ΑΙΜΙΛΙΑ ΥΨΗΛΑΝΤΗ: «Το θέμα των αγνοουμένων της Κύπρου δεν είναι μόνο ανθρωπιστικό, είναι πρωτίστως πολιτικό»
Η Αιμιλία Υψηλάντη είναι μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς της γενιάς της. Με αφορμή την φετινή θεατρική της παράσταση με τίτλο «Οι αγνοούμενοι. Μια ενδιαφέρουσα ζωή», έργο του Βασίλη Κατσικονούρη που πραγματεύεται το δράμα των αγνοουμένων από την τουρκική εισβολή, αναφέρεται στην πολιτική διάσταση του θέματος λέγοντας χαρακτηριστικά ότι αποτελεί μια βαριά ήττα για τον ελληνισμό.
Και συμπληρώνει: «Είναι πρωτίστως πολιτικό το θέμα, δεν είναι ανθρωπιστικό μόνο», ενώ παράλληλα εκφράζει τον θαυμασμό της για τον κυπριακό λαό ο οποίος, όπως διαπιστώνει: «40 χρόνια μετά την εισβολή εξακολουθεί να είναι ενεργοποιημένος επάνω σε ένα γεγονός που έχει αφήσει τόσο έντονα χαραγμένες τις πληγές του».
Είναι μια πολιτικοποιημένη γυναίκα, η οποία στο παρελθόν έχει περάσει από τα έδρανα της Βουλής και διαθέτει ώριμη άποψη για όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα της κρίσης.Με αφοπλιστική ειλικρίνεια παραδέχεται ότι η δική της γενιά είναι μια γενιά ήττας που αντί να προσφέρει στις νεότερες γενιές όσα υποσχέθηκε, βρέθηκε τελικά να παραδίδει «πράγματα για τα οποία θα πρέπει να ντρέπεται».
Υποστηρίζει ότι το μεγάλο πρόβλημα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ότι «δεν μπορούμε να ομονοήσουμε για εξαιρετικά απλά πολιτικά πράγματα» και τονίζει χαρακτηριστικά : «Όταν αυτή την ώρα η Τουρκία μπαίνει στα χωρικά ύδατα της Κύπρου, εμείς θεωρούμε πιο σημαντικό να ασχολούμαστε με τα καγκελάκια στις παρελάσεις»
Έχετε διαγράψει μια πολύ σημαντική πορεία στο χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Αν κάνατε έναν προσωπικό απολογισμό προς τα πού θα έγερνε η ζυγαριά; Άξιζε τελικά τον κόπο το ταξίδι;
Κάθε ταξίδι αξίζει τον κόπο. Πραγματικά, δεν μετανιώνω για τίποτα από όσα έκανα. Μετανιώνω μόνο για εκείνα που δεν μπόρεσα να κάνω. Πάντα, ενώ δούλευα πολύ σκληρά και το πρόγραμμά μου ήταν γεμάτο σε σημείο που να μην έχω κενό, εντούτοις, θεωρώ ότι έχασα κάποια χρόνια που θα μπορούσα να έχω κάνει πολύ περισσότερα πράγματα. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι η εσωτερική μας ισορροπία και ευτυχώς το θέατρο μας βοηθάει πάρα πολύ σε αυτό. Είμαστε ένα ευλογημένο από μια άποψη επάγγελμα, παρά τις δυσκολίες που έχει. Όμως τελικά αντισταθμίζονται με αυτό που παίρνεις σαν ψυχική δύναμη, με αυτό που κατανοείς όταν δουλεύεις και που τελικά σε οδηγεί σε ένα είδος αυτογνωσίας ερμηνεύοντας ζωές άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι το μεγάλο κέρδος για έναν ηθοποιό. Ένας ηθοποιός δεν πρέπει να αναλώσει τον εαυτό του στους άλλους ρόλους, αλλά χρησιμοποιώντας αυτά που έχει να κερδίσει από τους άλλους ρόλους, να εμπλουτίσει τον εαυτό του.
«Ένας άνθρωπος θέλει κάπου να στεριώσει»
Από το 1998, έχετε το δικό σας θεατρικό σπίτι, το θέατρο Αργώ στο Μεταξουργείο. Ήταν ένα όνειρο που θέλατε πάντα να πραγματοποιήσετε;
Θα σας πω όχι. Πάντα είχα την άποψη ότι ένας χώρος, ένα ακριβό εργαστήριο καλλιτεχνών όπως είναι το θέατρο που είναι ένας χώρος πολυδάπανος και που πρέπει να έχει ορισμένες προδιαγραφές, θα έπρεπε να ανήκει σε κάποιους φορείς που να μπορούν να τα βγάζουν πέρα.
Να μην ανήκει δηλαδή σε ιδιώτες ηθοποιούς που δε μπορούν στην πραγματικότητα να το συντηρήσουν. Δεν ήταν λοιπόν κάτι που ονειρευόμουν από το ξεκίνημά μου. Μάλιστα, όταν έβλεπα πολλούς συναδέλφους μου που έφτιαχναν κατά καιρούς θέατρα, δεν ζήλευα. Έλεγα ότι δεν είναι σωστό, ότι δεν πρέπει να ταλαιπωρούνται οι ηθοποιοί.
Όμως φαίνεται ότι ο άνθρωπος πρέπει να περάσει στη ζωή του από όλα. Ξέρετε, εγώ δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που θα έχτιζε ένα σπίτι. Βαριόμουν να κάνω ακόμα και την επιδιόρθωση ενός σπασμένου παραθύρου. Αλλά φαίνεται ότι έπρεπε τελικά κι εγώ να χτίσω. Και αντί να χτίσω ένα σπίτι, έχτισα ένα θέατρο. Αυτό πλέον είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Διότι στην πραγματικότητα είναι η εστία μου, είναι το σπίτι μου. Αυτή την ανάγκη την ένιωσα τα τελευταία χρόνια. Όταν δεν μπορούσα πλέον να είμαι ένα άτομο που έπαιρνε τη βαλίτσα του και γύριζε όλο τον κόσμο, όταν δε μπορούσα να πηγαίνω από δω και από εκεί. Τότε ένιωσα την ανάγκη της εγκατάστασης, που είναι άλλωστε μια φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπου. Κάπου θέλει πια να στεριώσει.
Η αλήθεια είναι ότι γίνονται πάρα πολλές παραγωγές και είναι αξιοθαύμαστο πώς αντέχουν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες τον τρομαχτικό κόπο που έχουν. Είναι κάτι που δείχνει απίστευτη ζωντάνια και δυνάμεις μέσα στο καλλιτεχνικό δυναμικό του θεάτρου. Και δεν θα πρέπει να γκρινιάζουμε επειδή υπάρχουν πολλά θέατρα. Γιατί να μην υπάρχουν; Κάθε καλλιτέχνης, όπως κάθε άνθρωπος θέλει το δικό του σπίτι. Όλοι θα θέλαμε να έχουμε ένα ωραίο σπίτι, μια εστία. Ας έχουν και οι καλλιτέχνες τα δικά τους σπίτια. Όσο μπορούν να δουλεύουν δωρεάν- γιατί σήμερα οι ηθοποιοί δουλεύουν δωρεάν – και μπορούν να πληρώνουν το ηλεκτρικό τους, ας έχουν τη στέγη τους. Εμείς οι ηθοποιοί δεν εξαρτώμεθα από την προσωπική μας εργασία. Το θέατρο έχει πάρα πολλά έξοδα να αντιμετωπίσει.
Τελικά, τί από τα δύο είναι πιο δύσκολο; Να είναι κανείς ηθοποιός ή ταυτόχρονα ηθοποιός και επιχειρηματίας;
Το καθένα έχει τις δικές του δυσκολίες. Όταν είσαι ηθοποιός είσαι ένα καλλιτεχνικό «εμπόρευμα», γιατί έτσι σε βλέπουν. Είσαι στο κενό περιμένοντας κάποιον να σε αναζητήσει και να σε προτείνει. Επομένως, είμαστε σε μια διαρκή ανασφάλεια. Δε μπορείς να εκφραστείς καλλιτεχνικά. Περιμένεις το τηλεφώνημα, να σε καλέσουν. Προσπαθείς να δημιουργήσεις ίσως εσύ κάποιες συνθήκες που δε βγαίνουν πάντα.
Προσπαθείς να είσαι κοντά σε σκηνοθέτες ή σε παραγωγούς. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική φθορά για έναν άνθρωπο. Η ανεργία σε εμάς τους ηθοποιούς έχει διπλό χαρακτήρα. Αφενός σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποιος να επιζήσει οικονομικά. Αφετέρου, σε εμάς η ανεργία είναι τραγική γιατί σημαίνει και ότι δεν υπάρχεις πλέον ως εργαζόμενος. Βέβαια κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον οποιονδήποτε άνεργο και αυτή είναι η τραγωδία του ανέργου, ότι απομονώνεται κοινωνικά. Εμείς οι ηθοποιοί παροπλιζόμαστε και κοινωνικά και από την καλλιτεχνική μας ομάδα. Και χάνουμε όπως και κάθε άνεργος και τις εξελίξεις στον δικό μας τομέα, στον τομέα της τέχνης. Γιατί, τι νομίζετε ότι είναι η ηθοποιία; Είναι μια διαρκής εξάσκηση, μια τέχνη. Και όταν λέω τέχνη, εννοώ όπως κάθε τεχνίτη, π.χ. ενός ξυλουργού. Τεχνίτες είμαστε. Κάθε πράγμα έχει και τη μαστοριά του. Όταν λοιπόν χάνεις αυτή τη μαστοριά, δεν παρακολουθείς το πώς εξελίσσεται η τέχνη σου, τότε βρίσκεσαι στο περιθώριο και είναι πολύ δύσκολο μετά να βγει κανείς από αυτό.
Να λοιπόν ποιό είναι το πρόβλημα του ηθοποιού που δεν έχει μια δική του στέγη.Από την άλλη πλευρά, ο ηθοποιός που έχει το δικό του χώρο αντιμετωπίζει μια άλλη κατάσταση. Καλύτερη ή χειρότερη δε μπορώ να το κρίνω, και τα δύο έχουν τα υπέρ και τα κατά. Έχει σοβαρές οικονομικές ευθύνες τις οποίες κανονικά ένας ηθοποιός δε θα έπρεπε να έχει. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι εντελώς ελεύθερος από τέτοια θέματα. Κι έτσι όλα αυτά βαραίνουν την ψυχή του, την καθημερινότητά του και τον αποσπούν από αυτά που θα έπρεπε να καλλιεργεί. Όταν όμως ο ηθοποιός έχει το χώρο του, έχει την ευχέρεια να επιλέξει τι θα παίξει. Αυτό είναι σημαντικό, αλλά κρύβει και πολλές δυσκολίες. Σε αυτή την περίπτωση, για ό,τι καλό ή ό,τι προβληματικό συμβαίνει, υπεύθυνος είναι πάντα ο επικεφαλής για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, τις επιλογές, την ατμόσφαιρα, τη φήμη του θεάτρου. Χρεώνεται τα πάντα. Επομένως, όποιος μπαίνει σε αυτά τα χωράφια, σημαίνει ότι έχει αποφασίσει να τα βγάλει πέρα.
«Το δικό μας στοίχημα είναι να βγάλουμε τον κόσμο από το σπίτι»
Θεωρείτε ότι στην Ελλάδα της κρίσης, ο πολιτισμός μπορεί να έχει θέση στον κοινωνικό ιστό και να λειτουργήσει ως διέξοδος για τον κόσμο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του;
Το θέατρο ποτέ δεν έφερε ούτε επαναστάσεις, ούτε έλυσε προβλήματα. Δρα μέσα στην κοινωνία, την εκφράζει όσο μπορεί και είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της. Μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι στον δικό μας τομέα- και δε μιλάω φυσικά για τις πολύ μεγάλες προσωπικότητες- μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά. Η δική μας τέχνη είναι πιο ταπεινή. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι -και εδώ θα σας έλεγα με βοήθεια από πολλούς φορείς- να παρακινήσουμε τον κόσμο να βγει από το σπίτι. Για να ζωντανέψουμε μια πόλη η οποία, όταν το βράδυ τα θέατρά της είναι άδεια, είναι μια θλιμμένη πόλη.Νομίζω ότι ο ρόλος του θεάτρου, πέρα από τον παιδευτικό και ψυχαγωγικό του χαρακτήρα, ουσιαστικά είναι εξαιρετικά σημαντικός και ως προς την ίδια την πόλη.
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν οι άνθρωποι ξεκινούσαν να χτίσουν μια πόλη, έφτιαχναν πάντα το ναό, το στάδιο και το θέατρο. Αυτό κάτι σημαίνει. Ασχέτως των αναγκών καλλιτεχνικής έκφρασης, με το τί θρησκεία έχουμε ή με το αν είναι καλός ο παπάς και ο ψάλτης, ο κόσμος πρέπει να έχει τόπους στους οποίους να συναντιέται. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν απομονωμένοι μέσα στο σπίτι τους. Πρέπει να βγαίνουν έξω, να βρίσκονται με άλλους ανθρώπους και να κοινωνούν μαζί με άλλους κάποια πράγματα, είτε στη θρησκεία, είτε στην τέχνη, είτε οπουδήποτε. Το θέατρο, λοιπόν, όπως και ο κινηματογράφος, είναι ευλογία. Βοηθάει να μαζεύονται οι άνθρωποι και να μην είναι μόνοι τους. Να νιώθουν ότι είναι μέσα σε μια κοινωνία.
Αυτός είναι ένας πολύ σημαντικός ρόλος του θεάτρου. Και γι αυτό, όπως προανέφερα, δεν πρέπει να γκρινιάζουμε για τα πολλά θέατρα.
Πρέπει να γκρινιάζουμε που δεν υπάρχουν σε όλες τις γειτονιές της πόλης μικρά θεατράκια. ’Όπως πάει κάποιος στο καφενείο, να πηγαίνει το βράδυ και στο θέατρο. Γιατί αυτό σημαίνει συμμετοχή. Και είναι σπουδαίο όταν το καλλιτεχνικό προϊόν καταφέρνει να βγάζει τον άνθρωπο καλύτερο από ό,τι ήταν πριν μπει στη θεατρική αίθουσα. Στην Ελλάδα δεν πρέπει να έχουμε κανένα παράπονο ως προς αυτό. Αν είναι κανείς γενναιόδωρος και ανοιχτός και όχι άνθρωπος με προκαταλήψεις, το 80% των παραστάσεων έχουν κάτι να του δώσουν. Τον πλουτίζουν, τον βγάζουν από την καθημερινή τριβή την οποία υφιστάμεθα όλοι. Προφανώς σε μια εποχή κρίσης η διάθεση του κόσμου δεν είναι καλή. Και αυτό είναι το δικό μας στοίχημα. Πώς θα τον βγάλουμε από το σπίτι. Και δεν είναι το ζητούμενο εάν θα είναι η τιμή του εισιτηρίου 5 ή 10 ευρώ. Φυσικά και αυτό παίζει το ρόλο του, όλα είναι σημαντικά ιδίως όταν υπάρχει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα. Αλλά νομίζω ότι αυτή τη στιγμή, πιο πολύ από την πραγματική οικονομική κατάσταση, αυτό που βαραίνει είναι η διάθεση των ανθρώπων. Εξάλλου, είναι τόσες πολλές οι προσφορές που γίνονται για τις θεατρικές παραστάσεις, που αν θέλει να πάει κάποιος δωρεάν σε όλα τα θέατρα της Αθήνας μπορεί να το καταφέρει. Θα έπρεπε λοιπόν με αυτή την έννοια να είναι γεμάτες οι αίθουσες. Αυτό βέβαια είναι ένα ζήτημα, γιατί δεν πρέπει κανένας να βλέπει τίποτα εντελώς δωρεάν. Πρέπει να βλέπει κάτι έστω με ένα μικρό αντίτιμο, ακόμα και με 1-2 ευρώ, γιατί κάποιοι άνθρωποι πρέπει να επιζήσουν μέσα από αυτό, να μην υποφέρουν, να μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα τους. Είναι εντελώς πρακτικό το θέμα.
«Παραδίδουμε στους νεότερους όλα αυτά για τα οποία θα πρέπει να ντρεπόμαστε»
Είστε μια γυναίκα που πέραν της υποκριτικής, έχετε ασχοληθεί στο παρελθόν με τα κοινά. Ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος και μάλιστα με έντονη πολιτική δράση όπως εσείς, πώς βλέπει την κατάσταση που βιώνει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας;
Μας πονάνε όλους τα πράγματα γύρω μας, στην πατρίδα μας. Δεν έχει σημασία αν κάποιος ασχολήθηκε πιο ενεργά μέσα από διάφορες θέσεις με την πολιτική ή με τον συνδικαλισμό. Σημασία έχει ότι μας πονάει, γιατί άλλα πράγματα ονειρευτήκαμε και για άλλα πράγματα παλέψαμε. Εμείς είμαστε μια γενιά ήττας. Η δική μου η γενιά είναι μια γενιά ήττας. Οι ήττες δεν είναι μόνο στα πεδία των μαχών. Ήττα είναι και όταν ξεκινήσαμε, υποσχεθήκαμε κάποια πράγματα στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές, και τελικά βρισκόμαστε να παραδίδουμε στους νεότερους όλα αυτά για τα οποία θα πρέπει να ντρεπόμαστε. Και το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δυστυχώς δε μπορούμε να ομονοήσουμε για εξαιρετικά απλά πολιτικά πράγματα. Δε μιλάω για την πολιτική άποψη του καθενός. Μιλάω για το τι κάνει κάποιος όταν είναι στο σπίτι του, ή τι κάνει όταν είναι ζευγάρι με έναν άνθρωπο που μπορεί να μη συμφωνεί σε όλα όμως πρέπει αναγκαστικά να βρει τη χρυσή τομή σε βασικά πράγματα για να μπορέσει να συμβιώσει. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ότι, για να μπορέσουμε να συμβιώσουμε πρέπει να ομονοήσουμε τουλάχιστον σε μερικά βασικά ζητήματα στα οποία εκ των πραγμάτων όλοι συμφωνούμε.
Σε διάφορα επίπεδα πολιτικής δράσης θα δείτε ότι αυτό λειτουργεί. Ας πούμε, στον συνδικαλισμό, που είναι τόσο πολύ συκοφαντημένος, πολλές φορές έχουν παρθεί ομόφωνα κάποιες αποφάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους συλλόγους, σε συλλόγους γονέων και κηδεμόνων. Και αυτοί, κοινωνικοί φορείς είναι που γεννούν πολιτική. Και συμφωνούν όλοι όταν χρειάζεται. Γιατί λοιπόν δε μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μερικά βασικά θέματα;
Πάντα ξεκινάμε από μια βάση μόνιμης αντιπαράθεσης. Αυτό είναι κάτι που αδυνατώ να κατανοήσω. Λες και η ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων εξαρτάται μόνο από την άρνηση. Φαίνεται δηλαδή ότι υπάρχουν και διαμορφώνουν θέση δια της αρνήσεως, για να μη χάσουν. Αυτό είναι τραγικό. Δε μπορεί ό,τι λέει ο κάθε πολιτικός σου αντίπαλος να είναι λάθος. Άλλο η πάλη ανάμεσα στις ιδεολογίες και άλλο αν υπάρχει ανάγκη να φτιάξουμε το σπίτι μας. Οπότε και η κοινωνία είναι μαγκωμένη, κουμπωμένη, είναι κλεισμένη τον εαυτό της.
Έχουμε έναν λαό τρομακτικά συντηρητικό σε όλα τα πεδία. Και εμείς νομίζουμε ότι είμαστε προοδευτικοί. Τώρα θα μου πείτε, τι σημαίνει προοδευτικός και συντηρητικός. Εννοώ με τις έννοιες που όλοι καταλαβαίνουμε. Από τα επίπεδα της ηθικής μέχρι την πολιτική, μέχρι τα πάντα. Αν φύγει κάποιος από ένα κόμμα και πάει σε ένα άλλο αυτομάτως τον βρίζουμε ως προδότη. Είναι πάρα πολύ εύκολες οι λέξεις.
Τρομακτική φθορά της γλώσσας και τρομακτική κατάχρηση απαράδεκτων λέξεων στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει το ήθος του λόγου και τα καταπληκτικά ελληνικά, ακόμα και μέσα από την ίδια τη Βουλή, τι πρότυπα να υπάρχουν; Θα κατηγορήσω εγώ το νέο παιδί που δε ξέρει να μιλήσει ελληνικά; Δεν μπορώ να το κατηγορήσω.
«Η Τουρκία μπαίνει στα χωρικά ύδατα της Κύπρου κι εμείς ασχολούμαστε με τα καγκελάκια στις παρελάσεις»
Θεωρείτε ότι υπάρχει τρόπος να αλλάξουν τα πράγματα;
Θα πρέπει και θα μπορούσε να υπάρξει μια ομόνοια στα εθνικά θέματα και σε άλλα σημαντικά ζητήματα. Θα πρέπει φυσικά να κοιτάξουμε την παιδεία. Τί θέλει στην ουσία ο κόσμος; Μιλούσα με ένα παιδί εδώ απέναντι από το θέατρο που έχει ένα κατάστημα και μου είπε: «Το μόνο που θέλω είναι παιδεία, υγεία και δικαιοσύνη. Δε με πειράζει να είμαι φτωχός». Κι αυτός ο άνθρωπος είναι ένας επαγγελματίας που στεκόταν στα πόδια του χρόνια και πλέον δε μπορεί να τα βγάλει πέρα. Και σκεφτείτε, θέλει μόνο αυτά που σας ανέφερα, παιδεία, υγεία και δικαιοσύνη.
Όταν λοιπόν δεν καθόμαστε όλοι να λύσουμε αυτά τα απλά προβλήματα ενός λαού τι περιμένουμε; Όταν δεν ενδιαφερόμαστε γι αυτά αλλά αντίθετα, βλέπω για παράδειγμα να παίζουν κλέφτες κι αστυνόμους στα πανεπιστήμια, ειλικρινά απορώ.Συγνώμη που θα το πω, αλλά δεν θεωρώ σοβαρό θέμα τα καγκελάκια για τις παρελάσεις. Δεν εξετάζω αν ως γεγονός είναι καλό ή κακό. Δε μπαίνω καν στον κόπο να ασχοληθώ με αυτό. Όταν αυτή την ώρα η Τουρκία έρχεται και παραβιάζει τον εναέριο χώρο, όταν μπαίνει στα χωρικά ύδατα της Κύπρου, όταν είμαστε ένα κράτος σε χρεωκοπία, όταν έχουμε όλους αυτούς τους άστεγους και πεινασμένους ανθρώπους στο δρόμο και τους ανέργους, ασχολούμαστε με τα καγκελάκια;
Δηλαδή, η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται για τα καγκελάκια; Με συγχωρείτε, αλλά δεν είμαστε σοβαροί. Δε μπορεί τέτοια γεγονότα να γίνονται πολιτικά θέματα της επικαιρότητας ενώ υπάρχουν γύρω μας τόσα φλέγοντα ζητήματα. Είναι δυνατόν; Ο κόσμος υποφέρει και πεινάει. Καταστρέφεται μια γενιά η οποία είναι άνεργη. Καταστρέφονται οι δεξιότητές της, η ψυχή της. Ζούμε σε έναν κόσμο τρομακτικού ανταγωνισμού και ασχολούμαστε με τα καγκελάκια;
Πιστεύω λοιπόν ότι ξύνουμε τα νύχια μας για καυγά για το οτιδήποτε. Από το πιο σοβαρό μέχρι το πιο ασήμαντο. Δεν αξιολογούμε δυστυχώς τα σημαντικά και τα μη σημαντικά. Δεν εξετάζω ποιος έχει δίκιο, αλλά αρνούμαι να ασχοληθώ. Δε με αφορά.
«Η Βουλή είναι πρεστίζ, πολύ καμάρι και φιγούρα για την οικογένεια και τους γύρω»
Υπήρξατε και βουλευτής το 1981 με το ΚΚΕ. Τί αποκομίσατε από την ενασχόλησή σας με την πολιτική;
Μπορώ να σας πω το εξής. Υπήρξα δημοτική σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων, υπήρξα για 11 χρόνια συνδικαλίστρια και υπήρξα και βουλευτής. Κάθε τομέας έχει τα δικά του ενδιαφέροντα. Ο τομέας όμως ο οποίος έχει για εμένα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Γιατί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορείς να μετακινήσεις ένα πράγμα από εδώ και να το πας εκεί. Είναι και ο συνδικαλισμός όπου μπορείς κι εκεί να κάνεις κάτι. Στην Βουλή, όταν είσαι σε ένα κόμμα που δεν είναι κόμμα εξουσίας, δε μπορείς να μετακινήσεις τίποτα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βγάζεις καλούς λόγους.
Να δραστηριοποιείσαι κοινωνικά και να ακούς τους φορείς και την κοινωνία. Μη νομίζετε ότι όλοι οι βουλευτές είναι κυρίαρχα πρόσωπα τα οποία διαμορφώνουν την πολιτική μέσα στο κόμμα τους. Μερικοί είναι, αλλά όχι όλοι. Η Βουλή είναι πρεστίζ. Είναι πολύ καμάρι και φιγούρα για την οικογένεια και τους γύρω και βέβαια είναι πολύ ωραίο και για εσένα. Το πώς σε βλέπει η κοινωνία έχει ιδιαίτερη σημασία για εσένα. Θεωρώ λοιπόν ότι έχουν το ενδιαφέρον τους, αλλά περισσότερο από όλα θεωρώ ότι έχει η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Θα θέλατε να ασχοληθείτε ξανά στο μέλλον με τα κοινά;
Είμαι πολύ μεγάλη γι αυτό πια. Ξέρετε τι συμβαίνει τελικά με την πολιτική; Παλιά αποκλείαμε τους νέους, τώρα αποκλείουμε τους μεγάλους. Κοινωνία αποκλεισμών πάλι. Δεν έχουμε οργανωθεί έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούμε να συνεργαζόμαστε. Και τα κόμματα που είναι βασικοί φορείς πολιτικής, ποτέ δεν αξιοποίησαν τους ανθρώπους που είχαν με κάποιον τρόπο ώστε να εμπλουτίσουν την πολιτική τους σκέψη. Αν εσείς ξυπνήσετε ένα πρωί και αποφασίσετε ότι θέλετε να πείτε τη γνώμη σας και να μετέχετε, αν δεν ανήκετε σε ένα κόμμα, σε ένα φορέα, η φωνή σας δε θα ακουστεί. Και υποψηφιότητα να θέλετε να βάλετε, πρέπει να ανήκετε κάπου.
«Αν δεν δούμε τις ήττες και τις πληγές μας δε μπορούμε να προχωρήσουμε»
Τη φετινή θεατρική σεζόν ανεβάζετε στο θέατρο Αργώ μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση με τίτλο «Οι Αγνοούμενοι. Μια ενδιαφέρουσα ζωή» που πραγματεύεται το δράμα των αγνοουμένων της Κύπρου και θέτει θέματα της μνήμης και της άγνοιας σε μια εποχή γενικευμένης λήθης και ευδαιμονισμού που βίωναν και η Κύπρος και η Ελλάδα. Μιλήστε μας γι αυτό το έργο.
Όταν επιλέγω ένα έργο, προσπαθώ να είναι ένα καλό έργο. Το διάβασα πριν 3-4 χρόνια. Δε ξέρω αν θα το ανέβαζα εάν δε σκεφτόμουν ότι φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σκέφτηκα λοιπόν ότι σε μια τέτοια σημαδιακή χρονιά θα ήταν ενδιαφέρον ένα πολύ καλό θεατρικό έργο το οποίο δεν πραγματεύεται μόνο το θέμα των αγνοουμένων. Όπως πολύ σωστά έχει πει ο Βασίλης Κατσικονούρης που το έγραψε, είναι ένα έργο για το έγκαυμα της μνήμης. Θα μπορούσε, αντί για τους αγνοούμενους, να είναι ένα άλλο ιστορικό γεγονός.
Το βαθύτερο νόημα του έργου, αυτό που θέλει να μας πει, είναι ότι αν δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, αν αρνούμαστε τις ρίζες μας, η ζωή μας θα διαλυθεί, θα είναι στον αέρα. Τοποθετεί το θέμα των αγνοουμένων ανάμεσα σε δύο αδερφές. Η μια κρατάει τη μνήμη μέσα της, το καντηλάκι που καίει στην ψυχή της μέσα από τη μάνα της, από την παράδοση. Μια γυναίκα δηλαδή του χρέους, η οποία είναι ταμένη και φτάνει στο άλλο άκρο.
Και από την άλλη υπάρχει μια γυναίκα που λέει : «αυτά δε τα θυμάμαι, είναι πίσω μου, είναι ξεχασμένα, δε με αφορούν πια». Και όταν πια συναντιούνται, αυτή η γυναίκα που κρατά πάντα ζωντανή τη μνήμη μέσα της, έρχεται να λειτουργήσει σαν καταλύτης στη ζωή της άλλης. Διότι τελικά δε μπορείς ποτέ να αρνηθείς αυτό που είσαι. Ξέρετε, όλο αυτό που πάθαμε, όλο αυτό το επίχρισμα της ωραίας ζωής και του ονείρου, του να περνάμε καλά -όχι βέβαια όλοι, γιατί ποτέ δεν περνούσαν όλοι καλά- το θεωρούσαμε ως κάτι πολύ φυσικό. Να είμαστε δηλαδή πάρα πολύ καλά, χωρίς αυτό να βγαίνει από τον κόπο μας και από τη σκληρή μας δουλειά. Εκεί ήταν το ζητούμενο.
Σε αυτό που φτιάξαμε στον εγκέφαλό μας κυρίως. Αυτή την χρυσόσκονη που είχε πασπαλίσει όλη την κοινωνία. Κάποιοι βέβαια έβγαζαν αρκετά λεφτά, αλλά όλοι νομίζαμε ότι ζούμε μέσα σε αυτή την χρυσόσκονη η οποία διαλύθηκε και καταλάβαμε τελικά ότι είναι σκέτη άμμος.
Αυτό λοιπόν είναι το έργο. Μας λέει ότι είμαστε η μάνα μας, ο πατέρας μας, ο παππούς μας, η γη μας, το χώμα μας, η πατρίδα μας, οι μνήμες μας, ο λαός μας, τα έθιμά μας. Μέσα μας αυτά δε πρέπει να τα αρνηθούμε. Βέβαια, δεν πρέπει να κατευθύνουν τη ζωή μας. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι ελεύθερος, να είναι πολίτης του κόσμου. Αλλά δεν μπορείς να είσαι τίποτα, αν αρνείσαι αυτό που είσαι.
Ήθελα να ανεβάσω αυτό το έργο για έναν λόγο ακόμα. Γιατί πιστεύω ότι ακόμα και με τη μνεία αυτού του γεγονότος, το οποίο είναι πληγωτικό και αποτελεί μια βαριά ήττα για τον ελληνισμό, θα πρέπει να μπούμε σε μια διαδικασία σκέψης. Να σκεφτούμε ότι δεν αρκεί μόνο να γιορτάζουμε τις επετείους μας, τις οποίες καλά κάνουμε και τις γιορτάζουμε γιατί είναι πολύ σημαντικό για το λαό μας, αλλά να δούμε και τις ήττες μας. Γιατί αν δεν δούμε τις ήττες και τις πληγές μας και δεν κουβεντιάσουμε γι αυτές, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα.
«Θλίβομαι που η γενιά που εκπροσωπώ δεν άνοιξε τον φάκελο της Κύπρου»
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 δημιούργησε ένα μακρύ κατάλογο αγνοουμένων προσώπων. Πόσο σας αγγίζει και σας συγκινεί αυτό το θέμα;
Μου κάνει εντύπωση όταν ψάχνω και διαβάζω τα παλιά σχετικά δημοσιεύματα, ότι το θέμα θεωρήθηκε ανθρωπιστικό και όχι πολιτικό. Δεν το καταλαβαίνω καθόλου αυτό. Είναι πολιτικό το θέμα, δεν είναι ανθρωπιστικό μόνο. Έχει σαφώς μια ανθρωπιστική πλευρά, αλίμονο, αλλά είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα. Κι εμείς το βάζαμε κυρίως στο επίπεδο του ανθρωπιστικού ζητήματος. Αν και δεν είμαι ειδική, έβλεπα παντού να αντιμετωπίζεται ως ένα παράπλευρο ζήτημα και όχι ως ένα καίριο πολιτικό ζήτημα. Θεωρώ ότι αν η Τουρκία είχε ένα παρόμοιο θέμα, θα το έθετε συνέχεια ως πολιτικό.
Πιστεύω ότι οι οργανώσεις έχουν δουλέψει πολύ σκληρά γι αυτό το τόσο οδυνηρό θέμα και οι Κύπριοι δεν το έχουν αφήσει να ξεχαστεί. Και είναι θαυμαστό πώς άνθρωποι ακόμα και μετά από σαράντα χρόνια είναι τόσο πολύ ενεργοποιημένοι, δουλεύουν τόσο σκληρά γι αυτό το ζήτημα και έχουν και αποτελέσματα. Την εποχή που ήμουν εγώ στη Βουλή ήταν να ανοιχτεί ο φάκελος της Κύπρου. Και τελικά αναρωτιέμαι, τί μπορεί αυτή η κοινωνία, αυτή η πολιτική να καταλογίσει στους νέους; Πώς μπορεί να τους κατηγορήσει ως ανιστόρητους όταν η γενιά την οποία εγώ εκπροσωπώ δεν άνοιξε τον φάκελο της Κύπρου; Αυτή είναι η αλήθεια και με θλίβει. Η τέχνη λοιπόν είναι ασφαλής οδηγός για τον άνθρωπο. Μπορεί να μη μας γνωρίζει τα γεγονότα, αλλά μας λέει άλλες αλήθειες πολύ ουσιαστικές. Και το ζητούμενο πάντα είναι η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια ελευθερώνει.
Είναι στη σκέψη σας να παρουσιάσετε την παράστασή σας στο κοινό της Κύπρου; Τι άλλο περιλαμβάνουν τα μελλοντικά σας σχέδια;
Σκεφτόμαστε να πάμε στην Κύπρο την άνοιξη. Θα θέλαμε πολύ να παρουσιάσουμε εκεί την παράστασή μας. Και νομίζω ότι ο Αλέξανδρος Σταύρου, ο συμπρωταγωνιστής μου, που έχει πάει στην Κύπρο και που είναι πολύ αγαπητός εκεί λόγω και των τηλεοπτικών σειρών του, θέλει πολύ να το κάνουμε αυτό. Κι εγώ θέλω πολύ να πάμε. Δεν είναι για να θέσουμε ένα θέμα τις δυσκολίες του οποίου κατανοώ. Μπορούμε όμως να μιλάμε γι αυτά τα θέματα, εφόσον τα αντιμετωπίζουμε με τον σωστό τρόπο.
Όσο για τα μελλοντικά μου σχέδια, παίζω τη μάνα ενός αγνοουμένου σε ένα μονόλογο, «Ο Γυιός μου ο Ελπήνορας» του Δημήτρη Λέντζου. Οργανώνουμε στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης στις 1 και 2 Δεκεμβρίου ένα κινηματογραφικό διήμερο από ταινίες Κυπρίων σκηνοθετών με το θέμα τους αγνοούμενους. Στην έναρξη του διημέρου αυτού, την 1η Δεκεμβρίου το μεσημέρι, θα γίνει μια συζήτηση στον Ιανό με θέμα «Ιστορία-Πολιτική-Κινηματογράφος». Σκοπός της συζήτησης αυτής είναι, εκτός των άλλων, να δούμε κι εμείς πώς παράγουμε τέχνη που έχει σχέση με την ιστορία μας. Γιατί αν θέλουμε κι εμείς να αναλάβουμε τις ευθύνες μας ως καλλιτέχνες, καλό θα ήταν να κοιτάξουμε και ως προς αυτήν την κατεύθυνση.