Απέρριψε μαζικά τις προσφυγές που αφορούν στη μείωση των απολαβών, των συντάξεων και του εφάπαξ των υπαλλήλων της κρατικής Υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα
Στην απόρριψη όλων των προσφυγών που καταχωρίστηκαν ενώπιον του και αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της μείωσης των απολαβών, των συντάξεων και του εφάπαξ των υπαλλήλων στην κρατική Υπηρεσία και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εξαιτίας των μέτρων που λήφθηκαν για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών το 2012, προχώρησε το αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο, μέσω απόφασης που εξέδωσε στις 30 Οκτωβρίου 2024. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο απέρριψε 113 συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες προσβάλλονταν οι μειώσεις των απολαβών κρατικών υπαλλήλων και 64 συνεκδικαζόμενες προσφυγές με τις οποίες προσβάλλονταν οι μειώσεις συντάξεων και εφάπαξ φιλοδωρημάτων κρατικών υπαλλήλων, με βάση τον περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο του 2012, (Ν. 168(Ι)/2012), καθώς και τον περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012, Ν. 216(Ι)/2012.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μείωση που επήλθε στις απολαβές, τις συντάξεις και το εφάπαξ φιλοδώρημα των αιτητών, δεδομένου ότι αποτελούν περιουσιακό τους στοιχείο, προστατευόμενο από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Άρθρου 23 του Συντάγματος, δεν συνιστά καθ’ οιονδήποτε τρόπο στέρηση του περιουσιακού δικαιώματός τους, αφού η μείωση στις απολαβές, τις συντάξεις και το εφάπαξ φιλοδώρημα των αιτητών επήλθε με κλιμακωτό τρόπο, δεν ήταν τέτοια ώστε να επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματός τους και δεν αποδείχθηκε από αυτούς ότι επηρέασε το δικαίωμά τους σε αξιοπρεπή διαβίωση και κοινωνική ασφάλεια.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι κατά την πρόσληψή τους οι αιτητές αποδέχθηκαν τους όρους εργοδότησης, όπως αυτοί πηγάζουν από διάφορα νομοθετήματα που διέπουν την εργοδότηση υπαλλήλων σε αυτού του είδους τους Οργανισμούς και/ή την εργοδότηση δημοσίων υπαλλήλων, και συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι αφού δεν συμβλήθηκαν με το Κράτος εν τη στενή έννοια του όρου «συμβάλλομαι».
Το Δικαστήριο αποφάσισε ακόμη ότι ούτε η αρχή της ισότητας παραβιάστηκε, αφού όλοι οι υπάλληλοι της κρατικής Υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προσέφεραν από τις απολαβές τους και η περικοπή έγινε ανάλογα με το ύψος αυτών.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τέλος τη θέση της Δημοκρατίας ότι η μείωση των μισθών, των συντάξεων και του εφάπαξ αποτελούσε πρόσκαιρο μέτρο, που είχε ως μοναδικό σκοπό την επίτευξη της βιωσιμότητας των δημοσίων οικονομικών. Κατά συνέπεια, η μείωση δεν εξισούται με αποκοπές φορολογικού τύπου, οι οποίες χρηματοδοτούν δαπάνη του Κράτους.
Καταληκτικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναλογικά του επιδιωκόμενου σκοπού, που ήταν η επίτευξη της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών.
Τις υποθέσεις χειρίστηκαν η κα Έλενα Συμεωνίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και η κα Κάτια Χατζηδημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α´.