Η αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Κύπρο θα βοηθήσει με τη σειρά της να δοθεί μια ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, δήλωσε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκος Δημητριάδης.
Σε ομιλία του στο 3ο Οικονομικό Συνέδριο Λευκωσίας που διοργανώθηκε από το ΣΕΛΚ και το περιοδικό GOLD, την οποία ανέγνωσε ο Διευθυντής Τμήματος Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσίας Αδειοδότησης της Κεντρικής Γιάγκος Δημητρίου, ο κ. Δημητριάδης ανέφερε ότι η Κύπρος «αντιμετωπίζει ένα εξαιρετικά δύσκολο δρόμο».
Ωστόσο, πρόσθεσε, μετά από μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας, έχει επιτέλους στρωθεί ο δρόμος προς τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την οικονομική ανάκαμψη.
Ο Διοικητής της Κεντρικής συνέχισε λέγοντας ότι χρειάζεται χρόνος για να επιτραπεί στην οικονομία να αντιμετωπίσει τις ανισότητες και να προσαρμοστεί στις βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές που έγιναν στον τραπεζικό της τομέα, καθώς και να προσαρμόσει το επιχειρηματικό της μοντέλο, κάτι που θα δημιουργήσει τις συνθήκες για βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη.
Παράλληλα, διαβεβαίωσε ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι «πλήρως δεσμευμένη στη διασφάλιση της πιστής εφαρμογής του προγράμματος που συμφωνήθηκε με τους διεθνείς εταίρους (της Κύπρου) έτσι ώστε να οικοδομηθεί εκ νέου η εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος και να τεθούν τα δημόσια οικονομικά σε μια βιώσιμη βάση».
Η ολοκλήρωση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στον τραπεζικό τομέα, είπε, θα βοηθήσει στην αποκατάσταση της υγείας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και στη ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους, επιτρέποντας έτσι να υπάρξουν και πάλι πιστωτικές ροές προς την πραγματική οικονομία, κάτι που θα συμβάλει στην αναζωογόνηση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα.
Ο λόγος ύπαρξης των τραπεζών είναι στο τέλος της ημέρας η εξυπηρέτηση των αναγκών της εγχώριας οικονομίας, πρόσθεσε.
«Η αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Κύπρο θα βοηθήσει με τη σειρά της να δοθεί μια ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας», υπογράμμισε ο κ. Δημητριάδης.
Αναφερόμενος στα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί για μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ο Διοικητής ανέφερε ότι «η εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση των δύο μεγαλύτερων εγχώριων τραπεζών απέτρεψαν την κατάρρευση του συστήματος και την άτακτη χρεοκοπία του κράτους».
Πρόσθεσε ότι με τη σημαντική μείωση του εγχώριου τραπεζικού τομέα μειώθηκαν επίσης οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους.
Εξέφρασε την εκτίμηση ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί έχουν αντιμετωπίσει τις άμεσες ανησυχίες που υπήρχαν, συμπληρώνοντας όμως ότι για να καταστεί το τραπεζικό σύστημα υγειές θα πρέπει να παρθούν επιπρόσθετα μέτρα.
Το προτεινόμενο πρόγραμμα, ανέφερε, περιλαμβάνει μια περιεκτική στρατηγική, η οποία θα εφαρμοστεί για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του τραπεζικού τομέα και να ενισχυθεί το εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Αναφερόμενος στις πρόσφατες εκθέσεις της Moneyval και της Deloitte Ιταλίας για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, είπε ότι εκτός από το γεγονός ότι εντόπισαν κάποιους κινδύνους και τομείς όπου μπορούν να υπάρξουν βελτιώσεις, την ίδια ώρα ανέδειξαν και αριθμό σημαντικών πλεονεκτημάτων στο υφιστάμενο πλαίσιο και στην εφαρμογή του από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Διαβεβαίωσε παράλληλα ότι θα ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα για να ενδυναμωθεί η αποτελεσματικότητα του πλαισίου, συμπεριλαμβανομένων και της αναθεώρησης του νομικού πλαισίου, της διασφάλισης ότι η αρχή της διαφάνεια όσον αφορά νομικά πρόσωπα θα εφαρμόζεται και της περαιτέρω ενίσχυσης της εποπτείας της Κεντρικής όσον αφορά στο ξέπλυμα.
Ο Διοικητής της Κεντρικής αναφέρθηκε και στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Κύπρος, λέγοντας ότι είναι «σημαντικοί και τείνουν προς την αρνητική πλευρά».
Είπε ότι οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι παραμένουν «ασυνήθιστα ψηλοί», δεδομένων των επιπτώσεων της τραπεζικής κρίσης και της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην οικονομική δραστηριότητα και στην προσαρμογή του επιχειρηματικού μοντέλου.
Όσον αφορά την εγχώρια αγορά, πρόσθεσε, δεδομένου του μεγέθους των τραπεζών που έχουν τύχει εξυγίανσης, των ζημιών που αντιμετωπίζουν οι ανασφάλιστοι καταθέτες που είναι κάτοικοι της χώρας, των λογαριασμών που έχουν ‘παγώσει’ προσωρινά και της ανάγκης να επιβληθούν περιορισμοί στις πληρωμές, υπάρχουν ανησυχίες ότι η ύφεση μπορεί να είναι πιο βαθιά απ’ ό, τι αναμενόταν, με αρνητικές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά συμπεριλαμβανομένου του κυβερνητικού χρέους.
Ο κ. Δημητριάδης ανέφερε ακόμη ότι οι κίνδυνοι στον τραπεζικό τομέα παραμένουν επίσης ψηλοί, συμπεριλαμβανομένων των πιέσεων για εξεύρεση ρευστότητας, της αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των κινδύνων από δικαστικές διαδικασίες, καθώς και των επιπτώσεων των διοικητικών περιορισμών, ή ακόμη και των ενδεχόμενων επιπτώσεων μιας πρόωρης άρσης τους και της πιθανότητας της μη εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που προνοεί το πρόγραμμα πλήρως ή έγκαιρα.
Στα θετικά, συμπεριλαμβάνεται η εκτίμηση ότι μόλις θεωρηθεί ότι το τραπεζικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί, μπορεί να επιστρέψει και η εμπιστοσύνη προς αυτό πιο νωρίς, επιτρέποντας έτσι και μια πιο σύντομη άρση των περιοριστικών μέτρων και μια πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Αναφέρθηκε επίσης στο ενδεχόμενο να στηριχθεί το σύστημα περαιτέρω, λόγω μεγάλων επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, κάτι που θα ήταν ευεργετικό και για τις τράπεζες και για την οικονομία.