Μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 και στενός σύμμαχος των ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1940 (βάσει του Δόγματος Τρούμαν που στόχο είχε τον περιορισμό της σοβιετικής επιρροής), η Τουρκία δείχνει πλέον να απομακρύνεται πολιτικοστρατιωτικά από τους παλαιούς της συμμάχους, γεγονός που προκαλεί ανησυχία σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, ειδικά εάν συνδυαστεί με τη γενικότερη αστάθεια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Υπό την καθοδήγηση του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, η Αγκυρα αλλάζει προσανατολισμό, στρέφεται προς την Ανατολή και φλερτάρει έντονα με άλλες δυνάμεις (Κίνα, Ιρακινό Κουρδιστάν, Αδελφούς Μουσουλμάνους, Χαμάς κ.ά.). Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα δεν διστάζει ακόμη και να «αδειάσει» τους Αμερικανούς, προκαλώντας την ενόχληση του Λευκού Οίκου.
Ενόχληση
Ενδεικτικά, πριν από μερικές εβδομάδες, η κυβέρνηση Ερντογάν ανακοίνωσε την απόφασή της να αγοράσει ένα σύστημα αεράμυνας (αξίας αρκετών δισ. δολ.) από την Κίνα. Στο άκουσμα της είδησης, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε σκληρή ανακοίνωση με την οποία εξέφραζε τις «σοβαρές ανησυχίες» του για την επιλογή της τουρκικής ηγεσίας. Οι «ανησυχίες» των ΗΠΑ έχουν να κάνουν με λόγους οικονομικούς, στρατιωτικούς αλλά και… συμβολικούς.
Παραδοσιακά, οι Τούρκοι θωρακίζονταν με πυραύλους Patriot, τους οποίους αγόραζαν από αμερικανικές βιομηχανίες (συγκεκριμένα τη Raytheon και τη Lockheed Martin). Ως εκ τούτου, η απόφασή τους να στραφούν στο «φθηνότερο» κινεζικό σύστημα FD-2000 προφανώς προκαλεί δυσαρέσκεια, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που το εν λόγω σύστημα φέρεται να μην είναι συμβατό με το λοιπό υπάρχον νατοϊκό οπλοστάσιο.
Η αμερικανική ενόχληση ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός πως η κατασκευάστρια των FD-2000 που κερδίζει από το συγκεκριμένο ντιλ δεν είναι άλλη από τη «China Precision Machinery Export-Import Corporation», μια βιομηχανία την οποία οι ΗΠΑ κατηγορούν ανοιχτά πως πουλάει «τεχνογνωσία και στρατιωτικά εξαρτήματα/ύλες» σε Ιράν, Συρία και Βόρεια Κορέα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που Αγκυρα και Ουάσιγκτον έρχονται σε κόντρα. Κάθε άλλο μάλιστα. Ξεκινώντας από το 2003 και την τότε άρνηση των Τούρκων να διευκολύνουν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν περάσει από πολλές δοκιμασίες.
Ο διπλωματικός «πόλεμος» των Τούρκων ενάντια στο Ισραήλ (στον απόηχο του Μαβί Μαρμαρά), το φλερτ με τη Χαμάς, η προσέγγιση με την Αρμπίλ, η κόντρα με τη Βαγδάτη και, πιο πρόσφατα, η στήριξη προς τον ανατραπέντα Μόρσι και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο ήταν αρκετά ώστε να προκαλέσουν την ενόχληση της Ουάσιγκτον.
Γενοκτονία
Από την πλευρά τους, ωστόσο, και οι Τούρκοι ενοχλήθηκαν από αμερικανικές κινήσεις όπως η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από 43 αμερικανικές Πολιτείες, και πιο πρόσφατα, η απόφαση του Ομπάμα τελικά να μην εισβάλει στρατιωτικά στη Συρία.
Τα όποια «κενά» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις σπεύδει πλέον να καλύψει η «πανταχού παρούσα» Κίνα, η οποία δεν κρύβει την επιθυμία της να εξελιχθεί σε κορυφαίο εξαγωγέα όπλων παγκοσμίως (σήμερα, βρίσκεται στην πέμπτη θέση). Μάλιστα, πέρα από τις ελκυστικές τιμές, οι Κινέζοι προβάλλουν ως επιπρόσθετο δέλεαρ προς τους επίδοξους αγοραστές και το γεγονός πως αυτοί «δεν ανακατεύονται στα εσωτερικά των χωρών στις οποίες πουλάνε όπλα», σε αντίθεση με τους Αμερικανούς.