Η Χρυσή Αυγή ”Δούρειος ίππος” για εγκληματικούς σκοπούς

Ο εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος εντάσσει την κοινοβουλευτική ομάδα της Χρυσής Αυγής στον σκληρό πυρήνα της υπόθεσης και προτείνει την παραπομπή της σε δίκη για το κακούργημα της ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης.

Ως «δούρειο ίππο» χρησιμοποίησαν το κόμμα της Χρυσής Αυγής οι βουλευτές του για την επίτευξη των εγκληματικών τους σκοπών.

Ο εισαγγελικός λειτουργός μέσα σε 700 σελίδες κωδικοποιεί το πλούσιο αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσαν οι εφέτες – ειδικές ανακρίτριες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου και κάνοντας τον ποινικό απολογισμό της υπόθεσης εισηγείται την παραπομπή σε δίκη για 70 από τους 85 συνολικά κατηγορουμένους, εκ των οποίων οι 26 παραμένουν προφυλακισμένοι.

Αποτιμώντας τα στοιχεία της πολύμηνης έρευνας, ο κ. Ντογιάκος περιγράφει πώς κάτω από τον μανδύα ενός πολιτικού κόμματος μπορεί να κρύβεται η δράση μιας εγκληματικής οργάνωσης.

Παρατηρεί, δε, πως μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο Κοινοβούλιο το 2012 αυξάνεται κατακόρυφα και ο δείκτης της εγκληματικής δραστηριότητας των μελών της. Και αυτό, σύμφωνα με τον εισαγγελέα, ήταν κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι βουλευτές του κόμματος.

«Η συμμετοχή του κόμματος στο κοινοβουλευτικό σύστημα της χώρας χρησιμοποιείται από αυτό αποκλειστικά και μόνος ως “μέσον”, ως “δούρειος ίππος”, για την επίτευξη των εγκληματικών σκοπών του, όπως άλλωστε απερίφραστα έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος αρχηγός του Νίκος Μιχαλολιάκος» αναφέρει ο εισαγγελέας στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της πρότασής του προς το δικαστικό συμβούλιο.

Η εμπρηστική ρητορική των ηγετικών στελεχών του κόμματος είχε διαμορφώσει – κατά τον εισαγγελέα πάντα – στα κατώτερα μέλη και τα στελέχη των τοπικών οργανώσεων την αταλάντευτη απόφαση να ανταποκρίνονται σε οποιαδήποτε εντολή, ακόμα και αν αυτή είχε να κάνει με την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής.

Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, επισημαίνει ότι όσοι συμμετείχαν σε αξιόποινες πράξεις υποδύονταν τους «στρατιώτες» «σε μια φανταστική μάχη, έχοντας γαλουχηθεί και πεισθεί ότι ενεργούσαν σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα ή τον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Συνεχίζοντας την επίλυση της νομικής εξίσωσης για την εγκληματική οργάνωση – πολιτικό κόμμα, ο εισαγγελέας εκτιμά ότι «καμία απολύτως εγκληματική δράση δεν θα είχε εκδηλωθεί αν δεν εκπορευόταν και δεν καλυπτόταν από την ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης – κόμματος και δη τα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκια αυτής, η οποία ουδέποτε αποδοκίμασε επίσημα και δημόσια έστω και μία από τις κορυφαίες εγκληματικές πράξεις βίας».

Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτέλεσε, όπως φάνηκε, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα (σ.σ.: η εγκληματική ενέργεια μετά την οποία άρχισε το ξήλωμα της Χρυσής Αυγής). Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση αρχικά το επίσημο κόμμα επιχείρησε να αποσυνδέσει οποιαδήποτε σχέση του δράστη Γιώργου Ρουπακιά με τη Χρυσή Αυγή. Και όταν τελικά αποκαλύφθηκε πως και αυτός ήταν μέλος της οργάνωσης, το κόμμα προσχηματικά – κατά τον κ. Ντογιάκο – αποδοκίμασε το έγκλημά του «υπό το βάρος των επερχόμενων από τότε και μετά καταιγιστικών δικαστικών εξελίξεων».

Η παράνομη δράση. Οριοθετώντας την παράνομη δράση των κατηγορουμένων, ο εισαγγελέας επισημαίνει ότι σκοπός τους ήταν «η με κάθε τρόπο, ακόμα και με τη χρήση βίας, επιβολή σε τρίτους των πολιτικών θέσεων και ηγετικών της στελεχών, καθώς και η “τιμωρία” στοχοποιημένων ατόμων με διαφορετικές πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές και αντιλήψεις».

Ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσει μάλιστα για τους κατηγορούμενους βουλευτές «οι οποίοι εξελέγησαν κατά τις εκλογές του έτους 2012 υπό τη σημαία του πολιτικού κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος – Χρυσή Αυγή και συνειδητά επιδιώκουν να απαξιώσουν το Κοινοβούλιο, τους θεσμούς και τις αρχές του κράτους».