Μια Πακιστανή και ένας Ινδός θα μοιραστούν το φετινό Νόμπελ Ειρήνης! Δύο άνθρωποι από δύο χώρες που τρέφουν μεγάλο μίσος η μία για την άλλη. Με τη φετινή επιλογή της, η Νορβηγική Επιτροπή συνέδεσε συμβολικά δύο χώρες σε σύγκρουση, μία διάσταση η οποία υπογραμμίζεται ρητώς στην ανακοίνωσή της: «Η Επιτροπή σημειώνει τη σημασία που έχει το γεγονός ότι ένας ινδουιστής και μία μουσουλμάνα, ένας Ινδός και μία Πακιστανή, ενώνονται σε έναν κοινό αγώνα υπέρ της εκπαίδευσης και κατά του εξτρεμισμού»
Μαλάλα Γιουσαφζάι και Κάιλας Σατιάρτι. Η πρώτη από το Πακιστάν, ο δεύτερος από την Ινδία. Η Νορβηγική Επιτροπή τούς τίμησε με το φετινό Νόμπελ Ειρήνης για τον αγώνα τους κατά της καταπίεσης των παιδιών και το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση. Η κοινή βράβευση ήρθε στο τέλος μίας εβδομάδας, η οποία σημαδεύτηκε από βία στα σύνορα Ινδίας – Πακιστάν και άφησε πίσω της 17 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες.
Η ινδουιστική πλειονότητα της Ινδίας και η μουσουλμανική πλειονότητα του Πακιστάν έχουν εμπλακεί σε τρεις πολέμους μετά την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανία, το 1947. Κατά τα λεγόμενα του επικεφαλής της Επιτροπής Θόρμπορν Γιάνγκλαντ, το φετινό Νομπέλ δεν έχει καμία σχέση με την τρέχουσα αντιπαράθεση των δύο χωρών. «Οποιαδήποτε συμβολή στην επίλυση τυχόν συγκρούσεων είναι φυσικά καλή», σημείωσε ωστόσο με νόημα.
Τέτοιου είδους κοινές βραβεύσεις δύο χωρών σε σύγκρουση δεν είναι πρωτοφανείς. Τα παραδείγματα του παρελθόντος όμως αφορούσαν κυρίως πολιτικούς ηγέτες της πρώτης γραμμής παρά ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το πρώτο χρονολογείται στο μακρινό 1926-1927. Στο πλαίσιο των συζητήσεων για μία διαρκή ειρήνη στην Ευρώπη, προτού συμπληρωθεί μία δεκαετία από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επί δύο συναπτά έτη το Νόμπελ Ειρήνης απονεμήθηκε σε ένα γαλλογερμανικό δίδυμο: πρώτα στον γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν και τον γερμανό υπουργό Εξωτερικών Γκουστάβ Στρέζεμαν, έπειτα στον γάλλο πρόεδρο του Συνδέσμου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Φερντινάν Μπουισόν και τον γερμανό ειρηνιστή Λούντβιχ Γκβίντε.
Πέρασε μισός αιώνας για να ακολουθήσει η Νορβηγική Επιτροπή την ίδια «τακτική». Το 1973, το Νόμπελ Ειρήνης απονεμήθηκε στον υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Κίσινγκερ και τον βιετναμέζο κομμουνιστή ηγέτη Λε Ντουκ Θο για τη συμβολή τους στις συμφωνίες του Παρισιού, οι οποίες τερμάτισαν πόλεμο στο Βιετνάμ. Ο βιετναμέζος νικητής απαρνήθηκε το βραβείο.
Το 1978, η Νορβηγική Επιτροπή ένωσε στο ίδιο βραβείο τον αιγύπτιο πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ και τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπεγκίν, ως αποτέλεσμα των ειρηνευτικών συμφωνιών στο Καμπ Ντέιβιντ. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, απονέμει ξανά ένα βραβείο από κοινού στον ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν, στον υπουργό Εξωτερικών του Σιμόν Πέρες και τον παλαιστίνιο ηγέτη Γιασέρ Αραφάτ, για τις ειρηνευτικές προσπάθειες στη Μέση Ανατολή.
Στο ίδιο πνεύμα, τα Νόμπελ Ειρήνης «ένωσαν» κατά καιρούς αντιπροσώπους δύο αντίπαλων κομμάτων ή παρατάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας. Μία τέτοια περίπτωση ήταν το 1993, όταν το βραβείο απονεμήθηκε στον Νέλσον Μαντέλα και τον Φρέντερικ ντε Κλερκ στη Νότια Αφρική. Ή το 1998, όταν βραβεύθηκαν ο Τζον Χιουμ και ο Ντέιβιντ Τριμπλ, ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των Ενωτικών αντίστοιχα, στη Βόρεια Ιρλανδία.
Ολες αυτές οι βραβεύσεις αφορούσαν αποκλειστικά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Το φετινό Νόμπελ στη Μαλάλα Γιουσαφζάι και τον Κάιλας Σατιάρτι είναι το μοναδικό – μέχρι τώρα – με διπλή έννοια.