Εξέγερση του Πολυτεχνείου – Το χρονικό των γεγονότων και συμπεράσματα

Άρθρο Γνώμης του Γεωργίου Βασιλάκη*                 

17 Νοεμβρίου 1973: 48 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου  Το χρονικό των γεγονότων και συμπεράσματα 

Εξέγερση του Πολυτεχνείου

Στόχοι Διεξαγωγή ελεύθερων φοιτητικών εκλογών, κατάργηση νόμου στράτευσης φοιτητών (αρχικά) Πτώση του δικτατορικού καθεστώτος (τελικά)

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μαζική και δυναμική εκδήλωση της λαϊκής αντίθεσης στο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών που έλαβε χώρα στην ελληνική επικράτεια τον Νοέμβριο του 1973. Η εξέγερση ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου με κατάληψη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Αθηνών από φοιτητές και σπουδαστές. Αυτή κλιμακώθηκε σε αντιχουντική εξέγερση, καταλήγοντας σε αιματοχυσία το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, ύστερα από μια σειρά γεγονότων. Η αρχή έγινε με την είσοδο άρματος μάχης στον χώρο του Πολυτεχνείου και την επαναφορά σε ισχύ του σχετικού στρατιωτικού νόμου που απαγόρευε τις συγκεντρώσεις και την κυκλοφορία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Αίτια

Η Ελλάδα βρισκόταν από τις 21 Απριλίου 1967 υπό τη διακυβέρνηση του στρατού, καθεστώς που είχε καταργήσει τις ατομικές ελευθερίες, είχε διαλύσει τα πολιτικά κόμματα και είχε εξορίσει, φυλακίσει και βασανίσει πολιτικούς και πολίτες με κριτήριο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Το 1973 βρίσκει τον πραξικοπηματία πρωθυπουργό της χώρας, Γεώργιο Παπαδόπουλο, να έχει ξεκινήσει διαδικασία φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, η οποία συμπεριλάμβανε την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και μερική άρση της λογοκρισίας. Επίσης, εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου 1974, για επιστροφή σε πολιτική διακυβέρνηση υπό το αναθεωρημένο σύνταγμα του 1968. Το σύνταγμα αυτό, όμως, διατηρούσε τη θέση του Στρατού στο σύστημα εξουσίας και τη δυνατότητά του να επεμβαίνει στην πολιτική ζωή της χώρας, όποτε το έκρινε απαραίτητο. Ωστόσο, παρά τη ευμενή υποδοχή από την πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου, το ΚΚΕ και το ΠΑΚ επέκριναν τα σχέδια της χούντας καθώς επρόκειτο για προσχηματική φιλελευθεροποίηση η οποία δεν θα επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στο υπάρχον καθεστώς.

Η χούντα, στην προσπάθειά της να ελέγξει κάθε πλευρά της πολιτικής, είχε αναμιχθεί στον φοιτητικό συνδικαλισμό από το 1967, απαγορεύοντας τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια, στρατολογώντας υποχρεωτικά τους φοιτητές και επιβάλλοντας μη εκλεγμένους ηγέτες των φοιτητικών συλλόγων στην Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας (ΕΦΕΕ). Αυτές οι ενέργειες δημιούργησαν έντονα αντιδικτατορικά αισθήματα στους φοιτητές, όπως αυτόν της Γεωλογίας, Κώστα Γεωργάκη, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε δημόσια το 1970 στην Γένοβα της Ιταλίας σε ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον της χούντας. Με αυτή την εξαίρεση, η πρώτη μαζική δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος ήρθε από τους φοιτητές, στις 21 Φεβρουαρίου 1973.

Οι αναταραχές ξεκίνησαν λίγο νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, όταν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματά τους. Στις 13 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο και η χούντα παραβίασε το πανεπιστημιακό άσυλο, δίνοντας εντολή στην αστυνομία να επέμβει. Έντεκα φοιτητές συλλήφθηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Με αφορμή αυτά τα γεγονότα, στις 21 Φεβρουαρίου, περίπου τρεις με τέσσερις χιλιάδες φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατέλαβαν το κτίριο της σχολής στο κέντρο της Αθήνας επί της οδού Σόλωνος, ζητώντας ανάκληση του νόμου 1347 που επέβαλε την στράτευση «αντιδραστικών νέων», καθώς 88 συμφοιτητές τους είχαν ήδη στρατολογηθεί με τη βία. Από την ταράτσα του κτιρίου απαγγέλλουν τον ακόλουθο όρκο: «Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στο όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση: α) των ακαδημαϊκών ελευθεριών, β)του πανεπιστημιακού ασύλου, γ) της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων». Η αστυνομία έλαβε εντολή να επέμβει και πολλοί φοιτητές σε γύρω δρόμους υπέστησαν αστυνομική βία, χωρίς όμως τελικά να παραβιαστεί το πανεπιστημιακό άσυλο. Τα γεγονότα στη Νομική αναφέρονται συχνά ως προάγγελος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Η εξέγερση των φοιτητών επηρεάστηκε επίσης σημαντικά και από τα νεανικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, και ειδικά από τα γεγονότα του Μάη του ’68.

Στις 14 Νοεμβρίου 1973 φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα και ξεκίνησαν διαδηλώσεις εναντίον του βάναυσου στρατιωτικού καθεστώτος. Οι φοιτητές που αυτοαποκαλούνταν «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων και ξεκίνησαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Ο πομπός κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες ώρες στα εργαστήρια της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών από τον Γιώργο Κυρλάκη. Το, πλέον ιστορικό, μήνυμά τους ήταν: «Εδώ Πολυτεχνείο! Λαέ της Ελλάδας το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία και για την Δημοκρατία».

Εκφωνητές του σταθμού ήταν η Μαρία Δαμανάκη, ο Δημήτρης Παπαχρήστος και ο Μίλτος Χαραλαμπίδης.Το πρώτο βράδυ της κατάληψης του Πολυτεχνείου μια ομάδα περίπου εκατό χουντικών νεολαίων της οργάνωσης Κόμμα 4ης Αυγούστου (Κ4Α) του Κώστα Πλεύρη μαζί με ασφαλίτες και παρακρατικούς αποφάσισαν να οργανώσουν εισβολή στο Πολυτεχνείο, αλλά ελλείψει σχεδιασμού και ηγεσίας περιορίστηκαν στην παρεμπόδιση της τροφοδοσίας των φοιτητών από εξωτερικές ομάδες περιφρούρησης.

Οι διαδηλώσεις, τα συλλαλητήρια και οι εκδηλώσεις κατά του καθεστώτος της Χούντας αυξήθηκαν. Κυρίως στην Αθήνα, αλλά και σε σημεία της επαρχίας, δημιουργήθηκαν συνθήκες εξέγερσης. Από τις 14 μέχρι και τις 17 Νοεμβρίου (και πιο περιορισμένα μέχρι τις 18) στήθηκαν οδοφράγματα και διεξήχθησαν οδομαχίες μεταξύ εξεγερμένων και αστυνομίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου η ίδια ομάδα νεολαίων του Κ4Α που είχε συγκεντρωθεί το πρώτο βράδυ, μεταξύ των οποίων φέρεται να συμμετείχε και ο – χρόνια αργότερα – αρχηγός και ιδρυτής της Χρυσής Αυγής, δεκαεξάχρονος έφηβος τότε, Νίκος Μιχαλολιάκος – εκτός όσων είχαν αποφασίσει να συνδράμουν τις δυνάμεις καταστολής, όπως ο Ηλίας Τσιαπούρης, που μαζί με άλλους παρακρατικούς κατηγορήθηκε ότι πυροβολούσε διαδηλωτές από την ταράτσα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως – συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία της οργάνωσης, στη διασταύρωση των οδών Μπουμπουλίνας και Αλεξάνδρας. Διασκορπίστηκαν, ωστόσο, μετά την επίθεση ενός αγήματος αστυνομικών που δεν αντιλήφθηκε την ταυτότητά τους.

Στις 3 π.μ. της 17ης Νοεμβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις για ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών από το χώρο του Πολυτεχνείου βρίσκονταν σε εξέλιξη, αποφασίστηκε από τη μεταβατική κυβέρνηση η επέμβαση του στρατού και ένα από τα τρία άρματα που είχαν παραταχθεί έξω από τη σχολή, γκρέμισε την κεντρική πύλη. Κατά την είσοδο του άρματος, υποστηρίζεται, χωρίς να έχει αποδειχθεί, ότι συνεθλίβησαν 2–3 φοιτητές που βρίσκονταν πίσω από την πύλη (γεγονός «λίαν πιθανό αλλά ανεπιβεβαίωτο» σύμφωνα με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά). Επίσης, από τα συντρίμμια τραυματίστηκε σοβαρά, με συντριπτικά κατάγματα στα πόδια, η φοιτήτρια Πέπη Ρηγοπούλου.[7] Ο σταθμός του Πολυτεχνείου έκανε εκκλήσεις στους στρατιώτες να αψηφήσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και στη συνέχεια ο εκφωνητής απήγγειλε τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο.

Η μετάδοση συνεχίστηκε ακόμα και μετά την είσοδο του άρματος στον χώρο της σχολής. Οι φοιτητές που είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκαν στο κεντρικό προαύλιο, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η πτώση της πύλης ακολουθήθηκε από την είσοδο μιας μονάδας ενόπλων στρατιωτών των ΛΟΚ που οδήγησαν τους φοιτητές, χωρίς βία, έξω από το Πολυτεχνείο, μέσω της πύλης της οδού Στουρνάρη. Οι αστυνομικές δυνάμεις που περίμεναν στα δυο πεζοδρόμια της Στουρνάρη επιτέθηκαν στους φοιτητές, την έξοδο των οποίων αποφασίζουν (σύμφωνα και με το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά) να περιφρουρήσουν κάποιοι από τους στρατιώτες, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις επενέβησαν και εναντίον των αστυνομικών που βιαιοπραγούσαν στους φοιτητές. Πολλοί φοιτητές βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικές πολυκατοικίες.

Ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας άνοιξαν πυρ από γειτονικές ταράτσες, ενώ άνδρες της ΚΥΠ καταδίωξαν τους εξεγερθέντες. Οι εκφωνητές του σταθμού του Πολυτεχνείου παρέμειναν στο πόστο τους και συνέχισαν να εκπέμπουν για 40 λεπτά μετά την έξοδο, οπότε και συνελήφθησαν.

Οι νεκροί του Πολυτεχνείου

Η πρώτη λίστα με τους καταγεγραμμένους νεκρούς της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όπως δόθηκε σε συνέντευξη Τύπου που διοργάνωσε ο υφυπουργός της Χούντας Σπύρος Ζουρνατζής στις 19 Νοεμβρίου 1973, από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτρη Καψάσκη. Αναφέρονται τα ονόματα των νεκρών που είχαν νεκροτομηθεί ως το απόγευμα της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1973.

Στρατιώτες και αστυνομικοί έβαλαν με πραγματικά πυρά κατά πολιτών μέχρι και την επόμενη μέρα, με συνέπεια αρκετούς θανάτους στον χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο, αλλά και στην υπόλοιπη Αθήνα. Η πρώτη επίσημη καταγραφή, τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες». Ένα χρόνο αργότερα, ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας. Οι πρώτες δημοσιογραφικές προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα. Σύμφωνα με έρευνα του Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, το 2003, ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανερχόταν σε 24, ενώ αυτός των νεκρών αγνώστων στοιχείων σε 16.

Ο Χρήστος Λάζος υποστήριξε ότι οι νεκροί είναι 83 και ίσως περισσότεροι. Ανάμεσά τους ο 19χρονος Μιχάλης Μυρογιάννης, ο μαθητής λυκείου Διομήδης Κομνηνός καθώς και ένα πεντάχρονο αγόρι που σκοτώθηκε από πυροβόλο όπλο στρατιώτη στην περιοχή του Ζωγράφου. Κατά τη δίκη των υπευθύνων της χούντας υπήρξαν μαρτυρίες για τον θάνατο πολλών πολιτών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Τέλος χιλιάδες, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ήταν οι τραυματίες πολίτες.

Ως νεκροί του Πολυτεχνείου αναφέρονται τα θύματα από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς των σωμάτων ασφαλείας, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Η πρώτη επίσημη καταγραφή τον Οκτώβριο του 1974, από τον εισαγγελέα Δημήτρη Τσεβά, εντόπισε 18 επίσημους ή πλήρως βεβαιωθέντες νεκρούς και 16 άγνωστους «βασίμως προκύπτοντες». Ένα χρόνο αργότερα ο αντιεισαγγελέας εφετών Ιωάννης Ζαγκίνης έκανε λόγο για 23 νεκρούς, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης που ακολούθησε προστέθηκε ακόμη ένας. Οι πρώτες (δημοσιογραφικές) προσπάθειες για την καταγραφή των γεγονότων μιλούσαν για 59 νεκρούς ή και 79 θύματα, με βάση τον κατάλογο Γεωργούλα. Σύμφωνα με έρευνα του διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Λεωνίδα Καλλιβρετάκη το 2003, ο αριθμός των επωνύμων νεκρών ανέρχεται σε 24, ενώ αυτός των νεκρών αγνώστων στοιχείων σε 16.Η αδυναμία διευκρίνησης της ταυτότητας τόσο πολλών νεκρών, έχει οδηγήσει στη διατύπωση θεωριών συνωμοσίας.

Οι τραυματίες των γεγονότων του Πολυτεχνείου που νοσηλεύτηκαν επίσημα σε νοσοκομείο ή κλινική σύμφωνα με τις λίστες που απεστάλησαν από τα νοσοκομεία για την προκαταρκτική έρευνα του Τσεβά και έχουν πιστοποιηθεί ανέρχονται σε 1.103, ενώ ορισμένες σύγχρονες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για συνολικά 2.000 τραυματίες, νοσηλευμένους ή μη

Δίκη του Πολυτεχνείου

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1975 και μετά από ακροαματική διαδικασία 2,5 μηνών και διάσκεψη 6 ημερών ενώπιον του πενταμελούς εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου το οποίο κήρυξε ένοχους τους 20 από τους 32 κατηγορούμενους, αθωώνοντας 12. Οι κύριες ποινές που επιβλήθηκαν ήταν:

Δημήτριος Ιωαννίδης (αρχηγός της ΕΣΑ την περίοδο της εξέγερσης): 7 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 7 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Γεώργιος Παπαδόπουλος (εν ενεργεία δικτάτορας την περίοδο της εξέγερσης): 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες από πρόθεση και απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Σταύρος Βαρνάβας (αντιστράτηγος Ε.Α.): 3 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε 3 ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Νικόλαος Ντερτιλής (ταξίαρχος Ε.Α.): ισόβια κάθειρξη και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για ανθρωποκτονία από πρόθεση του διερχόμενου Μιχαήλ Μυρογιάννη.

Άλλοι τέσσερις ανώτατοι αξιωματικοί σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε συνολικά 12 ανθρωποκτονίες και 56 απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και δεκαετής στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.

Άλλοι 12 κατηγορούμενοι σε μικρότερες ποινές, από 5 μήνες έως 10 χρόνια κάθειρξη για διάφορες κατηγορίες, κυρίως για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Οι ποινές κάτω του ενός έτους, ήταν εξαγοράσιμες.

Συνέπειες – απόηχος

Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, που –όπως προκύπτει από την επισκόπηση του καταλόγου των καταγεγραμμένων νεκρών– χαρακτηρίσθηκε από δολοφονίες πολιτών ακόμη και δυο μέρες μετά τη στιγμή της εισόδου του τανκ στον περίβολο του Πολυτεχνείου, με κύρια αιτία την κήρυξη στρατιωτικού νόμου, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σήμανε την ανατροπή της διαδικασίας «φιλελευθεροποίησης» και την αρχή του τέλους για τη χούντα, καθώς οι εξελίξεις δεν επέτρεπαν πια τη συνδιαλλαγή με την τελευταία. Επίσης, αποτέλεσε τομή για τη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία καθώς, μέσω της εξέγερσης, η κοινωνική δυσαρέσκεια κατά των οικονομικών ανισοτήτων και του περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών, η οποία χαρακτήριζε το μετεμφυλιακό κράτος πολιτικών ελευθεριών, η οποία χαρακτήριζε το μετεμφυλιακό κράτος εν γένει, μετατοπίστηκε προς τα αριστερά.

Συμπεράσματα

Σχεδόν μισό αιώνα μετά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να ενοχλεί πολλούς να αμφισβητήσουν τα γεγονότα, να εκφράσουν την αποστροφή τους για τη «γενιά του Πολυτεχνείου», να συκοφαντήσουν τους εξεγερμένους φοιτητές, να δηλώσουν τη δυσφορία τους για τις «παρωχημένες» ιδέες που επιβιώνουν μέσα από τις εορταστικές τελετές και την πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία. Σε κάθε ευκαιρία, και ιδιαίτερα τις ημέρες της επετείου της εξέγερσης, γράφουν άρθρα, κάνουν αναρτήσεις και σχόλια που σκοπό έχουν να μειώσουν τη σημασία της εξέγερσης

Οι αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας θεμελιώθηκαν γερά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με αποτέλεσμα οι όποιες προσπάθειες «εξωραϊσμού» της δικτατορίας να έχουν μικρή απήχηση. Τέλος, ενοχλεί η ιδέα της μαζικής αντίστασης. Μια δημόσια, μαζική πράξη ανυπακοής, αμφισβήτησης, υπονόμευσης, σύγκρουσης με ένα αυταρχικό καθεστώς. Το 1973 κάποιοι δεν φοβήθηκαν και δεν σώπασαν, για μήνες οργανώνονταν και κινητοποιούσαν και άλλους νέους, με αποτέλεσμα το Νοέμβριο χιλιάδες άνθρωποι να αμφισβητήσουν έμπρακτα τη δικτατορική εξουσία.

Οι περισσότεροι από τους εξεγερμένους δεν ανήκαν σε οργανώσεις, κάτι που δείχνει και την κοινωνική δυναμική της εξέγερσης. Ωστόσο, είχαν πολιτική ταυτότητα. Ένιωθαν ότι αποτελούσαν κομμάτι μιας νέας Αριστεράς που εκείνη την εποχή γεννιόταν – συμμετείχαν οι ίδιοι στη δημιουργία της. Η ταυτότητα των εξεγερμένων νέων αλλά και το ίδιο το πολιτικό στίγμα της εξέγερσης εξηγεί και ποιοι ενοχλούνται από τους εορτασμούς. Η Άκρα Δεξιά, η οποία έχει ταυτιστεί με τους θύτες, αλλά και η Δεξιά, η οποία ήταν απούσα, για άλλη μια φορά, από τους αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν πάνω απ’ όλα μια πράξη αντίστασης, γι’ αυτό εξακολουθεί να ενοχλεί πολλούς μέχρι σήμερα. Η σπουδή βουλευτών της κυβέρνησης της ΝΔ  να ζητήσουν φέτος την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου από πολύ νωρίς, και η απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει όχι μόνο την πορεία αλλά και κάθε δημόσια συνάθροιση, επιβεβαιώνουν αυτή την ενόχληση. Υπάρχουν, βέβαια, και οι άλλοι. Αυτοί που τιμούν τους νεκρούς και αναγνωρίζουν την ιστορική σημασία της εξέγερσης. Αυτοί που εξακολουθούν να αναζητούν το νόημα της αντίστασης σήμερα. Αυτοί, λοιπόν, ας ξεκινήσουν από τούτο: οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα της πανδημίας καθιστούν, με έναν περίεργο τρόπο, επίκαιρη την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ελευθερίας στις ιδιαίτερες συνθήκες που πλέον επικρατούν.

Όσο για τον Αμερικανικό παράγοντα ήταν αυτός που επέτρεψε στους πραξικοπηματίες να κυβερνούν τη χώρα επτά συναπτά έτη πράγμα που οδήγησε και στην απώλεια εθνικού εδάφους  από τη Τουρκία η επίδραση των γεγονότων ήταν καταλυτική και όρισε τη  σημερινή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη Κύπρο μας.

Όσο για το Βρετανικό παράγοντα αποδέχθηκε τη σημερινή κατάσταση την οποία και επέτρεψε την οποία θεωρητικά καταδικάζει.

*Γεώργιος Βασιλάκης