«Η διαρκής αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία αποτυπώνει την μετατιθέμενη αναπαραγωγική δραστηριότητα των ζευγαριών στην Ελλάδα σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες. Η απόκτηση ενός παιδιού σε όλο και πιο “ώριμη” ηλικία (ιδιαίτερα δε του πρώτου) έχει πλέον ως αποτέλεσμα την υψηλότερη συχνότητα απόκτησης παιδιών στις ηλικίες 30-34 ετών».
Πρόκειται για στοιχεία έρευνας του Δημητρίου Καρκάνη, μεταδιδακτορικού ερευνητή στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο οποίος εξετάζει την αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών -και ειδικότερα του πρώτου- στην Ελλάδα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (2007-2016).
Σε μια πρώτη ομάδα νομών, αναφέρει ο ερευνητής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον νομό Αττικής, ήδη από το 2007-08, τα ποσοστά γονιμότητας στα 30-34 έτη ήταν υψηλότερα από αυτά των 25-29 ετών.
Μια δεύτερη ομάδα συγκέντρωνε το 2007-08 νομούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ν. Φθιώτιδας) που βρίσκονταν σε φάση μετάβασης και στους οποίους, όπως αναμενόταν, μια δεκαετία αργότερα, η γονιμότητα στα 30-34 έτη είναι πλέον υψηλότερη από αυτήν στα 25-29 έτη.
Τέλος, σε πλήρη αντιδιαστολή με την πρώτη ομάδα, στην τρίτη ομάδα συγκεντρώνονταν ως επί το πλείστον, κάποιοι παράκτιοι (πχ. Ν. Χαλκιδικής,) και νησιωτικοί νομοί της χώρας στους οποίους η γονιμότητα το 2007-08, ήταν υψηλότερη στις νεαρότερες μητέρες (25-29 ετών).
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι στην τρίτη ομάδα συγκεντρώνονταν κυρίως νομοί όπου το 2011, καταγράφονται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά αλλοδαπών (οικονομικοί μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας τις προηγούμενες δύο δεκαετίες).
Στους νομούς αυτούς φαίνεται ότι η περιορισμένη και χρονικά μετατιθέμενη, αναπαραγωγική δραστηριότητα του ημεδαπού πληθυσμού αντισταθμίζεται έως έναν βαθμό, από την παραδοσιακά εντατικότερη και «νεανικότερη» αναπαραγωγική δραστηριότητα των αλλοδαπών (οι αλλοδαπές γυναίκες φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους σε πολύ μικρότερη ηλικία από τις Ελληνίδες).
Ωστόσο, η προσεκτική μελέτη των τάσεων, ακόμη και στους νομούς αυτούς, υποδεικνύει ότι το πρότυπο διατήρησης της υψηλότερης γονιμότητας στις ηλικίες 25-29 ετών σύντομα θα ανατρέπετο, όπως και έγινε, διευκρινίζει ο κ. Καρκάνης.
Έτσι, τόσο σε εθνικό, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, το 2016-17, οι γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 ετών, είναι πλέον περισσότερες από τις αντίστοιχες των 25-29 ετών, σε όλους τους νομούς της χώρας μας, σε αντίθεση με το 2007, όπου αυτό ίσχυε για μόλις 23.
Συμπερασματικά, αναφέρει ο ερευνητής, η τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από τη συνέχιση της μετάθεσης της αναπαραγωγικής δραστηριότητας των γυναικών προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, η δε πρόσφατη οικονομική κρίση ενίσχυσε απλώς την τάση αυτή.
Τίθεται όμως, σύμφωνα με τον κ. Καρκάνη, ταυτόχρονα και ένα άλλο ερώτημα: Η μετατόπιση αυτή της συχνότητας τεκνοποίησης σε μεγαλύτερες ηλικίες, που είχε ως αποτέλεσμα σήμερα σε όλους τους νομούς της χώρας μας οι γεννήσεις στα 30-34 έτη να είναι περισσότερες από τις αντίστοιχες στα 25-29 έτη, αφορά όλες τις γεννήσεις και τις πρώτες γεννήσεις;
Για να απαντηθεί το ερώτημα, εξετάσθηκαν οι μεταβολές την τελευταία δεκαετία της συχνότητας έλευσης των πρώτων και των δευτέρων γεννήσεων στις ηλικίες 25-29 και 30-34 και διαπιστώθηκε ότι το 2017 σε 25 νομούς της χώρας μας, οι πρώτες γεννήσεις είναι πλέον περισσότερες από τις δεύτερες στα 30-34 έτη, ενώ το 2007-08 αυτό ίσχυε σε μια μικρή μειοψηφία νομών (μόλις σε 6).
Είναι επομένως σαφές, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών στην χώρα μας κάνει σήμερα και το πρώτο της παιδί πολύ αργότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, καθώς πριν από μια μόλις εικοσαπενατετία, όλες σχεδόν οι πρώτες γεννήσεις προέρχονταν από πολύ νεότερες μητέρες (<30 ετών).Οι αλλαγές αυτές, σε μεγάλο βαθμό, εξηγούν και την αύξηση της μέσης ηλικίας των γυναικών στην απόκτηση των παιδιών τους κατά 3,3 έτη ανάμεσα στο 1990 και το 2017 (27, 2 έναντι 31,5).
Σχολιάζοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τα προαναφερθέντα, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Βύρων Κοτζαμάνης αναφέρει ότι η συρρίκνωση του μεγέθους της οικογένειας και η αργότερη άφιξη του πρώτου (αλλά και του δεύτερου παιδιού) μετέβαλαν και στη χώρα μας την ηλικιακή κατανομή των μητέρων, καθώς στο παρελθόν πολύ λίγες γυναίκες έκαναν το πρώτο ή το δεύτερο παιδί τους σε ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών.
Η καθυστερημένη αυτή έλευση των γεννήσεων δεν παρατηρείται όμως μόνον στην Ελλάδα, αλλά και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες. Οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων όπως η επιμήκυνση των σπουδών των νέων, οι αλλαγές στο status των γυναικών και στις σχέσεις ανάμεσα στα δυο φύλα, οι αλλαγές στον κύκλο ζωής των ζευγαριών (γάμος ή συμβίωση σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες, συχνότερα διαζύγια και δημιουργία μιας δεύτερης σχέσης όλο και πιο αργά), η αυξανόμενη οικονομική αβεβαιότητα μεταξύ των νέων ενηλίκων.
Ταυτόχρονα, αναφέρει ο ίδιος, η «εικόνα»μιας καθυστερημένης γονιμότητας έχει αλλάξει και στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς έχει γίνει πιο ορατή και καλύτερα αποδεκτή από την κοινωνία και το οικογενειακό περιβάλλον.
Η έλευση των παιδιών σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία τόσο την Ελλάδα όσο και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα, «ευνοούμενη» από τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές (στην Ελλάδα και από την οικονομική κρίση) καθώς οι γυναίκες που καθυστερούν την αναπαραγωγή τους, έχουν περισσότερα έτη εκπαίδευσης και επαγγελματικής εμπειρίας από τις γυναίκες που φέρνουν νωρίτερα στη ζωή τα παιδιά τους, η επαγγελματική σταδιοδρομία τους εξελίσσεται πιο ομαλά και η απώλεια μισθού που σχετίζεται με τη μητρότητα είναι μικρότερη…