Συνεχίστηκε σήμερα η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Κύπρου, με την ολοκλήρωση της αντεξέτασης από την Κατηγορούσα Αρχή του Ορέστη Βασιλείου, τρίτου κατηγορουμένου στην υπόθεση για την αγορά από το Ταμείο συντάξεων της CYTA, τουρκοκυπριακού τεμαχίου στη Δρομολαξιά.
Ο τότε Διευθυντής της CytaVision και τέως Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, Ορέστης Βασιλείου, κατηγορείται ότι έλαβε από την εταιρεία του Νίκου Λίλλη συνολικό ποσό 250 χιλιάδων ευρώ προς όφελος του ιδίου, των Γιάννη και Γρηγόρη Σουρουλλά και της εταιρείας Polleson Holdings, ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσουν τους υπαλλήλους της CYTA να εναντιωθούν στην επένδυση.
Κατηγορείται επίσης ότι ενώ κατείχε υψηλόβαθμη θέση στη CYTA, απαίτησε και έλαβε από το Νίκο Λίλλη το ποσό των 200 χιλιάδων ευρώ ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει τη συντεχνία ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, της οποίας ήταν Γραμματέας, να εναντιωθεί στην επένδυση.
Ο κατηγορούμενος ανέφερε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Έλλη Παπαγαπίου παρουσίασε χθες επιλεκτικά ορισμένα περιουσιακά του στοιχεία, ισχυριζόμενη ότι ο ίδιος έκανε αποξένωσή τους μεταβιβάζοντας τα στις δύο κόρες του. Σήμερα ο κ. Βασιλείου παρουσίασε απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην οποία αναφέρονται αναλυτικά τα περιουσιακά του στοιχεία και οι εντολές του Σώματος.
Ανέφερε ακόμα ότι «σε καμία περίπτωση δεν αποξένωσα περιουσία δική μου», εξηγώντας ότι το δάνειο και η υποθήκη της οικίας που είχε από κοινού με την τέως σύζυγο του στο Δήμο Αραδίππου, εξοφλήθηκαν, το σπίτι μεταβιβάστηκε στις δύο κόρες του ενώ η υπόλοιπη περιουσία επίσης μεταβιβάστηκε «όπως έπρεπε» στις δύο θυγατέρες του.
Ο Ορέστης Βασιλείου παρουσίασε επίσης άλλα στοιχεία και πωλητήρια έγγραφα για ακίνητη περιουσία του και για δύο αυτοκίνητα.
Στην αντεξέταση της η κ. Παπαγαπίου υπέβαλε στον κατηγορούμενο ότι στις 15/9/2010 ο Νίκος Λίλλης πλήρωσε 250 χιλιάδες ευρώ για να συμμετάσχει στο ακίνητο της Δρομολαξιάς και άρα ήταν ο 4ος επενδυτής στην εταιρεία Pollesson μαζί με τον Ορέστη Βασιλείου και τους Γιάννη και Γρηγόρη Σουρουλλά.
Ο κατηγορούμενος επανέλαβε αρκετές φορές και σήμερα ότι δεν ήταν παρών στις συναντήσεις που είχε ο Γρηγόρης Σουρουλλάς με τον Νίκο Λίλλη, ότι δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες μιας τέτοιας συμφωνίας και πρόσθεσε πως «δεν είδα ποτέ τον Λίλλη, δεν τον γνωρίζω και δεν μπορώ να πω οτιδήποτε για τη συμφωνία». Ανέφερε ότι «ο Λίλλης φαίνεται να γνώριζε καλά την περιοχή, ήθελε να επενδύσει στο τεμάχιο και αφού ζύγισε την περιοχή και τις τιμές, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βγάλει κέρδος και να κερδίσει από την υπόθεση».
Η κ. Παπαγαπίου υπέβαλε στο μάρτυρα ότι αφού ο Λίλλης ήταν ο 4ος συνέταιρος στην εταιρεία Pollesson, ο κατηγορούμενος θέλει να πείσει το Δικαστήριο ότι τον έβλεπε στο προαύλιο της CYTA και δεν του μιλούσε. Ο κ. Βασιλείου επανέλαβε ότι στην κατάθεσή του ανέφερε πως είχε δει στο προαύλιο της CYTA τον Νίκο Λίλλη, ότι δεν του μίλησε και διερωτήθηκε γιατί ο Λίλλης δεν ρωτήθηκε για το σημείο αυτό από τους ανακριτές της Αστυνομίας. Ζήτησε από την Κατηγορούσα Αρχή «να φέρει, αν έχει μαρτυρία» και να απολογηθεί για το λάθος του.
Σε άλλες ερωτήσεις της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος επανέλαβε ότι «τον Νίκο Λίλλη δεν τον γνωρίζω, δεν τον συνάντησα ποτέ μου, δεν του μίλησα ποτέ μου, δεν είναι φίλος μου, ούτε θέλω να γίνει φίλος μου. Είμαι εδώ για να αναφέρω τα γεγονότα και να πω όλη την αλήθεια».
Ερωτηθείς εάν ο Νίκος Λίλλης γνώριζε ποιοι ήταν οι μέτοχοι στην εταιρεία Pollesson, ο κ. Βασιλείου ζήτησε από την Κ.Α. να ρωτήσει τον ίδιο και πρόσθεσε πως «δεν μπορώ να είμαι στο μυαλό του Λίλλη για να ξέρω». Ερωτηθείς κατά πόσον είχε κάποιο λόγο για να μην πει στον Λίλλη ότι ήταν και ο ίδιος μέτοχος στην εταιρεία Pollesson, ο κατηγορούμενος απάντησε «να πω του Λίλλη τι και για ποιο πράγμα. Έναν άνθρωπο που δεν τον γνωρίζω, δεν τον συνάντησα ποτέ μου, θα πήγαινα να του συστηθώ και να του πω ότι θέλω να μιλήσουμε για την επένδυση στο τ/κ τεμάχιο στη Δρομολαξιά;» διερωτήθηκε και πρόσθεσε πως «με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσαμε να είχαμε πολλά τηλεφωνήματα για το θέμα των χορηγιών της ΑΛΚΗΣ από τη CYTAVISION, αλλά ούτε καν στο γραφείο μου στη CYTA ήρθε ο Λίλλης».
Σε άλλες ερωτήσεις της Κ. Α. ο Ορέστης Βασιλείου διερωτήθηκε «πώς είναι δυνατόν να καλέσω στην οικία μου ένα άτομο που δεν γνωρίζω και να τον εκβιάσω ότι θα ήθελα χρήματα για να μην υποκινήσω τη συντεχνία ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ να εναντιωθεί στην επένδυση του Ταμείου Συντάξεων στο Aero Centre στη Δρομολαξιά. Επειδή όμως δεν γνώριζε ο Λίλλης την οικία μου γι’ αυτό και δεν τον ρωτήσατε σε ποια οδό βρίσκεται, όταν κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας», είπε απευθυνόμενος στην κ. Παπαγαπίου.
Στην επιμονή της Κ. Α. ότι ο Λίλλης γνώριζε πού ήταν το σπίτι του, ο Ορέστης Βασιλείου είπε πως «ούτε γνώριζε, ούτε γνωρίζει πού είναι το σπίτι μου».
Ακολούθως η κ. Παπαγαπίου παρουσίασε τη συμφωνία της 19/1/2011 μεταξύ των εταιρειών Pollesson – Wadnick και σε ερωτήσεις της, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι την πρώτη φορά που παρουσιάστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία στο Δικαστήριο ήταν και η πρώτη φορά που την είδε τόσο ο ίδιος όσο και οι Γιάννης και Γρηγόρης Σουρουλλάς «οι οποίοι μάλιστα είχαν εκπλαγεί. Εγώ δεν έχω δει τη συμφωνία που βρέθηκε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή κάποιου τρίτου προσώπου. Όχι του δικού μου, ούτε του Γιάννη, ούτε του Γρηγόρη Σουρουλλά αλλά κάποιου άλλου».
Σε υποβολή ότι η συμφωνία ήταν εικονική και είχε υπογραφεί τον Ιούλιο του 2013 και όχι το 2011, ο κατηγορούμενος διαφώνησε με την κ. Παπαγαπίου και πρόσθεσε πως «η συμφωνία είναι υπογραμμένη από τους δύο συμβαλλόμενους και φέρει την υπογραφή του Νίκου Λίλλη, ο οποίος επένδυσε συνειδητά στην περιοχή που γνώριζε πολύ καλά. Ο σκοπός του ήταν το καθαρό κέρδος”.
Η κ. Παπαγαπίου υπέβαλε στον κατηγορούμενο ότι το 2011 πήρε επιταγή από τον Λίλλη ύψους 150 χιλιάδων ευρώ, πήγε να την καταθέσει στην τράπεζα αλλά επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια την επέστρεψε στον Λίλλη, ο οποίος έδωσε δύο άλλες επιταγές ύψους 70 και 80 χιλιάδων ευρώ αντίστοιχα. «Δεν έχω πάρει τέτοια επιταγή, ούτε έχω καταθέσει τέτοιες επιταγές» είπε ο Ορέστης Βασιλείου.
Σε υποβολές της Κ.Α. ότι ο κατηγορούμενος πήρε τις δύο επιταγές από το γραφείο του Μάριου Πολυβίου (νομικού διαχειριστή του Νίκου Λίλλη) και ότι αυτές ήταν μετεχρονισμένες, ο Ορέστης Βασιλείου είπε ότι «αρνούμαι κατηγορηματικότατα αυτά που λέτε. Τις επιταγές τις πήρε ο Γρηγόρης Σουρουλλάς και τις κατέθεσε. Εγώ ούτε ανακατώθηκα ποτέ στα οικονομικά της Pollesson, ούτε και κατέθεσα ποτέ επιταγές».
Σου υποβάλλω, συνέχισε η κ. Παπαγαπίου, ότι τις 200 χιλιάδες ευρώ (ποσό για το οποίο κατηγορείται ότι πήρε από τον Λίλλη), του τις παρέδωσε ο Νίκος Λίλλης το Μάιο του 2012 στο γραφείο του. «Αρνούμαι κατηγορηματικά κάτι τέτοιο. Μου λέτε ότι εκβίαζα έναν άνθρωπο που δεν γνώριζα για μια συμφωνία που δεν γνώριζα» είπε και πρόσθεσε πως «οι ισχυρισμοί του Λίλλη βασίζονται σε 2 επιταγές που είπε ότι έδωσε στον Μάριο Πολυβίου. Εάν έπαιρνα αυτά τα λεφτά, δεν θα έκανα δάνεια ούτε θα έσπαγα γραμμάτια. Δεν εκβίασα, ούτε πήρα λεφτά από το Λίλλη».
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε επίσης υποβολή της Κ.Α. ότι συνωμότησε με τον Γιάννη Σουρουλλά, όντας υπάλληλοι της CYTA, προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε συμμετοχή τους στο έργο Aero Centre στη Δρομολαξιά. «Αρνούμαι κατηγορηματικά κάτι τέτοιο. Για το έργο δεν αποφάσιζα εγώ και δεν υπήρχε λόγος να εκβιάσω κανένα» είπε προσθέτοντας πως «η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε ούτε ένα υπάλληλο της CYTA για να αποδείξει ότι συνωμότησα για να μην υποκινηθεί η συντεχνία ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ να εναντιωθεί στην επένδυση”.
Ο Ορέστης Βασιλείου αρνήθηκε επίσης «κατηγορηματικότατα» άλλες υποβολές της κ. Παπαγαπίου ότι γνώριζε για την υπογραφή της 1ης και 2ης συμφωνίας για την επένδυση του Ταμείου Συντάξεων της CYTA στο έργο Aero Centre. «Δεν γνώριζα ότι υπάρχει 2η συμφωνία και άρα αφού δεν γνώριζα πώς θα μπορούσα να εκβιάσω κάποιον. Ούτε εκβίασα, ούτε απαίτησα, ούτε έλαβα λεφτά, ούτε τα είχα ανάγκη» είπε.
Σε παρατήρηση της Κ.Α. ότι ο λόγος που δεν αντέδρασε η συντεχνία ΕΠΟΕΤ ΟΗΟ-ΣΕΚ στα εκατομμύρια που ξοδεύτηκαν για την επένδυση της Δρομολαξιάς ήταν γιατί ο ίδιος με τους Γιάννη και Γρηγόρη Σουρουλλά θα έπαιρναν 400 χιλιάδες ευρώ, ο Ορέστης Βασιλείου επανέλαβε ότι «η συντεχνία είναι ανεξάρτητη και αυτόνομη και λειτουργούμε μέσα από τα Σώματα της ΟΗΟ και της ΣΕΚ».
Σημειώνεται ότι οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι οι Ευστάθιος Κιττής, τέως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της CYTA, Χαράλαμπος Τσουρής, τέως Πρόεδρος του Δ.Σ. της ΑΗΚ και κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλος του Δ.Σ. της CYTA, Ορέστης Βασιλείου, Διευθυντής της CytaVision και τέως Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, Γιάννης Σουρουλλάς υπάλληλος της CYTA, Γρηγόρης Σουρουλλάς, υπάλληλος του Κτηματολογίου, Βενιζέλος Ζαννέτος, στέλεχος του ΑΚΕΛ, Αντώνης Ιωακείμ, επιχειρηματίας και η εταιρεία Polleson Holdings Ltd.