«Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Πέθαναν σαν τα ποντίκια» κατέθεσε σήμερα ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας ο σύζυγος της άτυχης Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, η οποία βρήκε το θάνατο μαζί με άλλους δύο συναδέλφους της στο υποκατάστημα της Marfin, στην οδό Σταδίου όταν οι άγνωστοι πέταξαν βόμβες μολότοφ.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται οι υπεύθυνοι της τράπεζας για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, καθώς, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα πυρασφάλειας και πυροπροστασίας παρ’ ότι το υποκατάστημα είχε ξαναγίνει στόχος στο παρελθόν.
«Το σχέδιο ήταν να φύγει στις 3 από το γραφείο και στις 4 είχε ραντεβού στο γυναικολόγο, αν όλα πήγαιναν καλά. Στις 2 παρά, μου τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος “Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο”. Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε “Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι”. Μου το έκλεισε πάλι.
Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ότι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά. Η μοναδική είσοδος – έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια», είπε ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας.
«Γαντζώθηκα στο τσίγκο του διπλανού κτιρίου. Όλοι ούρλιαζαν. Ήταν χαμένοι. Περιμένουμε τρία χρόνια να ακούσουμε μία συγγνώμη», κατέθεσε ο κ. Σωτήρης Παπατζίκης, συνάδελφος των θυμάτων.
«Οι κοπέλες ανέβαιναν τρέχοντας τις σκάλες και φώναζαν “φωτιά, φωτιά, μας καίνε…”. Μέσα σε λίγα λεπτά η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική. Πήδηξα από το μπαλκόνι γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση», συμπλήρωσε ο μάρτυρας Γιώργος Γκόλιας, ενώ καταπέλτης για τους υπευθύνους της τράπεζας ήταν ο υπάλληλος Γιώργος Σταυρογιαννάκης αφού όπως είπε:
«Η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη, ούτε μας έχει αποζημιώσει. Δεν μας κατηγόρησαν αλλά σε μία προσωπική συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση, με το δ.σ. της Marfin, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που είχαμε…».
Το ίδιο αιχμηρός στην κατάθεση του ήταν και ο υπάλληλος της τράπεζας Σωτήρης Παπατζίκης: «Θέλαμε μόνο να ακούσουμε ένα συγγνώμη και ένα γιατί. Έχουν περάσει τρία χρόνια, αλλά ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την τράπεζα.
Αντ’ αυτού στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε νωρίς, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιός θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι…
Η ασφαλιστική εταιρεία της τράπεζας θέλησε να κάνει μια προσφορά στον ιδιοκτήτη του κτιρίου, όμως τελικά δεν μπορούσε να το ασφαλίσει γιατί ζητούσαν πυροπροστασία και σύστημα πυρόσβασης που δεν υπήρχαν».
Η δίκη συνεχίζεται με καταθέσεις μαρτύρων.