ΕΝΑΣ ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

«Η μετάπτωση του ΠΑΣΟΚ στον μονομερή άκρατο κυβερνητισμό, αντί να οδηγήσει στην αυτονομία της πολιτικής από το κράτος και το οικονομικό κατεστημένο μας οδήγησε δια της ολισθήσεως στην αυτονόμηση της κυβερνητικής πολιτικής από το λαό, στα υπουργικά φέουδα, στην ενσωμάτωση μας στο κράτος και την κατάρρευση μας σήμερα μαζί με αυτό

Αυτά αναφέρει σε άρθρο του ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου-Δ.Μακεδονίας Ηλίας Θεοδωρίδης κάνοντας εκτενή αναφορά στην πορεία του ΠΑΣΟΚ, από την εμφάνιση του ως ένα λαϊκό, δημοκρατικό, ριζοσπαστικό κίνημα με αναγεννητικές ιδέες μέχρι την συμφιλίωση του «με το εθνικό μοντέλο της συσσώρευσης και της παραοικονίας».

Παράλληλα, περιγράφει την ισχύουσα κατάσταση στην Ελλάδα, σε επίπεδο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό, από την είσοδο της στην εποχή της μεταπολίτευσης, μέχρι σήμερα, ενώ τάσσεται υπέρ της ανάγκης αναπροσανατολισμού της οικονομίας αφού «η υφιστάμενη ούτε μπορεί να επανακκινήσει, ούτε πρέπει να χρηματοδοτηθεί.»

Άρθρο του Ηλία Θεοδωρίδη, Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας

Η Ελλάδα μπήκε στην εποχή της μεταπολίτευσης βαριά λαβωμένη, ως Νατοϊκή χώρα περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας, εξαρτημένης οικονομίας, θεσμικά ανολοκλήρωτης, με περιθωριοποιημένα πολιτικά, τα λαϊκά στρώματα και μεγάλη ανισοκατανομή πλούτου.

Στα παλιά ιστορικά μεταπολεμικά δεδομένα μιας ανύπαρκτης εθνικής αστικής τάξης, προστέθηκε για πρώτη φορά ως προϊόν της ιστορίας ένα μεγαλειώδες λαϊκό, δημοκρατικό, ριζοσπαστικό κίνημα με αναγεννητικές ιδέες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, υποσχόμενο την προοπτική της ριζικής αλλαγής των εθνικών κοινωνικο-οικονομικών και πολιτισμικών προτύπων ύπαρξης και συνέχειας της χώρας.

Αμφισβήτησε για πρώτη φορά το εθνικό μοντέλο συσσώρευσης και τη θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, της γνώσης και της τεχνολογίας, το βαρύ έλλειμμα δημοκρατικών θεσμών και κοινωνικής προστασίας με επίκεντρο το κράτος και την κοινωνική κατανομή του εθνικού πλούτου.

Τα ιδεολογικο-πολιτικά εφόδια εκείνου του κινήματος ήταν:

Α)Στο διεθνή χώρο μια νέα κοσμοαντίληψη για την γεωπολιτική και την γεωοικονομία, η οποία δεν αποδεχόταν τη διαίρεση σε ανατολή και δύση, ενώ πρότασσε την πραγματική διαίρεση σε ανεπτυγμένο βορρά και υπανάπτυκτο νότο, την ανάγκη οικοδόμησης περιφερειακών συμμαχιών και κινημάτων για την αντιμετώπιση της απειλής του κεμαλισμού, την ανάγκη επανασύνδεσης με την βαλκανική και παρευξείνιο ενδοχώρα, ενόψει μάλιστα της διαφαινόμενης κατάρρευσης του Ανατολικού μπλοκ, την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κα ενσωμάτωση της χώρας.

Β) Στο εσωτερικό μέτωπο την αλλαγή του οικονομικού πολιτικού και κοινωνικού ρόλου του κράτους, την αλλαγή ενός παρασιτικού, μεταπρατικού, εισαγωγικού χαρακτήρα, μιας οικονομίας διανομής που κυριαρχούσε στη χώρα και την ανατροπή ενός Αθηνοκεντρικού πολιτικο-διοικητικού συστήματος που μετέτρεψε τη χώρα σε κράτος πρωτεύουσα. Ο ελληνικός λαός μπορεί να κρίνει σήμερα τη διαδρομή και την έκβαση των τριακονταπενταετών αγώνων της μεταπολίτευσης.

Εμείς θα παραθέσουμε εδώ τους μεγάλους εκφυλισμούς, που υπέστησαν οι δημοκρατικοί αγώνες του λαού μας, στην προοπτική οικοδόμησης ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου.

1ον. Η ιδεολογική εξάντληση, η πολιτική κόπωση και τέλος η ενσωμάτωση και συμβολή της πολιτικής ηγεσίας αυτού του ιστορικού κινήματος, στη δημιουργία του νέου πολιτικού κατεστημένου της χώρας, του κομματικού κατεστημένου της μεταπολίτευσης. Από τις σοβαρότερες αιτίες  του εκφυλισμού του αγώνα αποτέλεσαν: Η εγκατάλειψη του αγώνα μετεξέλιξης της δημοκρατίας μας στην κατεύθυνση μιας άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας που οδήγησε στο πισωγύρισμα και την καθολική κρίση μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της οποίας όλοι οι θεσμοί αμφισβητούνται.

Ο θεσμός του πολιτικού κόμματος : Υιοθετήθηκε το μοντέλο κόμματος- κράτους σε αντίθεση με ένα δημοκρατικό κοινωνικό κόμμα, κόμμα σχολείο, κόμμα ιδεών γνώμης  και δράσης, κόμμα συμμετοχής και απόφασης, κόμμα αρχών αξιών και πολιτικού σχεδίου, κόμμα συλλογικής συνείδησης και ελέγχου της κρατικής και κυβερνητικής εξουσίας ως ζωντανού θεματοφύλακα του μεταρρυθμιστικού και στρατηγικού του χαρακτήρα, του οράματος μιας νέας Ελλάδας. Έτσι η εκάστοτε ηγεσία του πήγαινε στα υπουργεία και το στελεχιακό του δυναμικό εξελίχθηκε σε κρατική γραφειοκρατία.

Η μετάπτωση του ΠΑΣΟΚ στον μονομερή άκρατο κυβερνητισμό, αντί να οδηγήσει στην αυτονομία της πολιτικής από το κράτος και το οικονομικό κατεστημένο μας οδήγησε δια της ολισθήσεως στην αυτονόμηση της κυβερνητικής πολιτικής από το λαό, στα υπουργικά φέουδα, στην ενσωμάτωση μας στο κράτος και την κατάρρευση μας σήμερα μαζί με αυτό. Ο Καλλικράτης που έπρεπε να γίνει το 1981 μετατέθηκε για το 2010. Η προβολή κατά περιόδους του κομματικού- με το κρατικό ή κυβερνητικό ασυμβίβαστο ουδέποτε υιοθετήθηκε, ενώ η εξάντληση της επετηρίδας των υπουργοποιήσιμων και πρωθυπουργοποιήσιμων  στελεχών, δελφίνων που με κριτήρια ‘’τηλεστάρ’’ τείνουν να εξαντλήσουν και να καταστρέψουν το ΠΑΣΟΚ. Στο Πασοκ  ακολουθώντας την τέχνη του λαϊκίστικου πολιτικού μεταμορφισμού, σε κάθε πολιτική κρίση έμπαινε θέμα αλλαγής ‘’αρχηγού’’ αλλά ποτέ μιας συνολικής ανασύνθεσης ιδεολογικής και πολιτικής της ηγεσίας του, μέσα από έναν δημοκρατικό διάλογο ρήξεων και συγκρούσεων με το πολιτικό του παρελθόν.

2ον. Ο θεσμός του κράτους: Στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης εκθεμελιώθηκε το κράτος ως «ελεγκτής φρονημάτων». Διατήρησε όμως και σε πολλούς τομείς ενίσχυσε τα ιστορικά αρνητικά του χαρακτηριστικά.  Από μονοκομματικό κράτος της δεξιάς εξελίχθηκε σε διακομματικό κράτος κυρίως των δύο κυβερνώντων κομμάτων. Το κράτος στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης λειτούργησε ως φορέας απορρόφησης της ανεργίας που στις μεταπολεμικές δεκαετίες οδηγούνταν στην εργατική μετανάστευση. Η κυρίαρχη αντίθεση στο ελληνικό κράτος δε βρίσκεται πλέον στη σχέση κομματικού κράτους- κοινωνίας. Η κύρια αντίθεση προσδιορίζεται στη σχέση κράτους –οικονομίας, σε μια οικονομία διανομής, όπου το κράτος κατέχει δεσπόζουσα θέση. Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, η ρουσφετολογική στελέχωση υπο την ανοχή του πολιτικού συστήματος υπέθαλψαν και εξέθρεψαν τους μηχανισμούς διαφθοράς που διαπερνούν κλιμακωτά το σύνολο των θεσμών του κράτους και μετατρέπουν σε μάστιγα του ελληνικού λαού, σε καταδυνάστευση της κοινωνίας και σε τροφοδότη της παραοικονομίας. Ειδικά η εκτεταμένη σχέση κράτους – οικονομίας μετεξελίχθηκε σε ανταλλαγή κρατικής μίζας- ψευτοεπενδυτών, με τελικό αποτέλεσμα κατασπατάληση πόρων χωρίς αναπτυξιακό αποτέλεσμα.  Η προμήθεια είναι πλέον τόσο αυτονόητη, ώστε δεν χρειάζεται ούτε να προταθεί, ούτε να ζητηθεί., είναι αυτόματη.  Αποτελεί μέρος του εθιμικού δικαίου και ένα είδος ‘σύγχρονου κοινωνικού φόρου’. Διαμορφώθηκε έτσι από το πολιτικό σύστημα συνειδητά και από τους πολίτες παθητικά μια κοινωνία ανοχής και συνενοχής που έκανε ανεκτή τη διαφθορά σε περιόδους πλασματικής ευημερίας. Εξ ου και η ρήση του Πάγκαλου ‘’Μαζί τα φάγαμε’’.

3ον. Τα συνδικάτα: Ως κοινωνικός θεσμός προστασίας της εργασίας και των εργαζομένων μπήκαν στο προσκήνιο της μεταπολίτευσης ενισχυμένα.  Γρήγορα όμως έστρεψαν το διεκδικητικό τους ενδιαφέρον από τους εργοδότες προς το κράτος. Το κράτος είτε ως διαμεσολαβητή , είτε ως πάροχο.  Στην Ελλάδα ως χώρα με κατακερματισμένο ιδιωτικό τομέα και πλειάδα μικρών επιχειρήσεων, δεν υπήρχε η δυνατότητα ανάπτυξης ισχυρών συνδικάτων στον ιδιωτικό τομέα. Κυριάρχησαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα και επέβαλλαν τα συνδικαλιστικά τους πρότυπα στο σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα.  Οι σχέσεις πολιτικής εξουσίας και συνδικαλιστικών οργανώσεων του δημοσίου εξελίχθηκε σε μια μορφή συνδιοίκησης και συνδιαχείρισης των κρατικών οργανισμών: με κυρίαρχα κλαδικά χαρακτηριστικά ανά υπουργείο στις διεκδικήσεις, με επιδοματική πολιτική στις αμοιβές και δραχμοποίηση των κινδύνων από την εργασία.

Αναπτύχθηκε στη χώρα ένα είδος κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού με δυσανάλογες αμοιβές ως μορφή παραχώρησης-ανταμοιβής προς τα συνδικάτα από την πολιτική ηγεσία για την συμβολή τους στους κοινωνικο πολιτικούς  και εκλογικούς αγώνες. Η ρήξη του πολιτικού συμβολαίου συνδιαχείρισης  μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και συνδικάτων επήλθε με σφοδρότατες συγκρούσεις τις οποίες ζήσαμε κατά την εξέλιξη της σημερινής κρίσης.

4ον. Η μεσαία τάξη, ο λαϊκός καπιταλισμός της μεταπολίτευσης και η νέα φτώχεια.  «Το σύγχρονο ελληνικό θαύμα» της διάχυσης του πλούτου σε κοινωνικά στρώματα μέσω μιας οικονομίας διανομής με επίκεντρο το κράτος και τους θεσμούς του και μέσω ενός συστήματος εκτεταμένης φοροδιαφυγής, δημιούργησε τη λεγόμενη μεσαία τάξη.  Το κοινωνικο- οικονομικό φαινόμενο εκδηλώθηκε την περίοδο Σημίτη με αποκορύφωμα την εκρηκτική άνοδο του ελληνικού χρηματιστηρίου όπου συναντήθηκε ένας ολόκληρος λαός και οι απώλειες του ξεπέρασαν τα 50 δις ευρώ. Οι μετέπειτα διεξαγωγή των ολυμπιακών έργων, η εξαγγελμένη μεταολυμπιακή ανάπτυξη που δεν ήλθε ποτέ και αντίθετα στη θέση της ήρθε η κρίση κατάρρευσης του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης έδωσε και το τελικό χτύπημα στη μεσαία τάξη και ενέταξε τμήματά της στα πολυπληθή στρώματα της νέας φτώχειας. Έτσι, το ελληνικό θαύμα, ο μαγικός τρόπος  δημιουργίας της  μεσαίας τάξης είχαν βραχεία διάρκεια και δραματικό τέλος.

5ον. Η συμφιλίωση του ΠΑΣΟΚ με το εθνικό μοντέλο συσσώρευσης και την παραοικονομία .  Η δυναμική, τεκμηριωμένη κριτική του ΠΑΣΟΚ ως νέο, δημιουργικό? κίνημα, αλλά και στα πρώτα χρόνια της κυβερνητικής του διαδρομής αφορούσε συνολικά στο εθνικό μοντέλο συσσώρευσης της χώρας. Διεκδικούσε την αναβάθμιση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και ανάπτυξης, κινούνταν με ορίζοντες το νέο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό τοπίο και περιφερειακές συμμαχίες, για μια αυτοδύναμη εθνική και ισόρροπη  περιφερειακή ανάπτυξη, στην ενέργεια, στις εμπορικές ανταλλαγές, στη μεταφορά τεχνολογίας στη χώρα.  Η προετοιμασία αυτή καθιστούσε τη χώρα ικανή να αξιοποιήσει τη μετέπειτα πτώση των συνόρων του ανατολικού μπλοκ και μια απέραντη ενδοχώρα που ανοίγονταν για την Ελλάδα.

Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ  βρήκε μια Ελλάδα με πενιχρές υποδομές, με διάρθρωση παραγωγής, οικονομίας και υπηρεσιών περιφερειακής χώρας. Οι πρωτόγνωροι πόροι που άρχισαν να εισρέουν στη χώρα, η γενικευμένη εισοδηματική ενίσχυση των εργαζομένων, η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης, ενίσχυσε τα μεταπρατικά εισαγωγικά τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου σε βάρος του παραγωγικού αναπτυξιακού κεφαλαίου και αύξανε τις ανάγκες δανεισμού της χώρας . Το πρώτο πακέτο συνοχής τεμαχίστηκε σε χιλιάδες μικρά έργα. Είχε κοινωνική διάσταση, αλλά όχι αναπτυξιακή. Οι επιδοτήσεις της αγροτική παραγωγής είχαν ένα παράδοξο αποτέλεσμα, μόνο στη χώρα μας, από όλες τις οικονομίες του Ευρωπαϊκού νότου. Πρόσθεσαν ανέξοδο εισόδημα στους αγρότες που εγκατέλειψαν ποιοτικά και ποσοτικά την παραγωγή και οδήγησαν στην αποδιάρθρωση της, στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και την απώλεια αγορών.

Η ενίσχυση δεν επενδύθηκε στην παραγωγή και την ανάπτυξη. Κατά τον ίδιο τρόπο που η αυξημένη ρευστότητα στην αγορά ενίσχυσε το εμπόριο και τις εισαγωγικές επιχειρήσεις, εκτοπίζοντας την πραγματική οικονομία και τις παραγωγικές επενδύσεις.

Η χώρα έμπαινε ήδη σε ένα ατελέσφορο θνησιγενές δρόμο καταναλωτικής ανάπτυξης που αποτέλεσε ‘‘την ελληνική καπιταλιστική ιδιομορφία’’ και θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην καθολική κρίση κατάρρευσης της.

Η περιολυμπιακή, Αθηνοκεντρική ανάπτυξη στις δεκαετίες 2000-2010, η μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπινων πόρων και κεφαλαίων στην πρωτεύουσα έδωσε τη χαριστική βολή στην περιφερειακή ανάπτυξη, που τόσο είχε ανάγκη η χώρα για να βγει στις παγκόσμιες αγορές σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.

Η κακοδαιμονία της αντιπαραγωγικής χρησιμοποίησης των πόρων και του δανεισμού κατατρέχει την ελληνική πολιτική τάξη από το σχέδιο Μάρσαλ μέχρι και το 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

Σήμερα την ελληνική οικονομία συναποτελούν το διογκωμένο εμπόριο, οι χρεοβόρες υπηρεσίες, η οικοδομή, οι χιλιάδες εταιρίες υπερτιμολογημένων εισαγωγών, το λαθρεμπόριο καυσίμων, οι εργολαβικές εταιρίες και το ναυτιλιακό κεφάλαιο.

Η ανάγκη αναπροσανατολισμού της οικονομίας προηγείται της επανεκκίνησης της. Η υπαρκτή οικονομία όπως την περιγράψαμε, ούτε μπορεί να επανακκινήσει, ούτε πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Αν δεν υπήρχε η κρίση ως μέγιστος και βίαιος διορθωτικός παράγοντας  δεν θα γινόταν ποτέ λόγος για την ανάγκη αναπροσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας.