Στις 26 Νοεμβρίου 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε απόφαση σε σχέση με την ατομική προσφυγή Souroullas Kay and Zannettos v. Cyprus. Οι αιτητές Γρηγόρης Σουρουλλάς και ο Βενιζέλος Ζαννέττος, μαζί με άλλα τέσσερα πρόσωπα, αντιμετώπισαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών σοβαρής μορφής διαφθοράς, οι οποίες είχαν ως σημείο αναφοράς την ανάπτυξη ακινήτου στη Δρομολαξιά, σε συνάρτηση με την καταδολίευση του ταμείου συντάξεων και χορηγημάτων υπαλλήλων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών.
Ο αιτητής Γρηγόρης Σουρουλλάς καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας για αδίκημα που αφορούσε σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4,5 ετών. Ο αιτητής Βενιζέλος Ζαννέττος καταδικάστηκε για το αδίκημα της εκβίασης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών. Το 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις όλων των κατηγορούμενων, υιοθετώντας την πρωτόδικη απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ ότι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης, κατά παράβαση του Άρθρου 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – ΕΣΔΑ) γιατί, η καταδίκη τους βασίστηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας (συνεργού) ο οποίος έλαβε ασυλία (immunity) από την κατηγορούσα Αρχή. Περαιτέρω, οι αιτητές ισχυρίστηκαν παράβαση του Άρθρου 6§§1 και 3(β) που διασφαλίζει το δικαίωμα παροχής αναγκαίου χρόνου και διευκολύνσεων για την προετοιμασία της υπεράσπισης, καθότι δεν τους παραχωρήθηκε το δικανικό αντίγραφο δίσκου επί του οποίου εργάστηκε εμπειρογνώμονας της Αστυνομίας, για να καταδείξουν συμπαιγνία της μαρτυρίας του βασικού μάρτυρα κατηγορίας (συνεργού) από τις ανακριτικές Αρχές.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6§1 αλλά ούτε του Άρθρου 6§3(β) της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά στον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη λόγω αποδοχής μαρτυρίας που προήλθε από συνένοχο ο οποίος δεν διώχθηκε, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι το Άρθρο 6§1 δεν επιβάλλει συγκεκριμένους κανόνες ως προς το πώς πρέπει να εκτιμάται το αποδεικτικό υλικό και ότι οποιαδήποτε παρέμβαση του ΕΔΔΑ αφορά σε τυχόν αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων από το εθνικό δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να βασιστούν σε ενοχοποιητική μαρτυρία που δόθηκε από συνεργό, ακόμη και στην περίπτωση που ο μάρτυρας είναι γνωστό ότι κινείται σε εγκληματικούς κύκλους. Ωστόσο, η στήριξη καταδίκης στη βάση μαρτυρίας συνεργού, η οποία έχει παρασχεθεί με αντάλλαγμα την ασυλία από την ποινική δίωξη, μπορεί να καταστήσει μία δίκη άδικη. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι αυτό που κυρίως εξετάζει, υπό το Άρθρο 6§1, είναι τη διαδικασία στο σύνολό της.
Στη παρούσα περίπτωση, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι, όπως διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ του βασικού μάρτυρα κατηγορίας και της κατηγορούσας Αρχής. Ο μάρτυρας αυτός ομολόγησε και έδωσε οικειοθελώς μαρτυρία εναντίον των αιτητών. Η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην τον διώξει, εναπόκειτο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και δεν ήταν αποτέλεσμα τήρησης οποιασδήποτε δοθείσας υπόσχεσης. Το ΕΔΔΑ έλαβε επίσης υπ’ όψιν του ότι η ταυτότητα του μάρτυρα και το περιεχόμενο της κατάθεσής του ήταν γνωστά, όπως και το γεγονός ότι οι αιτητές, κατά τη διάρκεια της δίκης, αντεξέτασαν εξονυχιστικά τόσο τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας όσο και την ανακριτική ομάδα. Όπως διαπιστώνεται από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, αυτό είχε πλήρη επίγνωση των εγγενών κινδύνων στην αποδοχή μαρτυρίας που προέρχεται από συνένοχο και στην απόφασή του προέβη σε εξονυχιστική ανάλυση/αξιολόγηση και λεπτομερή επεξήγηση, γιατί αποφάνθηκε ότι ο μάρτυρας αυτός έλεγε την αλήθεια. Όσον αφορά στο κατά πόσον υπήρξε άλλη ενοχοποιητική μαρτυρία εναντίον των αιτητών, το ΕΔΔΑ αποδέχτηκε τα ευρήματα των εθνικών δικαστηρίων και έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια βασίστηκαν και σε άλλη μαρτυρία, η οποία υποστήριζε τη μαρτυρία του βασικού μάρτυρα κατηγορίας.
Υπό το φως των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι η δικαστική διαδικασία στο σύνολό της υπήρξε «δίκαια».
Όσον αφορά στον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος παροχής διευκολύνσεων, κατά παράβαση Άρθρου 6§3(β), το ΕΔΔΑ ανάφερε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν τους ισχυρισμούς των αιτητών και εξέδωσαν αιτιολογημένες αποφάσεις. Πέραν τούτου, οι αιτητές είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενο του δικανικού αντιγράφου, στο οποίο περιλαμβάνονταν όλα τα έγγραφα στα οποία βασίστηκε η κατηγορούσα Αρχή. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ ανέφερε ότι δεν μπορούσε να δει πώς ο χρόνος κατά τον οποίο οι ανακριτές της υπόθεσης είδαν τα συγκεκριμένα έγγραφα ήταν σημαντικός για να καταδειχθεί η ισχυριζόμενη συμπαιγνία. Ακόμη όμως κι αν οι ανακριτές είχαν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά σε προγενέστερο στάδιο, και τότε πάλι, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν αποσαφηνίστηκε πώς τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καθοδήγηση του βασικού μάρτυρα κατηγορίας, καθότι αφορούσαν σε εργασίες εταιρείας την οποία ο ίδιος ήλεγχε, και εύλογα μπορούσε να υπάρξει υπόθεση ότι γνώριζε το περιεχόμενό τους.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι λόγοι που δόθηκαν από τους αιτητές και τα επιχειρήματά τους ήταν εντελώς υποθετικά και επομένως δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6§§1 και 3(β).
Οι Δικαστές του ΕΔΔΑ Γιώργος Σεργίδης και Andreas Zund εξέδωσαν μειοψηφούσα γνώμη.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση ενώπιον του ΕΔΔΑ χειρίστηκαν η κα Θεοδώρα Χριστοδουλίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και η κα Έλλη Παπαγαπίου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.