Λίγες μέρες μετά την απόφαση του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ να εντάξει τη Huawei σε «μαύρη λίστα», απαγορεύοντας ουσιαστικά τις δοσοληψίες αμερικανικών εταιρειών με τον κινέζικο τεχνολογικό γίγαντα, το πρακτορείο Reuters μετέδωσε μια είδηση που πέρασε «στα ψιλά».
Τρεις αμερικανικές εταιρείες κατασκευής τσιπ – των πιο βασικών εξαρτημάτων για υπολογιστές και smartphones – άρχισαν να ασκούν διακριτικές πιέσεις στο υπουργείο Εμπορίου της χώρας να άρει την απαγόρευση που επέβαλλε στη Huawei. Οι εταιρείες αυτές δεν ήταν κάποιες μικρές επιχειρήσεις. Αντιθέτως, πρόκειται για εταιρείες που κατέχουν απολύτως δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά τσιπ: η Qualcomm είναι ο «κυρίαρχος» στην κατασκευή επεξεργαστών για κινητά τηλέφωνα, η Intel πουλάει τα τσιπάκια που βρίσκονται στους περισσότερους υπολογιστές και η Xilinx κατασκευάζει ειδικά προγραμματιζόμενα εξαρτήματα για συσκευές υψηλής τεχνολογίας.
Το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι η Qualcomm είναι ανταγωνίστρια εταιρεία της Huawei, καθώς παράγει τα συστήματα Snapdragon, που είναι τα πλέον δημοφιλή συστήματα τσιπ για κινητά τηλέφωνα, ενώ η κινεζική εταιρεία χρησιμοποιεί τα προϊόντα της δικής της θυγατρικής, της HiSilicon, τα οποία έχουν την εμπορική ονομασία Kirin και βρίσκονται στις συσκευές της Huawei και της Honor. Γιατί, λοιπόν, τρεις αμερικανικοί γίγαντες της βιομηχανίας των τσιπ επιδιώκουν να αρθούν οι περιορισμοί που η κυβέρνηση των ΗΠΑ έθεσε σε μια ανταγωνίστρια εταιρεία από την Κίνα;
«Made in China 2025»
Η απάντηση φαίνεται ότι βρίσκεται σε μια πιο πρόσφατη είδηση, η οποία επίσης μεταδόθηκε από το Reuters και προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παγκόσμια αγορά υψηλής τεχνολογίας. Η εταιρεία τεχνολογικών ειδών Xiaomi (η οποία κατασκευάζει από κινητά τηλέφωνα μέχρι ό,τι μπορεί να φανταστεί κάποιος) ανακοίνωσε ότι απέκτησε το 6% του μετοχικού κεφαλαίου της κινεζικής εταιρείας σχεδιασμού τσιπ VeriSilicon Holdings, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει την προσπάθειά της να κατασκευάζει η ίδια τα τσιπάκια για τις συσκευές της.
Η Xiaomi δεν είναι μια τυχαία επιχείρηση. Στον κόσμο της κινητής τηλεφωνίας, η αγορά της οποίας παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια σημαντική κάμψη, η Xiaomi ανήκει στις ανερχόμενες δυνάμεις (όπως και η Huawei), κατακτώντας, μάλιστα, στο α’ τρίμηνο του 2019 την τέταρτη θέση σε παγκόσμιες πωλήσεις συσκευών, πίσω από την κορεατική Samsung, τη δεύτερη Huawei και την τρίτη Apple. Μάλιστα, η Xiaomi, η οποία για αρκετά χρόνια περιοριζόταν στην εσωτερική αγορά της Κίνας, την τελευταία περίοδο έχει αρχίσει να επεκτείνει δυναμικά τις εμπορικές δραστηριότητές της τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, «ροκανίζοντας» κομμάτια της αγοράς από άλλους «παίκτες». Η κίνηση της Xiaomi να μπει στο μετοχικό κεφάλαιο της VeriSilicon Holdings θεωρείται από αναλυτές ως άλλη μια απόδειξη ότι η Κίνα είναι αποφασισμένη να αποδεσμευτεί από την εξάρτησή της από δυτικές εταιρείες κατασκευής τσιπ για ηλεκτρονικές συσκευές και να αποκτήσει δική της ισχυρή βιομηχανία, εντός της πρωτοβουλίας «Made In China 2025» που η κυβέρνηση του Πεκίνου έχει αναλάβει, προκειμένου η χώρα να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση σε έναν κρίσιμο τομέα της τεχνολογίας.
Πρόβλημα για τους δυτικούς
Το γεγονός ότι η Xiaomi επενδύει στην κατασκευή δικών της τσιπ για τα προϊόντα της δεν πέρασε απαρατήρητο από τις δυτικές επιχειρήσεις του τομέα αυτού. Για την ώρα, η Xiaomi χρησιμοποιεί προϊόντα της Qualcomm ή της ταϊβανέζικης MediaTek, πληρώνοντας, προφανώς, και το αντίστοιχο τίμημα, ωστόσο, αν η εταιρεία αρχίσει να παράγει τα δικά της τσιπάκια, προφανώς θα εγκαταλείψει τους προμηθευτές αυτούς ή θα μειώσει σε μεγάλο βαθμό τις παραγγελίες της. Σημειώνεται, δε, ότι τα τσιπάκια Kirin της Huawei (ο σωστός όρος είναι Systems on a Chip ή SoC, δηλαδή Συστήματα σε Τσιπ) θεωρούνται απολύτως ανταγωνιστικά των αντίστοιχων συστημάτων των δυτικών εταιρειών, όπερ σημαίνει ότι υπάρχει ήδη… δεδικασμένο για το αν μια τέτοια πρωτοβουλία είναι βιώσιμη ή όχι. Αν στα παραπάνω προστεθεί και η είδηση ότι η εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba αγόρασε πέρσι την κινεζική εταιρεία σχεδιασμού τσιπ C-Sky και ότι ως το τέλος του χρόνου προτίθεται να παρουσιάσει το πρώτο αποκλειστικά δικό της τσιπ Τεχνητής Νοημοσύνης, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δεσπόζουσα θέση την οποία στη φάση αυτή κατέχουν οι αμερικανικές εταιρείες κινδυνεύει να χαθεί, και μαζί και τα τεράστια κέρδη που η θέση αυτή συνεπάγεται.
Πόσο μάλλον, αν η «απεξάρτηση» επεκταθεί και στα συστήματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κάτι που το Πεκίνο επιδιώκει εδώ και κάμποσα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι επόμενες κινήσεις της Ουάσινγκτον σε αυτόν τον ακήρυχτο «πόλεμο της σιλικόνης» που μοιάζει να βρίσκεται σε εξέλιξη. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των G20 ο Αμερικάνος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα χαλαρώσει τα μέτρα σε βάρος της Huawei, από τη στιγμή που διαπιστωθεί ότι δεν κινδυνεύει η ασφάλεια των ΗΠΑ, και ότι θα επιτρέψει σε αμερικανικές εταιρείες να έχουν εμπορικές σχέσεις με τον κινεζικό γίγαντα.
Ωστόσο, σε συνέντευξή του στο Yahoo o CEO της Huawei Ρεν Ζενγκφέι δήλωσε ότι δεν έχει διαπιστώσει κάποια ουσιαστική αλλαγή στη στάση του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, προσθέτοντας, μάλιστα, ότι η εταιρεία προχωρεί σε κινήσεις ώστε να αποδεσμευτεί από την εξάρτησή της από αμερικανικές εταιρείες, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν χρειαστεί τελικά, προσθέτοντας, πάντως, ότι δεν προτίθεται να σταματήσει να συνεργάζεται με τις εταιρείες αυτές.