμβεί με τα ελληνικά ομόλογα, το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας, αναφέροντας παράλληλα ότι άρχισε να κτίζεται εκ νέου τον Δεκέμβριο του 2009 το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της Τράπεζας.

“Το ΔΣ ενημερωνόταν για τα όρια μέσα στα οποία η υπηρεσία μπορούσε να αγοράζει ομόλογα. Τον Ιούλιο του 2009 τα όρια καθορίστηκαν σε 3 δισ. ευρώ. Το ΔΣ έπρεπε να γνωρίζει”, όταν καθορίζονταν τα όρια, καθώς αυτά σημειώνονταν στα πρακτικά του Group ALCo της τράπεζας (Asset Liabilities Committee), ανέφερε και πρόσθεσε ότι το Μάρτιο του ίδιου έτους πληροφορήθηκε το ΔΣ ότι τα όρια μειώθηκαν στα 2 από 3 δισ. ευρώ.

Είπε ακόμη ότι το Μάρτιο του 2010 όταν έγινε η συνεδρία της Επιτροπής Κινδύνου του ΔΣ όπου ενημερώθηκαν για τη μείωση των ορίων, συζητήθηκαν οι κίνδυνοι της Ελλάδας αλλά θεωρήθηκε ότι τα χειρότερα πέρασαν για την Ελλάδα.

Ο κ. Καρυδάς είπε ότι υπόψη πρέπει να ληφθεί και αυτό που “εσκεμμένα οι Alvarez & Marsal αποφεύγουν να πούνε”, ότι σε συνεδρία στις 11 Δεκεμβρίου 2009 όπου συζητήθηκαν τα τριετή πλάνα της Τράπεζα ενέκριναν τη σημαντική επέκταση στην Ελλάδα, το άνοιγμα 75 νέων καταστημάτων και την κατά 37% επέκταση του δανεισμού κατά τα επόμενα τρία χρόνια.

“Αν ανησυχούσαν για την Ελλάδα θα έπρεπε να συζητήσουν την επέκταση και το άνοιγμα καταστημάτων”, ανέφερε και πρόσθεσε ότι “στη συνεδρία “κανένας δεν είπε ότι έπρεπε να ακυρώσουμε τα όρια της Ελλάδας”.

Σύμφωνα με τον κ. Καρυδά, αυτά εγκρίθηκαν, σύμφωνα με τα πρακτικά, σε συνεδρία των Εκτελεστικών Διευθυντών στις 28-29 Νοεμβρίου 2009 και σε εκείνη τη συνεδρία με σημείωμα του ο (ΓΔ της Διεύθυνσης Διαχείρισης Διαθεσίμων) Χριστάκης Πατσαλίδης λέει ότι “στην επόμενη τριετία θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις επενδυτικές ευκαιρίες σε ομόλογα και δάνεια προς κρατικές επιχειρήσεις στις χώρες που έχει παρουσία η Τράπεζα”.

Σε παρατήρηση του κ. Πική ότι η Alvarez & Marsal αναφέρει ότι οι συνεντεύξεις κατέδειξαν ότι ο κ. Καρυδάς εμπλέκεται δραστικά στις αποφάσεις για αγορά ελληνικών ομολόγων, ο κ. Καρυδάς είπε ότι “όταν κάποιον με εύσχημο τρόπο τον διώχνουν από την τράπεζα μπορούν να του τα φορτώσουν όλα”, προσθέτοντας ότι μέσα στα πρακτικά που κατέθεσε στην Ερευνητική Επιτροπή φαίνονται οι οδηγίες του (ΓΔ της Διεύθυνσης Διαχείρισης Διαθεσίμων) Χριστάκη Πατσαλίδη που έστειλε με email.”

Τώρα εσκεμμένα χάθηκαν πολλά από τα email του”, πρόσθεσε.
Σε σχέση με διαγραφή δανείων, ο κ. Καρυδάς είπε ότι το μόνο που γνωρίζει διαβάζοντας μέσα στην έκθεση Alvarez & Marsal στον Οκτώβριο 2012 διεγράφησαν σημαντικά έγγραφα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Χρ. Πατσαλίδη, προσθέτοντας ότι ο ίδιος έφυγε από την Τράπεζα τέλη Αυγούστου 2011.

Ερωτηθείς από τον κ. Πική τι έπραξε σε σχέση με τους κινδύνους για το θέμα της εξαγοράς της ρωσικής τράπεζας Uniastrum, ο κ. Καρυδάς είπε ότι στις διαπραγματεύσεις δεν έλαβε μέρος, προσθέτοντας ότι οι διαπραγματεύσεις έγιναν από τον επικεφαλής της υπηρεσίας Συγχωνεύσεων και Εξαγορών της τράπεζας Χρίστη Χατζημιτσή, ενώ στις πλείστες συναντήσεις με τους Ρώσους συμμετείχε και ο Κυπρής αλλά και ο κ. Ηλιάδης.

“Εγώ τους Ρώσους τους συνάντησα πρώτη φορά μετά την εξαγορά”, ανέφερε και πρόσθεσε ότι είχε “κάποιες επιφυλάξεις” για την εξαγορά και για αυτό ζήτησε στη συνεδρία του ΔΣ που θα αποφασίζετο η εξαγορά ζήτησα να μιλήσω τελευταίος, παρά το γεγονός ότι ήμουν έκτος στην ιεραρχία.

Ο κ. Καρυδάς είπε ότι “όλοι οι Εκτελεστικοί Διευθυντές ήταν έντονοι υποστηρικτές” της εξαγοράς “με κυριότερους τους κ. Χατζημιτσή και Κυπρή, ο οποίος ανέφερε “ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να χάσουμε”, ενώ ο ίδιος ανέφερε ότι αν όλοι οι Εκτελεστικοί Διευθυντές δεσμεύονται να πράξουν αυτά που είπαν “η επένδυση θα πάει πολύ καλά και συμφωνώ να προχωρήσουμε”.

Ερωτηθείς από τον κ. Πική τι στοιχεία είχε ενώπιον του το ΔΣ και υποστήριξε την εξαγορά, ο κ. Καρυδάς είπε ότι υπήρχαν εκθέσεις της υπηρεσίας Συγχωνεύσεων και Εξαγορών, η έκθεση των συμβούλων της αμερικανικής τράπεζας JP Morgan, η έκθεση των εξωτερικών ελεγκτών και η έκθεση του εσωτερικού ελεγκτή.
Ανέφερε ότι η ρωσική τράπεζα ήταν μικρή τράπεζα σε assets με σημαντικό αριθμό καταστημάτων, το οποίο, όπως είπε, θεωρείτο πλεονέκτημα γιατί στη Ρωσία χρειάζεσαι ξεχωριστή άδεια για κάθε κατάστημα.

Σε παρατήρηση του κ. Πική ότι τα πλείστα καταστήματα δεν ήταν κερδοφόρα, ο κ. Καρυδάς, αφού σημείωσε ότι η ρωσική τράπεζα υπολόγιζε “τους τόκους με το χέρι”, είπε ότι η Uniastrum θα πήγαινε καλά αν εφαρμοζόταν σύστημα μηχανογράφησης όπως είχαν υποσχεθεί στελέχη της Τράπεζας Κύπρου να πράξουν και έτσι “το μισό προσωπικό θα μπορούσε να φύγει” και αν ο κ. Κυπρής που ανέλαβε την εποπτεία της τράπεζας μαζί με άλλους δύο διευθυντές έπραττε αυτό που είχε αναφέρει.