Ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ αποχωρεί προσωρινά από την προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, μετά τις κατηγορίες ότι ο ίδιος και η σύζυγός του δωροδοκήθηκαν από τρεις επιχειρηματίες του Νιου Τζέρσι, ανακοίνωσε ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ.
Στην ανακοίνωσή του, ο Σούμερ ανέφερε ότι ο Μενέντεζ, ο οποίος δεν έχει δηλώσει ότι θα παραιτηθεί από την έδρα του στη Γερουσία, έχει δικαίωμα στην προσήκουσα διαδικασία και σε μια δίκαιη δίκη. Πρόσθεσε ότι ο Μενέντεζ θα αποχωρήσει από την προεδρία της Επιτροπής «μέχρι να επιλυθεί το θέμα».
Αβάσιμες οι κατηγορίες, δεν θα με αποσπάσουν από το έργο μου, λέει ο Μενέντεζ
Ο Μενέντεζ, σε μια ανακοίνωσή του, απέρριψε τις κατηγορίες σε βάρος του, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν μέρος μιας συνεχιζόμενης συκοφαντικής εκστρατείας και τόνισε ότι αυτές οι αβάσιμες κατηγορίες δεν θα τον αποσπάσουν από το σημαντικό έργο του.
Οι εισαγγελείς, υποστηρίζει, διαστρεβλώνουν το συνηθισμένο νομοθετικό έργο. «Οι υπερβολές αυτών των εισαγγελέων είναι προφανείς. Τα γεγονότα δεν είναι όπως παρουσιάζονται», τόνισε.
Ένας δικηγόρος της Ναντίν Μενέντεζ είπε ότι η σύζυγος του γερουσιαστή αρνείται ότι διέπραξε οτιδήποτε επιλήψιμο και «θα αντικρούσει σθεναρά» τις κατηγορίες σε βάρος της στο δικαστήριο.
Ο Μενέντεζ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας και η σύζυγός του Ναντίν, με την οποία είναι παντρεμένος από το 2020, αντιμετωπίζουν τρεις κατηγορίες ο καθένας. Ο γερουσιαστής και οι συνολικά τέσσερις συγκατηγορούμενοί του πρόκειται να εμφανιστούν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν στις 27 Σεπτεμβρίου, ανέφερε ένας εκπρόσωπος της εισαγγελίας.
Ο Μενέντεζ θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στη Γερουσία στις εκλογές του 2024 και μια έρευνα σε βάρος του θα μπορούσε να περιπλέξει την προσπάθεια των Δημοκρατικών να διευρύνουν την ισχνή πλειοψηφία (51-49) που διαθέτουν σήμερα στο Σώμα αυτό. Μαζί με τη σύζυγό του, αντιμετωπίζουν τρεις κατηγορίες ο καθένας: συνωμοσία για διάπραξη δωροδοκίας, συνωμοσία για εξαπάτηση άλλων από το δικαίωμά τους σε έντιμες υπηρεσίες και συνωμοσία για εκβίαση. Οι εισαγγελείς επιδιώκουν να κατασχέσουν περιουσιακά στοιχεία του γερουσιαστή, όπως το σπίτι του στο Νιου Τζέρσι, μια Mercedes-Benz του 2019 και περίπου 566.000 δολάρια σε μετρητά, ράβδους χρυσού και αποταμιεύσεις σε έναν τραπεζικό λογαριασμό.
Συγκατηγορούμενοι του ζεύγους είναι οι επιχειρηματίες Ουαέλ Χάνα, Χοσέ Ουρίμπε και Φρεντ Ντάιμπς. Ο Χάνα, που κατάγεται από την Αίγυπτο, φέρεται ότι οργάνωνε δείπνα και συναντήσεις μεταξύ του Μενέντεζ και Αιγύπτιων αξιωματούχων το 2018, κατά τις οποίες οι αξιωματούχοι πίεζαν τον γερουσιαστή για το θέμα της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς το Κάιρο. Σε αντάλλαγμα, ο Χάνα συμπεριέλαβε τη Ναντίν Μενέντεζ στη λίστα της μισθοδοσίας της εταιρείας του, σύμφωνα πάντα με τους εισαγγελείς. Την εποχή εκείνη η Αίγυπτος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους αποδέκτες αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας, όμως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέστειλε μια καταβολή 195 εκατ. δολαρίων το 2017 και ακύρωσε μια δεύτερη, ύψους 65,7 εκατ. δολαρίων, μέχρι να αποδείξει η χώρα ότι βελτιώνει τις επιδόσεις της στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, το 2018, σε μια συνάντηση που είχε με τον Χάνα ο Μενέντεζ, μοιράστηκε μαζί του μη δημόσιες πληροφορίες για την κατάσταση αυτής της στρατιωτικής βοήθειας. Ο επιχειρηματίας έστειλε τότε ένα sms σε Αιγύπτιο αξιωματούχο, αναφέροντας ότι «η απαγόρευση όπλων και πυρομαχικών στην Αίγυπτο αίρεται». Τον επόμενο χρόνο η αιγυπτιακή κυβέρνηση έδωσε σε μια εταιρεία του Χάνα το αποκλειστικό δικαίωμα να εξάγει τρόφιμα χαλάλ από τις ΗΠΑ στην Αίγυπτο, παρά την απειρία της στην πιστοποίηση αυτών των τροφίμων. Ο Χάνα, υποστηρίζεται στο κατηγορητήριο, χρησιμοποίησε τα έσοδα από τις εξαγωγές για δωροδοκίες.
Όταν το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ εξέφρασε ανησυχίες για το μονοπώλιο του Χάνα, ο Μενέντεζ ζήτησε από ένα στέλεχός του να επιτρέψει στην εταιρεία να διατηρήσει αυτό το καθεστώς. Το στέλεχος δεν συμμορφώθηκε με την απαίτηση του γερουσιαστή, ωστόσο η εταιρεία διατήρησε το μονοπώλιό της.
Η πρεσβεία της Αιγύπτου στην Ουάσινγκτον δεν ανταποκρίθηκε αμέσως σε ένα αίτημα να σχολιάσει τις πληροφορίες αυτές.