Η Πολιτική Αγωγή διαπιστώνει την “αδιαμφισβήτητη και με πρόθεση συμμετοχή” των Ντίνου και Μιχάλη Μιχαηλίδη στην νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Θεωρεί ότι και το δικαστήριο «διαθέτει πλέον στέρεες αποδείξεις» για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται και ζητεί να κηρυχθούν ένοχοι.
Την ίδια τοποθέτηση έχει η Πολιτική Αγωγή και για τους άλλους τρείς κατηγορουμένους: Τον Αναστάσιο Σοφό, Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του ελληνικού Κράτους, ανήκων στην Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών, που υπέγραψε τις συμβάσεις που του προωθούσε το Υπουργείο Άμυνας επί των ημερών Τσοχατζόπουλου για την αγορά ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων, τη σύζυγό του Μαρία που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, βοήθησε τον άνδρα της να νομιμοποιήσει τα χρήματα που φέρεται ότι έλαβε από παράνομη δραστηριότητα, και το Σύρο επιχειρηματία Φουάντ Αλ Ζαγιάντ που είναι ο μόνος από τους 5 που κατηγορείται και για ενεργητική δωροδοκία, εκτός από την κατηγορία για ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Οι κατηγορίες εναντίον του πρώην Υπουργού Εσωτερικών και του γιού του Μιχάλη αφορούν το χρονικό διάστημα από 28/7/99-20/7/2001, και έχουν να κάνουν με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος από τις μίζες για τα εξοπλιστικά προγράμματα της Ελλάδος, σε μία περίοδο που ήταν «σαν να είχαμε μπεί σε ένα τεράστιο σουπερ μάρκετ και αγοράζαμε εξοπλιστικά από το ράφι», όπως είπε ο εκ των συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής, Διονύσης Κολοβός, για να συμπληρώσει: «Ο λαός είχε δώσει το πορτοφόλι και αγοράζαμε εξοπλισμούς ωσάν η Ελλάδα να ήταν μία υπερδύναμη και ετοιμαζόταν να κατακτήσει τον κόσμο».
Ο κ. Κολοβός έκανε εκτενή αναφορά στον τρόπο με τον οποίο συνάπτονταν οι συμφωνίες για την αγορά εξοπλισμών από την Ελλάδα, ιδιαίτερα για το πρόγραμμα των ρωσικών βλημάτων TOR-M1. Χαρακτηριστικά επεσήμανε τις διαβλητές, όπως τις χαρακτήρισε, διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στην περίπτωση αυτήν. Επεσήμανε ότι όπως αποδεικνύεται και από επίσημα έγγραφα που κατατέθηκαν στη δίκη, οι ρωσικοί πύραυλοι παραγγέλθηκαν παρόλο ότι δεν πληρούσαν καν την προϋπόθεση ύπαρξης συμβατού συστήματος IFF (δυνατότητα επικοινωνίας του συστήματος με μαχητικό αεροσκάφους προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι φίλιο ή εχθρικό) και τη δυνατότητα διασύνδεσης-διαλειτουργικότητας με το εθνικό σύστημα αεράμυνας.
«Για να καταλάβουμε την σπουδαιότητα του ζητήματος», είπε ο κ. Κολοβός, «θυμίζουμε ένα πολύ παλιό περιστατικό όπου ακριβώς η έλλειψη διασύνδεσης-διαλειτουργικότητας με το σύστημα αεράμυνας, οδήγησε στο τραγικό περιστατικό της κατάρριψης, από φίλια πυρά, του ελληνικού μεταγωγικού αεροσκάφους C-130 που μετέφερε Έλληνες καταδρομείς στην Κύπρο κατά την τουρκική εισβολή του 1974».
Κατά την ανάθεση, λοιπόν, της προμήθειας των TOR-M1, παρά το γεγονός ότι και για τους πιο πάνω λόγους το Συμβούλιο Εξοπλισμών της Ελλάδος γνωμοδότησε υπέρ της αποφυγής προμήθειας του ρωσικού συστήματος, έκδηλη και καθοριστική ήταν, κατά την Πολιτική Αγωγή, «η συμβολή του Τσοχατζόπουλου και του διεφθαρμένου περίγυρού του».
Μέσα σε αυτόν εντάσσει και τους δύο εκ Κύπρου κατηγορουμένους για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα. «Και τούτο διότι ο Ντίνος Μιχαηλίδης, από κοινού με τον υιό του Μιχάλη, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση προέβησαν σε νομιμοποίηση εσόδων (ξέπλυμα), δηλαδή σε απόκτηση και μεταβίβαση περιουσίας συνολικού ύψους 40.614.000 ελβετικών φράγκων, και 4.300.000 δολάρια ΗΠΑ που προέρχονται από την παθητική δωροδοκία του πρώην Υπουργού Άμυνας της Ελλάδας, Ακη Τσοχατζόπουλου», ανέφερε.
Υιοθετούνται ως ακριβή και αληθή, από την Πολιτική Αγωγή, όσα κατέθεσε εναντίον του πρώην Υπουργού Εσωτερικών ο μάρτυρας κατηγορίας, Νίκος Ζήγρας, πρώτος εξάδελφος του Άκη Τσοχατζόπουλου και δεξί του χέρι σε όλες τις δουλειές που έκανε. Αυτά, ενδεικτικά, είναι ότι ο Ντίνος Μιχαηλίδης:
– «Είναι το πρόσωπο-κλειδί στην όλη υπόθεση, και άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του Άκη».
– «Είναι το πρόσωπο που μεθόδευε όλες τις συζητήσεις-επαφές-αποφάσεις μεταξύ των Αλ Ζαγιάντ, Καμπούρογλου και Τσοχατζόπουλου» (Σημ.: Ο Καμπούρογλου που δεν ζει πλέον, ήταν έμπορος όπλων).
– «Είχε πολύ στενές επαφές με τον Τσοχατζόπουλο, πήγαινε πάντα βράδυ στα γραφεία του, και μαζί προγραμμάτιζαν τις καταβολές και τις ενέργειες που επρόκειτο να γίνουν».
– «Ήταν αυτός που του αποκάλυψε (στο Ζήγρα) ότι πακτωλός των χρημάτων αφορούσαν τα εξοπλιστικά προγράμματα TOR-M1 και τις επιταγές του τις έδιναν οι Αλ Ζαγιάντ και Καμπούρολου».
– «Ήταν αυτός που μετέφερε προσωπικά μεγάλα χρηματικά ποσά σε βαλίτσες στην Ελλάδα, και που του είπε (του Ζήγρα) ότι δεν μπορεί πια να κουβαλάει μετρητά, ούτε μπορεί να βρει δραχμές, γι’ αυτό θα του δίνει επιταγές και του ζήτησε ονόματα εταιρειών για να εκδίδονται επιταγές εις διαταγήν του».
– «Ήταν αυτός που μετέφερε όλες τις επιταγές από τους Αλ Ζαγιάντ και Καμπούρογλου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Κύπρο), περίπου 20 εκατ. δολάρια διακινήθηκαν από Μιχαηλίδη προς Τσοχατζόπουλο μέσω εμού (είπε ο Ζήγρας).»
– «Ήταν ο μεταφορέας των επιταγών που εξέδιδε ο Αλ Ζαγιάντ. Του τις έδινε στο χέρι, μία ή περισσότερες μαζί, εκείνος εν συνεχεία ενημέρωνε τον Τσοχατζόπουλο».
Απαντώντας στον ισχυρισμό της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, ότι ο Ζήγρας δεν είναι αξιόπιστο πρόσωπο, και ότι «καταθέτει όλα αυτά τα ασύστολα ψεύδη για να εξαργυρώσει έτσι την μείωση της δικής του ποινής», η Πολιτική Αγωγή παραδέχεται κατ’ αρχάς ότι ο Ζήγρας είναι «το alter ego, το προπέτασμα καπνού και η μάσκα πίσω από την οποία κρύβεται ο Τσοχατζόπουλος», αλλά επισημαίνει ταυτόχρονα ότι «η μάσκα αυτή είναι αναγκαία για να κρύψει τον Τσοχατζόπουλο, όχι βέβαια από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδος, αλλά από τις διωκτικές αρχές και εν τέλει από τον ελληνικό λαό».
Όσον αφορά τον Μιχάλη Μιχαηλίδη, η Πολιτική Αγωγή επίσης θεωρεί ότι βάσει μαρτυρικών καταθέσεων (όπου και πάλι επικαλείται κυρίως αυτήν του Νίκου Ζήγρα) αλλά και εγγράφων, προκύπτει «η ενεργός συμμετοχή του» στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Η η εκ των συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής Ουρανία Μενδρινού αναρωτήθηκε: « Διαβολική, λοιπόν, η σύμπτωση ότι ο Φουάντ Αλ Ζαγιάντ, εξέδωσε με 3 κοινές εντολές, επιταγές σε διαταγή των εταιρειών Blue Bell και P&A Investements (που διακινήθηκαν από τον πατέρα Μιχαηλίδη και έπεσαν στους μιζαδόρικους λογαριασμούς Ζήγρα-Τσοχατζόπουλου-Morgan Staley), αλλά και με τις ίδιες 3 κοινές εντολές του (του Φουάντ) εκδόθηκαν και επιταγές σε διαταγή της εταιρείας Beeston, που έπεσαν στον προσωπικό λογαριασμό του Μιχάλη Μιχαηλίδη;»
Εκτός όμως από τον Ζήγρα, συνέχισε η συνήγορος Πολιτικής Αγωγής, η εμπλοκή του Μιχάλη Μιχαηλίδη «αποκαλύπτεται όταν κατά την ανάκριση σε μεταγενέστερο στάδιο, προέκυψε ότι 3 επιταγές συνολικού ύψους 5.700.000 ελβετικών φράγκων που εξέδωσε ο Αλ Ζαγιάντ σε διαταγή της εταιρείας Beeston, πιστώθηκαν σε λογαριασμό της τράπεζας Bank Hoffman στη Ζυρίχη, με δικαιούχο τον Μιχάλη Μιχαηλίδη και πληρεξούσιο τον πατέρα του Ντίνο».
Εδώ η Πολιτική Αγωγή κάνει χρήση και της κατάθεσης του άλλου μάρτυρα κατηγορίας, εμπειρογνώμονα-οικονομολόγου Παναγιώτη Βλάχου, ο οποίος κατέθεσε ότι τα χρήματα από τις 3 επιταγές που κατατέθηκαν στο όνομα της Beeston με εντολή Άλ Ζαγιάντ και πιστωθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό του υιού Μιχαηλίδη «τα έλαβαν οι Μιχαηλίδηδες για λογαριασμό του Υπουργού Άμυνας Ακη Τσοχατζόπουλου και τα παρέδωσαν σε αυτόν».
Επίσης, κατά την Πολιτική Αγωγή, την κατάθεση Ζήγρα επιβεβαιώνει και ο κατηγορούμενος Αλ Ζαγιάντ ο οποίος, σε δήλωσή του προς το δικαστήριο στις 16/11 διά του δικηγόρου του Θέμη Σοφού, δηλώνει ότι: «… όλες οι επιταγές που περιγράφονται, έχουν παραδοθεί από εμένα στον Ντίνο Μιχαηλίδη για λόγους άσχετους με την κατηγορία (σ.σ.: του ξεπλύματος), …, αλλά αλήθεια τώρα έχω φτάσει στην επώδυνη συνειδητοποίηση ότι η παρ’ αυτού χρήση των επιταγών για τον Τσοχατζόπουλο ήταν καθ’ ολοκληρία αντίθετη προς τον αρχικώς επιδιωχθέντα σκοπό… Πως, πότε και γιατί ο Ντίνος Μιχαηλίδης καταχράστηκε αυτά τα χρήματα και τα χρησιμοποίησε για τους δικούς του σκοπούς ουδέποτε είχα οποιαδήποτε γνώση».
Οι συνήγοροι υπεράσπισης του Μιχάλη Μιχαηλίδη αντιδρούν έντονα στον ισχυρισμό της Πολιτικής Αγωγής ότι ο Τσοχατζόπουλος δωροδοκήθηκε με χρήματα που πήρε από τον Μιχάλη Μιχαηλίδη μέσω Beeston.
«Εμείς κατηγορούμαστε ότι με τα χρήματα από τις επιταγές που εκδόθηκαν από τον Φουάντ αλ Ζαγιάντ εις διαταγή Beeston, τρεις εκ των οποίων πιστώθηκαν σε λογαριασμό του Μ.Μιχαηλίδη στην Bank Hoffman, δωροδοκήσαμε τον Τσοχατζόπουλο. Βέβαια, κανείς δεν μας λέει πότε τα πήραμε, πως του τα δώσαμε, και λοιπά. Όπως και να χει όμως, ο Τσοχατζόπουλος στη δική του δίκη, ούτε σε πρώτο βαθμό ούτε σε μεταγενέστερο έχει κατηγορηθεί ότι πήρε λεφτά από τον Μιχαηλίδη μέσω Beeston. Έχουμε δηλαδή το παράδοξο φαινόμενο να κατηγορούμαι εγώ ότι νομιμοποίησα τον Τσοχατζόπουλο, και εκείνος να μην κατηγορείται για ξέπλυμα ως προς αυτό το ποσόν», δηλώνει ο συνήγορος υπεράσπισης Ηλίας Αναγνωστόπουλος.
Και δεύτερον, συνεχίζει, “κατηγορούμαστε εμείς ότι δώσαμε στον Ζήγρα 400.000 δολάρια και αυτός τα έδωσε στην Γκούντρουν, πρώην σύζυγο Τσοχατζόπουλου. Η Γκούντρουν, λοιπόν, καταδικάστηκε στη δίκη Τσοχατζόπουλου ότι πήρε 400.000 δολάρια, εμείς κατηγορούμαστε ότι τα δώσαμε αυτά στον Ζήγρα, ο Ζήγρας όμως, ο οποίος αυτός δηλώνει ότι τα πήρε από μας και τά έδωσε στην Γκούντρουν, ούτε έχει διωχθεί, ούτε έχει κατηγορηθεί για αυτό το ποσό».
Η δική συνεχίζεται αύριο Τρίτη, 20 του μηνός, με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης.