Η Βουλή δεν μπορεί να ερευνήσει τους λόγους κλεισίματος των ΚΑ

Η ΣΕΚ, σε σημερινή ανακοίνωση της αναφέρει ότι η Βουλή δεν μπορεί να ερευνήσει τους λόγους που οδήγησαν στο κλείσιμο των Κυπριακών Αερογραμμών και να δείξει τις ευθύνες των μελών της γιατί τα κόμματα είναι μέρος του προβλήματος,  προσθέτοντας ότι “η ευθύνη για το γεγονός ότι η Κύπρος αυτή την ώρα δεν έχει δικό της εθνικό αερομεταφορέα είναι πρωτίστως πολιτική”.

“Το κλείσιμο πρώτα της Eurocypria και ύστερα των Κυπριακών Αερογραμμών είναι ένα πελώριο θέμα για το οποίο φέρουν τεράστιες ευθύνες διαχρονικά όλες οι Κυβερνήσεις και όλα τα πολιτικά κόμματα που διαμέσου εκλεκτών στελεχών τους διοίκησαν τις δύο εταιρείες”, αναφέρει η ΣΕΚ, προσθέτοντας ότι “οι εκατοντάδες εργαζόμενοι που έχασαν τις δουλειές τους απαιτούν πραγματική έρευνα που θα καταδεικνύει και θα καταγράφει το εύρος και το μέγεθος αυτής της πολιτικής ευθύνης, αλλά και τιμωρία των όσων ενέχονται σ’ αυτή την υπόθεση”.

Τα πολιτικά κόμματα, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, είναι μέρος του προβλήματος και η έρευνα που θα γίνει από τα ίδια δεν πρόκειται να καταδείξει και να αποδείξει τις δικές τους πολλαπλές και τεράστιες ευθύνες.

Η ΣΕΚ, αν και αναγνωρίζει το δικαίωμα της Βουλής και των πολιτικών κομμάτων να διορίσουν ad hoc επιτροπή, αποτελούμενη από 11 βουλευτές, για να ερευνήσουν τους λόγους που οδήγησαν στο κλείσιμο των Κυπριακών Αερογραμμών, αναφέρει, ωστόσο, ότι “απ’ αυτή την επιτροπή δεν αναμένουμε τίποτε απολύτως”.

Αναφέρει ότι “θα είναι μια έρευνα ελλειμματική και ως εκ τούτου ίσως και αχρείαστη”.

“Τα κοινοβουλευτικά κόμματα, αν ήθελαν πραγματικά να ερευνήσουν αυτό το θέμα, όφειλαν να είναι διπλά προσεκτικά στη σύνθεση της Επιτροπής και να απέφευγαν να διορίσουν σ’ αυτήν το βουλευτή της ΕΔΕΚ Νίκο Νικολαϊδη, που διετέλεσε στο πρόσφατο παρελθόν υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Χριστόφια αλλά και το βουλευτή του ΑΚΕΛ Σταύρο Ευαγόρου που διετέλεσε μέλος σε διοικητικό συμβούλιο των Κυπριακών Αερογραμμών”, προσθέτει.

Αναφέροντας ότι δεν έχει οτιδήποτε εναντίον των συγκεκριμένων ανθρώπων, η ΣΕΚ εκφράζει την άποψη ότι “οι ίδιοι θα έπρεπε να αποποιηθούν τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη επιτροπή, για να υπάρχει η έξωθεν καλή μαρτυρία και να αποφεύγονται οι οποιεσδήποτε κακές σκέψεις για την αξιοπιστία της κοινοβουλευτικής έρευνας”.

“Αναζητείται σοβαρότητα για την εκπόνηση μιας ποιοτικής έρευνας που θα γίνει από πραγματικά ανεξάρτητους φορείς και η οποία βέβαια θα γίνει αποδεκτή και σεβαστή από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας και δεν θα έχει την τύχη του πορίσματος Πολυβίου για την έκρηξη στο Μαρί”, καταλήγει.