Η αναγνώριση κρατικής υπόστασης στο Διεθνές Δίκαιο

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Όταν ασχολούμαστε με το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης κρατών, είναι απαραίτητο να διακρίνουμε και να ξεχωρίσουμε δύο έννοιες – από την μια την διεθνή αναγνώριση ενός κράτους και από την άλλη την διεθνή αναγνώριση μιας κυβέρνησης. Είναι γενικά παραδεκτό ότι μια «αποτελεσματική κυβέρνηση», αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την διεθνή αναγνώριση ενός κράτους. Ωστόσο, η διεθνής πρακτική μας διδάσκει ότι άλλα κριτήρια πέραν από καθαρά νομικά ενδέχεται να εφαρμόζονται σε διαφορετικές περιπτώσεις.

Σε γενικές γραμμές όμως, ο αποτελεσματικός έλεγχος μιας κυβέρνησης επί συγκεκριμένου εδάφους αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για την αναγνώριση κρατικής υπόστασης σε μια οντότητα, εφόσον βέβαια αυτός ο έλεγχος είναι μόνιμος. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η κρατική υπόσταση εμπερικλείει την έννοια της νομικής προσωπικότητας και του υποκείμενου δικαίου, ενώ η αναγνώριση μιας κυβέρνησης είναι στενά συνδεδεμένη με τη νομιμότητα μιας κυβέρνησης.

Μια άλλη διάκριση που επιβάλλεται να καταγραφεί, είναι αυτή μεταξύ της de facto (εκ των πραγμάτων) και της de jure (δια νόμου) αναγνώρισης κρατών. Οι δύο όροι συνδέονται στενά με την νομιμότητα ή όχι μιας κυβέρνησης, εφόσον ορισμένοι μελετητές τείνουν να πιστεύουν ότι τόσο η de facto όσο και η de jure αναγνώριση επηρεάζονται από τη νομιμότητα ή όχι μιας κυβέρνησης. Ωστόσο, ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τους δύo τρόπους με τους οποίους ένα κράτος μπορεί να επιδιώξει την διεθνή του αναγνώριση.

Όταν αναφερόμαστε σε de jure αναγνώριση ενός κράτους, εννοούμε την διαδικασία που λαμβάνει χώρα με σκοπό την αναγνώριση κρατικής υπόστασης σε οντότητα η οποία συμμορφώνεται πλήρως με τις προϋποθέσεις και διατάξεις του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου (μόνιμο λαό, προσδιορισμένο έδαφος και ανεξάρτητη από εξωτερικούς παράγοντες εξουσία) και αναγνωρίζεται από άλλα κράτη μέσω μίας μονομερής πράξης και/ή διεθνής συμφωνίας .

Η de facto αναγνώριση από την άλλη, είναι συνήθως προσωρινή και/ή μεταβατική, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι η οντότητα την οποία αφορά δεν πληροί τα προαπαιτούμενα που θέτει το Διεθνές Δίκαιο για την αναγνώριση κρατών. Η de facto αναγνώριση δύναται να προέλθει είτε με την έναρξη οικονομικών και/ή εμπορικών σχέσεων είτε με άλλες διπλωματικές πρακτικές όπως π.χ. οι εκατέρωθεν επισκέψεις κρατικών αξιωματούχων μεταξύ της «εν δυνάμει» κρατικής οντότητας σε ένα άλλο, ήδη διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος. Η de jure αναγνώριση είθισται να είναι ο νόμιμος τρόπος αναγνώρισης ενός κράτους και έτσι απολαύει σχεδόν καθολικής αποδοχής από τα κράτη της διεθνούς κοινότητας. Η de facto αναγνώριση είναι μια πιο αβέβαιη διαδικασία και σε μεγάλο βαθμό συνδέεται στενά με την αποτελεσματικό έλεγχο μιας συγκεκριμένης επικράτειας όπως επίσης και με τα γεωπολιτικά δεδομένα συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα de facto αναγνώρισης που έλαβε χώρα ήταν το 1948, όταν οι Η.Π.Α αναγνώρισαν με αυτό τον τρόπο το κράτος του Ισραήλ, ενώ λίγο αργότερα η τότε Σοβιετική Ένωση προτίμησε να αναγνωρίσει de jure το ίδιο κράτος.

Είμαστε της άποψης ότι η de facto αναγνώριση επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από πολιτικούς παράγοντες. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι τα κράτη επινόησαν έναν διαφορετικό και/ή παράδοξο τρόπο κρατικής αναγνώρισης, προκειμένου να μπορούν να εξυπηρετούν καλύτερα κάθε φορά τα εθνικά τους συμφέροντα. Παρ’ όλο που η de facto αναγνώριση παραβιάζει τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, όσον αφορά την αναγνώριση των κρατών, οι δύο πιο πάνω προαναφερθείσες πρακτικές θεωρούνται και οι μόνοι τρόποι με τους οποίους ένα κράτος μπορεί να επιδιώξει την αναγνώριση του.

Η αναγνώριση δεν είναι μια στατική κατάσταση και τα κράτη ως υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου είναι μεταβλητά ως προς τη φύση τους.

Επομένως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι είναι δυνατό να αποσυρθεί αναγνώριση κρατικής υπόστασης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, η de facto αναγνώριση που χαρακτηρίζεται ως αβέβαιη και μη συμπαγής, δύναται να προσβληθεί και να αμφισβητηθεί στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια κυβέρνηση μη αναγνωρισμένης ακόμη κρατικής οντότητας, χάνει τον αποτελεσματικό έλεγχο που ασκεί επί συγκεκριμένης επικράτειας. Σε ό, τι αφορά την de jure αναγνώριση, είναι πιο δύσκολο να ανακληθεί και/ή προσβληθεί, διότι είναι το αποτέλεσμα νομότυπης διαδικασίας. Η de jure αναγνώριση δύναται να καταργηθεί μόνον όταν ένα κράτος καταλαμβάνει με στρατιωτικά μέσα ένα άλλο κράτος.

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η αναγνώριση κρατών είναι πρωτίστως μια πολιτική πράξη. Αυτή η πρακτική τείνει να διασφαλίζει, ότι κρατικές οντότητες που δεν πληρούν όλα τα κριτήρια, δεν θα απολαύουν αναγνώρισης. Ωστόσο, πολύ συχνά πολιτικές σκοπιμότητες και/ή συμφέροντα παρεισφρέουν σε τέτοιες νομικές διαδικασίες και, επομένως μια οντότητα δύναται να κερδίσει κρατική αναγνώριση έστω και αν δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Τέτοιες πρακτικές έχουν οδηγήσει σε προβληματικές καταστάσεις, οι οποίες υποθάλπουν και συντηρούν ένταση και αστάθεια.

Η αναγνώριση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Κροατίας εμπίπτει μέσα σε αυτό πλαίσιο. Και στις δύο περιπτώσεις τα κράτη αυτά δεν ασκούσαν ουσιαστικό έλεγχο επί της επικράτειάς των κατά τον επίμαχο χρόνο της αναγνώρισης τους από την διεθνή κοινότητα και επιπλέον η αναγνώριση της κρατικής τους υπόστασης οδήγησε σε εμπόλεμη σύρραξη και καταστροφικά αποτελέσματα.

Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η διαδικασία αναγνώρισης κρατών είναι στενά συνδεδεμένη με την πρόθεση και την αποδοχή των άλλων κρατών, στα οποία θα απευθυνθεί η «εν δυνάμει» κρατική οντότητα. Μια τέτοια πρόθεση δύναται να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή. Για παράδειγμα η αποδοχή και σύναψη διπλωματικών σχέσεων ή η υπογραφή διμερών συμφωνιών, αποτελούν δείγματα αναγνώρισης σύμφωνα με την διεθνή πρακτική.

Επομένως, από εδώ προκύπτει το συμπέρασμα ότι η διαδικασία είναι κάτι πέρα από κριτήρια και προϋποθέσεις, τα οποία θέτει το Διεθνές Δίκαιο. Θα πρέπει όμως από την άλλη να τονίσουμε ότι η υπογραφή πολυμερών συμφωνιών δεν οδηγεί αυτόματα και στην αναγνώριση κρατικής υπόστασης. Για παράδειγμα, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών έχει υπογραφεί από τις πλείστες αραβικές χώρες και το Ισραήλ, την στιγμή που κάποια αραβικά κράτη εξακολουθούν να αρνούνται την αναγνώριση κρατικής υπόστασης στο κράτος του Ισραήλ.

Παρ ‘όλα αυτά, υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι, όταν ένα κράτος επιβεβαιώνει με τις πράξεις του στον αντισυμβαλλόμενο την ιδιότητα του κράτους μέλους του ΟΗΕ, αυτό νομοτελειακά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι του αναγνωρίζει και κρατική υπόσταση.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας