Το σκάνδαλο της βραζιλιάνικης δημόσιας επιχείρησης πετρελαίου Petrobras συντάραξε ακόμη περισσότερο το πολιτικό σκηνικό της χώρας χθες, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε το πράσινο φως για να αρχίσουν έρευνες σε βάρος εννέα υπουργών της κυβέρνησης του συντηρητικού προέδρου Μισέλ Τέμερ.
Η απόφαση αποτελεί πολιτική βόμβα: 108 πολιτικοί πρώτης γραμμής, ανάμεσά τους δεκάδες βουλευτές και γερουσιαστές, φιγουράρουν στον κατάλογο των προσώπων που απολαύουν ασυλία, την οποία κατήρτισε ο Έντισον Φακίν, δικαστής του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου (STF).
Στο στόχαστρο της έρευνας βρίσκονται επίσης οι τρεις τελευταίοι πρόεδροι της Βραζιλίας και ο δήμαρχος στο Ρίου ντε Ζανέιρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016. Ο δικαστής Φακίν παρέπεμψε πολλές από τις υποθέσεις σε κατώτερα δικαστήρια, ανάλογα με το εάν οι ύποπτοι έχουν ασυλία ή όχι.
Όλες αυτές οι πολιτικές προσωπικότητες υπάρχουν υποψίες πως ενέχονται στο τεράστιο κύκλωμα διαφθοράς το οποίο διασπάθισε δύο δισεκατομμύρια δολάρια και πλέον από τα ταμεία της δημόσιας επιχείρησης πετρελαίου, σύμφωνα με δικαστικό έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου περιήλθε σε γνώση του Γαλλικού Πρακτορείου.
«Η προεδρία δεν σχολιάζει έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη», περιορίστηκε να ανακοινώσει το γραφείο Τύπου του προέδρου Τέμερ.
Περί το ένα τρίτο των υπουργών της κυβέρνησής του βρίσκονται στη λίστα, ανάμεσά τους κυβερνητικά στελέχη-κλειδιά, όπως ο Ελιζέου Πατζίλια, που βρίσκεται σε ένα αξίωμα αντίστοιχο του πρωθυπουργού στη Γαλλία.
Στο σταυρόνημα της δικαιοσύνης είναι ακόμη ο υπουργός Εξωτερικών Αλοΐζιο Νούνες, που ανέλαβε καθήκοντα τον Μάρτιο, ή ο υπουργός Γεωργίας, Μπλάιρου Μάτζι, ο οποίος απασχόλησε τη δημοσιότητα τις τελευταίες εβδομάδες λόγω των σκανδάλου του αλλοιωμένου βοδινού.
Σύμφωνα με ορισμένα ΜΜΕ της Βραζιλίας πάντως, ο τελικός κατάλογος των υπουργών υπό έρευνα ενδέχεται να περιοριστεί σε οκτώ.
Το βραζιλιάνικο Κογκρέσο δέχεται επίσης ράπισμα: οι πρόεδροι και των δύο σωμάτων του φιγουράρουν στη λίστα, όπως επίσης και οι 29 από τους 81 γερουσιαστές και οι 40 από τους 513 βουλευτές.
Ο πρώην πρόεδρος Λουίς Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα (2003-2010), ενέχεται σε διάφορες πτυχές της υπόθεσης. Ο δικαστής Φακίν διαβίβασε την υπόθεσή του σε κατώτερα δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει για την άλλοτε προστατευομένη του και διάδοχό του στο αξίωμα Ντίλμα Ρουσέφ (2011-2016), που καθαιρέθηκε πέρυσι από το Κογκρέσο που την έκρινε ένοχη για παραποίηση των στοιχείων για το έλλειμμα, και τον Φερνάντου Ενρίκε Καρντόζου (1995-2002), του κεντρώου κόμματος PSDB.
Ανάμεσα στους υπόλοιπους πρωτοκλασάτους πολιτικούς οι οποίοι βρίσκονται στο στόχαστρο είναι ο Αέσιου Νέβες, άλλο ένα μέλος του PSDB, ο οποίος ηττήθηκε το 2014 από τη Ρουσέφ στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Πολλά ανώτατα στελέχη του κεντροδεξιού κόμματος του Τέμερ, του PΜDB, είναι επίσης στον κατάλογο, όπως ο ισχυρός γερουσιαστής Χομέρου Ζούκα.
Τον Μάρτιο ο γενικός εισαγγελέας της Βραζιλίας, ο Χοντρίγκου Ζανό, ζήτησε να αρχίσουν 83 έρευνες σε βάρος υπουργών και κοινοβουλευτικών οι οποίοι έχουν ασυλία και δεν μπορούν να δικαστούν παρά από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το αίτημα αυτό βασιζόταν στις εκρηκτικές ομολογίες 77 πρώην στελεχών της εταιρείας Οντεμπρέχτ, κολοσσού του τομέα των κατασκευών, κατόπιν συμφωνιών στις οποίες κατέληξαν με τις δικαστικές αρχές με αντάλλαγμα μειωμένες ποινές.
Η πολυπλόκαμη έρευνα για το σκάνδαλο της Πετρομπράς, που άρχισε το 2014, αποκάλυψε ότι ο όμιλος Οντεμπρέχτ βρισκόταν στην καρδιά του συστήματος δωροδοκιών που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για τη χειραγώγηση της αγοράς και την εξασφάλιση δημόσιων συμβάσεων.
Σε αντάλλαγμα δίνονταν προμήθειες στα μαύρα ταμεία πολιτικών κομμάτων και ισχυρών πολιτικών.
Δεκάδες επιχειρηματίες, στελέχη επιχειρήσεων, ενδιάμεσοι και πολιτικοί από όλο το φάσμα βρίσκονται ήδη στις φυλακές για την υπόθεση. Το όνομα του σημερινού προέδρου Τέμερ έχει επίσης ακουστεί στην υπόθεση, αλλά δεν αντιμετωπίζει επισήμως έρευνα. Βάσει του Συντάγματος της Βραζιλίας, δεν μπορεί να δικαστεί για αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν αναλάβει τα καθήκοντά του.
Αλλά η εμπλοκή τόσων πολλών υπουργών του στην υπόθεση υπάρχει κίνδυνος να αποδυναμώσει σημαντικά την κυβέρνησή του, η οποία εφαρμόζει ένα πρόγραμμα λιτότητας με σκοπό να βγει η χώρα από την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης του Μισέλ Τέμερ πέρυσι, έπειτα από την πολύκροτη καταδίκη της Ρουσέφ, πολλοί υπουργοί του αναγκάστηκαν να παραιτηθούν λόγω των εις βάρος τους κατηγοριών για παθητική διαφθορά.