Για να επιτευχθεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, για την επίλυση της διαφοράς που προέκυψε για την ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας στη Λευκωσία, εντός των προδιαγεγραμμένων χρονικών πλαισίων, το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου θεωρεί πως είναι απαραίτητη η αξιοποίηση εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών.
Το ΕΤΕΚ συστήνει, ειδικότερα, τη χρήση της διαδικασίας κρίσης (adjudication), ώστε να ληφθεί αρχικά μια ενδιάμεση δεσμευτική απόφαση για τις οικονομικές και όποιες άλλες διαφορές ανεφύησαν μεταξύ των μερών και να συνεχίσει απρόσκοπτα και ανεμπόδιστα η υλοποίηση του έργου, μέχρι την οριστική ρύθμιση του συνόλου των διαφορών.
Η ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας αποτελεί το ίσως σημαντικότερο υπό εξέλιξη έργο για την πρωτεύουσα, που με την ολοκλήρωσή του μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην πολεοδομική και οικονομική αναζωογόνησή της.
Το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου παρακολουθεί με ανησυχία τα προβλήματα στην εξέλιξη του έργου, τα οποία δημιουργούν έντονο προβληματισμό για μη έγκαιρη ολοκλήρωσή του και πιθανώς για σοβαρές οικονομικές συνέπειες στην εξασφάλιση των ευρωπαϊκών κονδυλίων που το χρηματοδοτούν. Ενόψει της μεγάλης καθυστέρησης που ήδη παρατηρείται στην υλοποίηση του έργου, προκύπτει εύλογο ερώτημα για τους λόγους που οδήγησαν στη μη έγκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάστηκαν και τα οποία προκάλεσαν μια κρίσιμη κατάσταση που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στην αδυναμία έγκαιρης ολοκλήρωσης της ανάπλασης.
Το Επιμελητήριο υπογραμμίζει την ανάγκη διασφάλισης της απρόσκοπτης συνέχισης και αποπεράτωσης αυτού του μεγαλεπήβολου και σημαντικού έργου, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Για αυτό απαιτείται ειλικρινής και καλοπροαίρετη προσέγγιση του θέματος από όλους τους εμπλεκόμενους με κοινό στόχο την έγκαιρη και με βάση τις προδιαγραφές ολοκλήρωση του έργου.
Λαμβάνοντας υπόψη περιπτώσεις διαφόρων άλλων έργων που έχουν απασχολήσει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα, κυρίως ως προς την αδυναμία τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων και του οικονομικού προγραμματισμού, είναι απαραίτητο να επανεξετάσουμε με σοβαρότητα και αίσθηση ευθύνης τον μηχανισμό διαχείρισης των δημόσιων έργων, ο οποίος φαίνεται πως χρήζει άμεσου επανασχεδιασμού. Τα προβλήματα που παρατηρούνται εντείνονται, ιδιαίτερα, στις περιπτώσεις ανάθεσης μεγάλων και σημαντικών κατασκευαστικών έργων σε ξένους οίκους με όρους ανάθεσης και μηχανισμούς διαχείρισης και παρακολούθησης, που θα πρέπει να προβληματίσουν. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί πως η επιλογή της δικαστικής οδού για την επίλυση τέτοιων διαφορών δεν είναι η βέλτιστη. Αντίθετα, αποτελεί σημαντική τροχοπέδη και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις διεθνείς τάσεις, όπου για τα ίδια ζητήματα τα δικαστήρια αποτελούν την έσχατη επιλογή.