Η διαδικασία λήψης καταθέσεων και οι «Δικαστικοί Κανόνες»

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Η διαδικασία λήψης καταθέσεων στην Κυπριακή έννομη τάξη ρυθμίζεται από το νόμο περί Ποινικής Δικονομίας (ΚΕΦ. 155) και τους Δικαστικούς Κανόνες. Η κατεξοχήν Ανακριτική Αρχή είναι η Αστυνομία, η οποία σύμφωνα με το Άρθρο 5 Κεφ 155, έχει την εξουσία να καλεί για κατάθεση οποιονδήποτε θεωρεί ότι μπορεί να της δώσει πληροφορίες σχετικές με την υπό εξιχνίαση υπόθεση. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ενδεχόμενη παρακοή σε μία τέτοια διαταγή, συνιστά ποινικό αδίκημα. Παρόλ’ αυτά εάν το άτομο το οποίο καλείται και προσέρχεται για κατάθεση δεν επιθυμεί να δώσει πληροφορίες, έχει το δικαίωμα να μην μιλήσει.

Η λήψη καταθέσεων θα πρέπει να γίνεται σε εύλογο χώρο και χρόνο. Επιπλέον, κατά την διάρκεια λήψης καταθέσεων η Αστυνομία θα πρέπει να τηρεί κάποιους κανόνες, τους γνωστούς «Δικαστικούς Κανόνες». Οι καταθέσεις για να έχουν αξία και να μπορούν να παρουσιαστούν ενώπιον Δικαστηρίου, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι αυτές ήσαν θεληματικές. Εάν υπάρχει υπόνοια ότι οι καταθέσεις δεν ήσαν θεληματικές, το Δικαστήριο θα διατάξει «Δίκη εντός Δίκης» για να αποφανθεί κατά πόσον οι καταθέσεις ήσαν θεληματικές ή όχι.

Με τον όρο «θεληματική κατάθεση» εννοούμε την κατάθεση που κάποιος έδωσε χωρίς φόβο, χωρίς πίεση, με ελεύθερη και ανεπηρέαστη βούληση και χωρίς να προσδοκεί σε κάποια ανταλλάγματα. Στην περίπτωση όπου ένας μάρτυρας θέλει να δώσει κατάθεση αλλά φοβάται για την ζωή του, είναι θεμιτό να λαμβάνονται μέτρα προστασίας του, χωρίς αυτό να εμπίπτει στην έννοια του ανταλλάγματος.

Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω η Αστυνομία πρέπει να τηρεί και να εφαρμόζει τους «Δικαστικούς Κανόνες» στην λήψη των καταθέσεων. Οι Δικαστικοί αυτοί Κανόνες ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λαμβάνονται οι καταθέσεις, έτσι ώστε να μην αμφισβητείται η θεληματικότητα τους. Η παραβίαση κάποιου Δικαστικού Κανόνα, δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι η κατάθεση ήταν παράνομη. Σε ένα τέτοιο όμως ενδεχόμενο το Δικαστήριο θα λάβει σοβαρά υπόψη την παραβίαση, έτσι ώστε να κρίνει την θεληματικότητα ή μη της κατάθεσης.

Οι «Δικαστικοί Κανόνες» προβλέπουν τον τρόπο λήψης καταθέσεων ως εξής:

Δικαστικός Κανόνας 1 – Ο πρώτος κανόνας αναφέρεται στο αρχικό στάδιο «της απλής υποψίας», όπου η Αστυνομία ασχολείται ως επί το πλείστον με την συλλογή πληροφοριών, και άρα ακόμη δεν υπάρχει ύποπτος. Η Αστυνομία μπορεί να λάβει κατάθεση από οποιονδήποτε και δεν είναι ανάγκη να επιστήσει την προσοχή σε κάποιον κατά την διεξαγωγή λήψης της κατάθεσης. Η κατάθεση δηλαδή σε αυτό το αρχικό στάδιο είναι ελεύθερη.

Δικαστικός Κανόνας 2 – Ο δεύτερος κανόνας είναι ο λεγόμενος «ανακριτικός κανόνας». Σε αυτό το στάδιο έχουμε εύλογη υποψία στηριζόμενη σε μαρτυρία, δηλαδή ότι κάποιο πρόσωπο ενέχεται ή μπορεί να δώσει πληροφορίες για κάποιο αδίκημα. Η Αστυνομία για να λάβει κατάθεση από τον ύποπτο πρέπει να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένη φόρμουλα κατάθεσης. Θα πρέπει δηλαδή η Αστυνομία να προειδοποιήσει το άτομο ότι ουσιαστικά είναι ύποπτος και να του επιστήσει την προσοχή του για το ενδεχόμενο η κατάθεση του να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του στο Δικαστήριο. Σε αυτό το δεύτερο στάδιο η Αστυνομία επιβάλλεται να κρατάει πρακτικά κατά την διάρκεια της ανάκρισης.

Δικαστικός Κανόνας 3 – Ο τρίτος κανόνας αναφέρεται στο στάδιο όπου η Αστυνομία κατέχει επαρκή μαρτυρία για να κατηγορηθεί κάποιος. Ο κανόνας προβλέπει ότι από την στιγμή που κάποιος πληροφορείται ότι ενδέχεται να κατηγορηθεί γραπτώς, δεν δύναται η Ανακριτική Αρχή να υποβάλει περαιτέρω ερωτήσεις και ουσιαστικά να ανακρίνει ξανά τον ύποπτο. Εξαίρεση από τον προαναφερθέντα κανόνα ισχύει όταν – 1) υπάρχει κίνδυνος για άλλο πρόσωπο και 2) πρέπει να διευκρινιστούν κάποιες ασάφειες από το προηγούμενο στάδιο της ανάκρισης. Σε αυτό το στάδιο γίνεται ακόμη πιο αυστηρή η τήρηση των πρακτικών της ανάκρισης.

Δικαστικός Κανόνας 4 – Ο τέταρτος κανόνας αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου ένα πρόσωπο επιθυμεί να δώσει κατάθεση μετά που του έγινε επίστηση της προσοχής του. Γενικά, ο δικαστικός αυτός κανόνας ασχολείται με πρακτικά και διαδικαστικά ζητήματα κατά την διάρκεια της ανάκρισης. Για παράδειγμα, προβλέπεται συγκεκριμένο λεκτικό για την κατάθεση, το άτομο που ενδέχεται να κατηγορηθεί πρέπει να πληροφορείται ότι μπορεί να γράψει μόνος του την κατάθεση του και επίσης να βεβαιώνει ότι έδωσε την κατάθεση του χωρίς φόβο και με την θέληση του.

Δικαστικός Κανόνας 5 – Ο προτελευταίος αυτός κανόνας αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου υπάρχουν καταθέσεις δύο ή περισσοτέρων συγκατηγορούμενων για το ίδιο αδίκημα. Η Αστυνομία μπορεί να δώσει τις καταθέσεις αυτές σε άτομο το οποίο έχει κατηγορηθεί ή ενδέχεται να κατηγορηθεί για το ίδιο αδίκημα. Δεν επιτρέπεται όμως η Αστυνομία να καλεί το άτομο που έλαβε τις καταθέσεις να τις σχολιάσει.

Δικαστικός Κανόνας 6 – Ο τελευταίος κανόνας προβλέπει ότι οι «Δικαστικοί Κανόνες» θα πρέπει να εφαρμόζονται και από όλα τα άλλα όργανα και/ή πρόσωπα τα οποία δύνανται να ασκούν το ανακριτικό έργο.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας